Ο Μπερνανός, στο πρώτο μυθιστόρημά του («Κάτω από τον ήλιο του Σατανά», 1926), πετάει μια στιγμή για τον κεντρικό ήρωά του, τον αββά Ντονισάν, τον άγιο της Λεμπρ, τούτη τη σοκαριστική φράση: «Ο άγιος είναι πάντα μόνος, κάτω από τον Σταυρό. Χωρίς κανένα φίλο» (Oeuvres romanesques complètes, I, Pléiade, σ. 245). Ο άγιος που η καρδιά του καίγεται από αγάπη για όλους τους ανθρώπους ζει χωρίς φίλους; Του αρκεί η σχέση του με τον Θεό, ώστε να μη χρειάζεται τους ανθρώπους; Η ακρότητα της μυστικής εμπειρίας την οποία ζει ο άγιος αποτελεί άραγε από μόνη της εμπόδιο για τη φιλική σχέση; Πράγματι, όποιος αληθινά στέκεται κάτω από τον σταυρό του Χριστού μπορεί την ώρα εκείνη να σκέφτεται τους φίλους του; Και ισχύει τάχα το ίδιο για κάθε ακραία εμπειρία; Μήπως είναι εγωκεντρικός πειρασμός, όπως εκείνος που νιώθει ο προφήτης Ηλίας, όταν εκφράζει δυο φορές στον Θεό το παράπονο ότι έχει απομείνει μονώτατος (3 Βασ. 19:10,14), ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν άλλοι επτά χιλιάδες που δεν λύγισαν το γόνατό τους στον Βάαλ (19:18); Εχει ενδιαφέρον εν προκειμένω ότι ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ερμηνεύοντας το σχετικό χωρίο, θεωρεί, αντιθέτως, ότι εδώ εκφράζεται η υψηλότατη κατάσταση της μυστικής αναβάσεως προς τον Θεό του κεκαθαρμένου από τα πάθη ανθρώπου, που συνομιλεί μόνος μόνω Θεώ («Περί διαφόρων αποριών», PG 91, 1121C-1124B).
Οποια απάντηση, με όσες αποχρώσεις, και αν δώσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, το βέβαιο είναι ότι η χριστιανική σκέψη δεν ανέπτυξε έναν θεωρητικό λόγο περί φιλίας, όπως η ελληνορωμαϊκή και η νεότερη. Συναντάμε συχνά στα χριστιανικά κείμενα τις λέξεις «φιλώ» και «φιλία» αλλά ως συνώνυμες ουσιαστικά των «αγαπώ» και «αγάπη». Η ιδέα ακριβώς της άνευ όρων αγάπης δεν αφήνει περιθώρια για τη φιλία, δηλαδή για μια σχέση ισότιμη και αμοιβαία («φίλος δε έστιν ο φιλών και αντιφιλούμενος», Αριστοτέλης, Ρητορική, 1381a1). Η χριστιανική αγάπη δεν είναι αμοιβαία. Ειδικότερα, η αγάπη για τους εχθρούς, η καθαυτό χριστιανική αγάπη δηλαδή, συνιστά κατάργηση της διάκρισης εχθρού και φίλου (ενώ, αντιθέτως, ο φίλος αγαπάει τους φίλους του και δικαιούται να μισεί τους εχθρούς του και τους εχθρούς του φίλου του).
Συναντάμε συχνά στα χριστιανικά κείμενα τις λέξεις «φιλώ» και «φιλία», αλλά ως συνώνυμες ουσιαστικά των «αγαπώ» και «αγάπη».
Ο Θεός, βέβαια, μίλησε στον Μωυσή όπως μιλάει κανείς στον φίλο του (Εξ. 33:11), ο Αβραάμ καλείται από τον Ησαΐα φίλος του Θεού (Ησ. 41: 8, οι Ο΄ πάντως μεταφράζουν με το ρήμα αγαπώ «Αβραάμ ον ηγάπησα»), και οι άγιοι εν γένει αποκαλούνται φίλοι του Θεού. Η φιλία ωστόσο είναι μεταξύ ανθρώπων και όχι μεταξύ ανθρώπου και Θεού, στον οποίο οφείλεται υπακοή και τήρηση του θελήματός του. Η μόνη πραγματική φιλία που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη είναι ανάμεσα στον Δαυίδ και στον Ιωνάθαν, τον γιο του βασιλιά Σαούλ: οι δύο πολεμιστές συνδέονται με ακατάλυτο δεσμό (όπως ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος), ο Ιωνάθαν βάζει τον Δαυίδ πάνω από τον βασιλιά πατέρα του (1 Σαμ. ή 1 Βασ. 17:55 – 18:5), και ο Δαυίδ θα εκφωνήσει συγκλονιστικό επικήδειο στον θάνατό του, όπου του απευθύνεται λέγοντας ότι η αγάπη του για αυτόν ήταν δυνατότερη από την αγάπη των γυναικών: «Ωραιώθης μοι σφόδρα, εθαυμαστώθη η αγάπησίς σου εμοί υπέρ αγάπησιν γυναικών» (2 Σαμ. ή 2 Βασ. 1:25-27, οι Ο΄ και εδώ μεταφράζουν την προσφώνηση με το «αδελφέ μου»). Πιο κοντά στη φιλία έρχεται ο Χριστός, όταν αποκαλεί τους μαθητές του φίλους, «υμείς φίλοι μού εστε», επειδή δεν κρατάει μυστικά από αυτούς, «πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν». Και πάλι όμως δεν πρόκειται για φιλία, γιατί λείπει ο αναγκαίος όρος της ισοτιμίας: «Υμείς φίλοι μού εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν» (Ιω. 15:14-15). «Φίλοι μου» εδώ σημαίνει ουσιαστικά «αγαπημένοι μου».
Η μοναστική και ασκητική γραμματεία και πρακτική αντιμετωπίζει τη φιλία ως κίνδυνο: είναι δεσμός συναισθηματικός, άρα εμπαθής, και απειλεί να αποσπάσει τον νου από την προσήλωση στον Θεό και τη νοερά εργασία. Υπάρχουν πάντως και άλλα χριστιανικά γραπτά όπου διαβλέπουμε την ύπαρξη αληθινής φιλίας, όπως οι επιστολές του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, προς τον Ευτρόπιο, επί παραδείγματι, (επιστολή 71, όπου του ζητάει, όσο ασχολείται με τα κοινά, να μην αμελεί τους φίλους, κατά το παράδειγμα των νέων ανδρών του Ομήρου, που φρόντιζαν «εν μέσω πολέμου τα φιλικά») και κυρίως προς τον Φιλάγριο (επιστολή 30, όπου θαυμάσια περιγραφή της φιλικής σχέσης). Είναι γνωστή επίσης η φιλία του Γρηγορίου προς τον Μέγα Βασίλειο, την οποία θα περιγράψει αριστουργηματικά στον συγκλονιστικό επιτάφιό του (έζησαν στην Αθήνα «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς, τον εν βλέποντες, αεί τον πόθον αλλήλοις συναύξοντες»). Η μονιμότητα πάντως και η σταθερότητα της φιλίας τους, που έμεινε απείραχτη και όταν τα διαφορετικά εκκλησιαστικά καθήκοντα τους χώρισαν, οφείλεται στο ότι και οι δύο είχαν τον νου στραμμένο στον λόγο του Θεού, πράγματος εστώτος, και όχι προς τα ρέοντα (PG 36, 520C-521A). Αυτή η πνευματική φιλία ανθρώπων που ζουν με τον νου, την ψυχή και το σώμα διαρκώς στραμμένα προς τον Θεό, την ακρότητα των εφετών, είναι ουσιαστικά η μόνη μορφή φιλίας που αναγνωρίζει ο χριστιανισμός. Στη λατινόφωνη χριστιανοσύνη, ο μεγάλος δάσκαλος της πνευματικής φιλίας είναι ο Αγγλος κιστερκιανός μοναχός Aelredus Riaevallensis (Aelred of Rievaulx, 1110-1167). Το σύντομο έργο του De spirituali amicitia (Πνευματική φιλία) κυκλοφορεί σήμερα μεταφρασμένο από τα λατινικά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Οι άνθρωποι μπορεί να συνδεθούν με έρωτα, στοργή, φιλία, αγάπη. Η φιλία, όπως τη ζούμε σήμερα, είναι σχέση ισότιμη και αμοιβαία, με τρυφερότητα, απόλαυση, ανταλλαγή, με ελαφρότητα και βαρύτητα, ακόμη και με υποδόρια (αλληλοπροωθητική) αντιπαλότητα. Ο απαιτητικός χριστιανισμός έβαλε πάνω από όλα την απροϋπόθετη αγάπη. Ακόμη και όταν προσφεύγει, με θετικό τρόπο, στις άλλες λέξεις, τις βλέπει πάντα υπό το φως της αγάπης.

