ΤΖΟΝ ΜΠΕΡΤΖΕΡ
Η κόκκινη τέντα της Μπολόνιας
μτφρ.: Δημήτρης Καρακίτσος
εκδ. Αντίποδες, 2024, σελ. 112
Μερικές φορές διαβάζεις κάτι βιβλία σε άσχετα μέρη, την ώρα που έρχεται το δειλινό και ο ουρανός γίνεται ροζ, και δεν ξέρεις πώς στο διάολο ν’ αντιδράσεις.
Ολη η μέρα έχει πάει σκατά και ξαφνικά πέφτεις πάνω στη φράση «Τα καλύτερα δεν ήρθαν ακόμη» και είσαι σίγουρος πως ο Μπέρτζερ σε δουλεύει κανονικά. Ή μάλλον, ο Εντγκαρ. Ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα του. Μετά όμως συνεχίζεις να διαβάζεις αυτό το περίεργο βιβλίο και εντέλει χαίρεσαι που ζεις, επειδή ίσως η κωλομέρα κοντεύει να τελειώσει.
Ο Εντγκαρ δεν κάνει τίποτα. Μόνο διαβάζει, γράφει επιστολές, ταξιδεύει. Ζει σ’ ένα δωμάτιο στο σπίτι της οικογένειας Μπέρτζερ. Είναι ένα μικρό δωμάτιο σαν αυτό του Μοράντι στην Μπολόνια, στη Βία Φοντάτσα. Είναι γνωστό πως το διαμέρισμα ήταν τόσο βρώμικο που κανείς δεν πήγαινε να επισκεφτεί τον τρελόγερο.
Το κείμενο του Μπέρτζερ, που κυκλοφόρησε το 2007, όταν ήταν ογδόντα χρονών, ακριβώς μια δεκαετία πριν πεθάνει, είναι φτιαγμένο από μικρά κομμάτια κόκκινο ύφασμα που ράβονται σε ενενήντα σελίδες. Μια φράση ανά σελίδα. Δύο φράσεις. Τρεις. Μια παράγραφος που δεν έχει όρεξη ν’ αναπτυχθεί παραπάνω απ’ όσο έχει ανάγκη. «Η Μπολόνια είναι κόκκινη», είχε πει ο Εντγκαρ επιστρέφοντας από την πόλη, τη δεκαετία του ’60. Τα κτίρια είναι κόκκινα, ο ουρανός είναι κόκκινος, οι άνθρωποι είναι κόκκινοι, οι στοές και οι τέντες είναι κόκκινες.
Μια λίστα: η γεύση του καφέ, ένα πακέτο μπισκότα, ένα ποδήλατο, ο Μπερλιόζ, η Αίγυπτος, μια τίγρη, δυο σακούλες, ο Παζολίνι, η ησυχία, το δάχτυλο, τρία χαρτονομίσματα, ο χρόνος, τα λαζάνια, ο άδειος ουρανός, μια Πιετά, η Μαρία η Μαγδαληνή, ένας «κυκλώνας θρήνου», ο Βελάσκεθ, ένας τάφος ανοιχτός, ένα σκυλί, τα γυαλιά του, ο Καραβάτζιο, το στόμα: «μια πολύ λεπτή, απροσδιόριστη, βαμβακερή σκόνη – την ίδια σκόνη που κατακάθεται στα αντικείμενα στους πίνακες του Μοράντι».
Είναι αλήθεια. Αυτό το βιβλίο δεν είναι βιβλίο. Είναι λίστα. Μια λίστα από μινιατούρες, δώρα, λεπτομέρειες, σκόρπιες εικόνες μικρές δόσεις από λέξεις που οδηγούν στις επόμενες, μέχρι το κεφάλι μας να τριφτεί πάνω στην τέντα ή να εξαφανιστεί στις στοές, λες και κάποιος έχει πάρει την απόφαση να ταξιδέψει στη σπονδυλική του στήλη.
Αυτό το βιβλίο δεν είναι βιβλίο. Είναι μια λίστα από μινιατούρες, δώρα, λεπτομέρειες, σκόρπιες εικόνες, μικρές δόσεις από λέξεις που οδηγούν στις επόμενες.
Διαβάζω την «Κόκκινη τέντα» και την ίδια στιγμή σημειώνω πράγματα στο περιθώριο του βιβλίου, αποφασισμένος να καλύψω κάθε σελίδα μ’ ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα. Γράφω: «Μετά από καιρό, δεν νιώθω ντροπή για τις σημειώσεις που κρατάω, δεν νιώθω αηδία που γράφω ένα ακόμα κριτικό σημείωμα».
Γράφω με «μάτια κλειστά». Και μετά σβήνω ό,τι γράφω. Ο ουρανός σκοτεινιάζει. Βγαίνω στο δρόμο που είναι γεμάτος φορτηγά και περιμένω να έρθει το ταξί που έχω καλέσει. Το ταξί έρχεται. Το ταξί είναι κόκκινο. Μόνο που ο οδηγός δεν μοιάζει με τον Μοράντι: «Ο χρόνος θα δείξει».

