AMBROSE BIERCE
Περιστατικό στη γέφυρα του Αουλ Κρικ
μτφρ.: Χρήστος-Αρμάντο Γκέζος
εκδ. Στερέωμα, σελ. 48
Πάντα θα είναι ένα αίνιγμα ο Aμπροουζ Μπιρς. Ακόμη και σήμερα ουδείς γνωρίζει τι του συνέβη όταν αποφάσισε να πάει στο Μεξικό, εντυπωσιασμένος από την εν εξελίξει επανάσταση του Πάντσο Βίγια. Πέθανε ή μήπως ταξίδεψε κάπου αλλού; Κανείς δεν ξέρει. Χαρακτηριστικό είναι ότι δίπλα στο έτος του θανάτου του (1914) υπάρχει ένα ερωτηματικό.
Ο Μπιρς έζησε από κοντά τη φωτιά και το μπαρούτι του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική, καθώς πολέμησε, και μάλιστα σε μια μάχη τραυματίστηκε σοβαρά. Αυτή η εμπειρία τον στιγμάτισε, με αποτέλεσμα πολλές από τις ιστορίες του να έχουν ως θέμα τον πόλεμο. Ιστορίες γεμάτες από τρόμο, θάνατο και σαρδόνιο χιούμορ.
Μπορεί ως δημοσιογράφος αιχμής να αρεσκόταν σε επιθέσεις από τη στήλη του (ήταν παροιμιώδης η επιθετικότητά του), ωστόσο ως συγγραφέας δείχνει να εγκαταλείπει τη θέση «μάχης» και να προτιμάει εκείνη του εμβριθούς παρατηρητή της ανθρώπινης περίπτωσης.
Το διήγημά του «Περιστατικό στη γέφυρα του Aουλ Κρικ» θεωρείται, και όχι άδικα, ένα από τα σημαντικότερα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τόσο η επιλογή του θέματος (αν μη τι άλλο, έχουν γραφτεί πάμπολλες ιστορίες για τον εμφύλιο πόλεμο), όσο ο εντελώς καινοφανής τρόπος με τον οποίο έχει διαχειριστεί την πλοκή.
Με επιλογές που ταιριάζουν σε έναν κλασικό στυλίστα και με τις απαρχές του μοντερνισμού να ορίζουν τη γραφή του, ο Μπιρς καταφέρνει να μετατρέψει μια απλή ιστορία σε θαύμα λογοτεχνικής ομορφιάς.
Από την αρχή μαθαίνουμε πως ο πλούσιος γαιοκτήμονας και δουλοκτήτης Πέιτον Φάρκουαρ από την Αλαμπάμα πρόκειται να απαγχονιστεί από τους στρατιώτες της Ενωσης. Ως ένθερμος υποστηρικτής της Συνομοσπονδίας κατηγορείται για δολιοφθορά, αν και πολλά επ’ αυτού δεν μαθαίνουμε.
Ο συγγραφέας καταφέρνει με τις περιγραφές του να μετατρέψει μια απλή ιστορία σε θαύμα λογοτεχνικής ομορφιάς – Ξεχωρίζει ο καινοφανής τρόπος με τον οποίο έχει διαχειριστεί την πλοκή.
Ο Μπιρς μεταφέρει το κέντρο βάρους της ιστορίας από μέσα προς τα έξω. Στήνει ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο, με αποτέλεσμα η υφή της πραγματικότητας να διαθλάται πάνω στην επιφάνεια ενός παραληρήματος που εκπορεύεται από τον ετοιμοθάνατο.

Ο Φάρκουαρ φαντάζεται πως δραπετεύει, πέφτει στο ποτάμι που βλέπει μπροστά του, ξεφεύγει από τα πυρά των στρατιωτών (έως και κανόνι στρέφουν καταπάνω του) και επιστρέφει στο σπίτι του, όπου συναντάει τη γυναίκα του. Η λάμψη των ματιών της και η κίνηση των χειλιών της τον μεθούν.
Τούτη η σουρεαλιστική εμπειρία, υπό το φάσμα του επικείμενου θανάτου του, βροντοχτυπάει τα φυλλοκάρδια του γαιοκτήμονα. Του προσφέρει μια εξωαισθητική εμπειρία που δεν ορίζεται από συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και λογική συνάφεια.
Αυτό ακριβώς το παιχνίδι, ολότελα αναξιόπιστο, μετατρέπει τον αναγνώστη σε συμμέτοχο, δίχως όμως κι αυτός να γνωρίζει τι είναι αλήθεια και τι φαντασιοκοπία.
Η λεπτομερής περιγραφή του οράματος του Φάρκουαρ (περιγράφει κάθε φύλλο, κάθε κυματισμό και βουητό, έως και τον ήχο που κάνουν τα φτερά ενός κουνουπιού) επιτείνει την αναγνωστική αμφιβολία. Μόνο όταν συμβεί η ανατροπή στο τέλος μπορείς με σιγουριά να κατανοήσεις σε ποια παγίδα σε είχε ρίξει ο Μπιρς.
Είναι η στιγμή που η σκληρή πραγματικότητα επεμβαίνει δραστικά στο ονειρόδραμα. Ο πόνος γύρω από τον λαιμό του μελλοθάνατου γίνεται απτός και πνιγηρός. Ακολουθεί ένα χτύπημα στο κεφάλι και ένα λευκό φως που τον τυλίγει σύγκορμο.
Ο χρόνος
Πόσο κράτησαν όλα αυτά; Ο χρόνος αποκτάει διασταλτική έννοια στο διήγημα. Για τους στρατιώτες μπορεί να είναι ελάχιστα λεπτά, για τον Φάρκουαρ, όμως, ενδέχεται να μοιάζει με αιωνιότητα.
Η ιστορία θολώνει με εμπρόθετη διάθεση τη γραμμή μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, αμφισβητώντας την κατανόηση και των δύο εννοιών, οδηγώντας μας σε ένα μονοπάτι που αποδεικνύεται τεχνητό.
Τέλος, η ιστορία μάς αφήνει με μια βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης επιθυμίας για επιβίωση και σύνδεση με την οικογένεια, ειδικά σε στιγμές μεταιχμιακές. Παρά το γεγονός ότι ο Φάρκουαρ γνωρίζει ότι ο θάνατός του είναι αναπόφευκτος, το μυαλό του κατασκευάζει μια περίπλοκη, γεμάτη λεπτομέρειες απόδραση που τον οδηγεί πίσω στην αγάπη και στη ζωή του.
Είναι σαν να μας λέει ο συγγραφέας πως η συνείδησή μας, όταν βρίσκεται σε περιόδους δύσκολες, αναζητάει πάντα ένα καταφύγιο, μια διαρκή δύναμη ελπίδας. Ακόμη κι αν αυτή επίκειται να ακυρωθεί από τον θάνατο.
Η πολύ εύστοχη μετάφραση ανήκει στον Χρήστο-Αρμάντο Γκέζο.

