PERCIVAL EVERETT
Τα δέντρα
μτφρ.: Πάνος Τομαράς
εκδ. Gutenberg, 2024, σελ. 411
Ο Πέρσιβαλ Εβερετ (γεν. 1956), πολυβραβευμένος, ακατάτακτος, με διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά μα πάντα απολαυστικός, ήρθε πάλι στην επικαιρότητα στη χώρα μας πέρυσι, με το διασκεδαστικότατο φιλμ του Κορντ Τζέφερσον «American fiction», μια αιχμηρή σάτιρα που μιλάει για τα λογοτεχνικά και μη στερεότυπα και τις «ταυτότητες». Ηταν διασκευή του μυθιστορήματός του «Erasure», που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο «Το σβήσιμο» το 2005 (εκδ. Πόλις, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου). Ανάμεσα στο 2006 και στο 2013 ακολούθησαν άλλα τρία μυθιστορήματά του από τον ίδιο εκδότη: «Αμερικανική έρημος», «Πληγωμένοι», «Η θεραπεία του νερού». Και φτάνουμε σήμερα, πάνω από μια δεκαετία μετά, με τα «Δέντρα», ένα από τα πιο –θα το ξαναπούμε– απολαυστικά μυθιστορήματα που διαβάσαμε εδώ και καιρό. Υποψήφιο για το Booker του 2022, αυτό το κατάμαυρο νουάρ είναι μια συναρπαστική, όλο μυστήριο περιπέτεια, ένα ολοζώντανο, πανέξυπνο crime με πυκνή αφήγηση και σκοτεινό (συχνά, δε, πραγματικά ξεκαρδιστικό) χιούμορ, αλλά και ένα τρομακτικό πολιτικό βιβλίο ταυτόχρονα: μιλάμε για τον Νόμο του Λιντς εδώ, για τον απόλυτο σκοταδισμό, για εγκλήματα εις βάρος της μαύρης κοινότητας που γίνονταν κυριολεκτικά στο φως της ημέρας – εγκλήματα που σχεδόν πάντα έμεναν ατιμώρητα. Συνδυάζοντας πραγματικά γεγονότα και μυθοπλασία, τα «Δέντρα» είναι ένα κορυφαίο Southern noir, γραμμένο από την πένα ενός πραγματικού στυλίστα.
Ο μίζερος Νότος σκιαγραφείται αριστοτεχνικά («Εδώ δεν είμαστε πόλη. Διάολε, εδώ δεν είμαστε καν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μετά βίας είμαστε στον εικοστό», σ. 69, «Δεν έχει μπει ποτέ έγχρωμος στο σπίτι μου, εκτός από τον τύπο για την καλωδιακή τηλεόραση», σ. 81, «Τρία κουνάβια ήταν στην πλαϊνή βεράντα κι έξυναν την τζαμόπορτα», σ. 87, «Το σπίτι είχε κριθεί κατεδαφιστέο, αλλά είχε τις προοπτικές να γίνει εργαστήριο μεθαμφεταμίνης», σ. 93), υπάρχουν σκηνές που σε ανατριχιάζουν παρά τον ασταμάτητο καύσωνα («[Ξ]υλοκόπησαν το αγόρι, του τύλιξαν αγκαθωτό σύρμα γύρω από τον λαιμό, το πυροβόλησαν στο κεφάλι και το πέταξαν στον Μικρό Ταλαχάτσι από τη γέφυρα», σ. 110, «Του ντα ρου ρον ρον! Είμαστε η Κλαν των Ηνωμένων Πολιτειών!», σ. 135), ενώ μεγάλη εντύπωση μας έκαναν τρία πράγματα: το πώς κατορθώνει ο Εβερετ να μας προσφέρει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θυμίζει όσο λίγα έναν ανάστροφο αχινό: νόστιμο και δροσερό απέξω, όλο αγκάθια και πίκρα από μέσα· το πώς ανά εκατό περίπου σελίδες αλλάζει επίπεδο, προσθέτοντας επιπλέον στοιχεία και χαρακτήρες, χωρίς να χάνει ίχνος από τη δυναμική, το χιούμορ και την ανθρωπιά του· η ζωντάνια των χαρακτήρων: πέραν των white trash, έχουμε εδώ ένα μπουκέτο από ήρωες που ο ένας είναι πιο ενδιαφέρων και πιο αξιαγάπητος από τους άλλους: οι δύο άνδρες από το Γραφείο Ερευνών του Μισισίπι, η ειδική πράκτορας του FBI Χέρμπι Χάιντ, η σερβιτόρα Γκέρτρουντ Πένστοκ, ο καθηγητής Ντέιμον Θραφ και βέβαια η υπεραιωνόβια Μαμά Ζήτα, που κρατά σχολαστικά αρχείο με όλα τα λιντσαρίσματα του εικοστού αιώνα. Θα θέλαμε να τους δούμε και στην οθόνη. Και κάτι μας λέει πως πράγματι θα τους δούμε.
Εγκλήματα εις βάρος της μαύρης κοινότητας που γίνονταν κυριολεκτικά στο φως της ημέρας και σχεδόν πάντα έμεναν ατιμώρητα.
Μας είπε ο μεταφραστής των «Δέντρων», Πάνος Τομαράς: «Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη σημερινή εποχή στο Μισισίπι και σχετίζεται με ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1955: το λιντσάρισμα ενός νεαρού Αφροαμερικανού επειδή υποτίθεται ότι είχε προσβάλει μια λευκή γυναίκα. Δύο αστυνομικοί και μία πράκτορας του FBI προσπαθούν να εξιχνιάσουν μια σειρά από δολοφονίες. Δίπλα σε κάθε θύμα εμφανίζεται το πτώμα ενός άγνωστου μαύρου άνδρα, που στη συνέχεια χάνεται, για να εμφανιστεί πάλι δίπλα στο επόμενο θύμα. Το παράδοξο αυτό γεγονός είναι πρωτότυπο σαν ιδέα και δίνει έναν σουρεαλιστικό τόνο στο βιβλίο. Παρά το αιχμηρό θέμα του ρατσισμού, που αποτελεί το υπόβαθρο της ιστορίας, ο συγγραφέας αποφεύγει τελείως τον διδακτισμό. Αντιθέτως, προτιμά το χιούμορ για να δείξει τη γελοιότητα ορισμένων καταστάσεων, ενώ μερικές σκηνές θυμίζουν ακόμα και ταινία με ζόμπι. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται πολύ ζωντανά και εύστοχα, με μεγάλη οικονομία στην έκφραση, αλλά πολύ παραστατικά. Εύκολα σχηματίζει κανείς στο μυαλό του την εικόνα τους, όπως και την εικόνα του φτωχού Νότου των ΗΠΑ. Γενικώς, το γράψιμο του Εβερετ είναι φρέσκο, με μια τάση να συνδυάζει στοιχεία από πολλά λογοτεχνικά είδη (και όχι μόνο), παίζοντας με τα στερεότυπα».

