Η οσμή που κοιτάζει

2' 5" χρόνος ανάγνωσης

Ο κύριος Γκρι λέει πως έχουμε πλημμυρίσει ξανά με εικόνες πολέμου. Φωτογραφίες στο Instagram και στο Facebook. Βίντεο τραβηγμένα από drones: η οπτική γωνία ενός πτηνού εν πτήσει (bird’s eye-view) ενώ ανατινάζονται άρματα μάχης.

Ο κύριος Γκρι λέει πως έχουμε πλημμυρίσει και από ήχους πολέμου. Ριπές, κροταλίσματα, τσιρίδες, ο ξερός, κούφιος κρότος της σφαίρας πάνω στο μέταλλο, σαν πετροβολητό από νομίσματα. Ο πάταγος της έκρηξης. Στο κλασικό «Πρόσωπο της μάχης» (μτφρ. Αθ. Ζάβαλος, εκδ. Κέδρος) ο Αγγλος ιστορικός Τζον Κίγκαν τονίζει ότι το στοιχείο που προκαλεί τη μεγαλύτερη σύγχυση στον σύγχρονο άνθρωπο είναι ο καπνός και ο θόρυβος.

Υπάρχει κάτι όμως, λέει ο κύριος Γκρι, που το αγνοούμε: τη μυρωδιά του πολέμου. Την αποφορά των σκοτωμένων ανθρώπων και ζώων. Την οσμή που παίρνουν τα ξεκοιλιασμένα σπίτια και οι πυρακτωμένες λαμαρίνες μέσα στο λασπωμένο χιόνι τον χειμώνα ή στην πυκνή σκόνη το καλοκαίρι. Τις οσμές του άπλυτου, φοβισμένου σώματος. Είναι αυτό που παραμένει αόρατο και βουβό μέσα απ’ όλες αυτές τις εικόνες και τους ήχους.

«Αισθανόμουν άνετα όπως σε μιαν αρχαία πατρίδα, σε μια πατρίδα που την ξανάβρισκα».

Σε εκείνη την παραφροσύνη στο Κιλκίς, τον Ιούνιο του 1913, εναντίον των Βουλγάρων, μέσα σε τρεις μέρες οι Eλληνες έχασαν οκτώ χιλιάδες άνδρες. Μετά το πέρας του τριήμερου σφαγείου, ο κάμπος του Κιλκίς φλεγόταν καλοκαιριάτικα. Τα στάχυα είχαν ωριμάσει και είχαν ανάψει από τις οβίδες – μαζί τους καίγονταν οι νεκροί και οι ανήμποροι να κινηθούν τραυματίες. Οι αρτιμελείς άκουγαν τις κραυγές τους αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Κανένας δεν τους ρώτησε πώς μύριζε. Κανένας δεν ήθελε να ξέρει.

Οι οσμές του πολέμου διαχέονται μονάχα μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου. Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, πολεμικός ανταποκριτής στο ανατολικό μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου, γράφει στο «Καπούτ» (μτφρ. Π. Σκόνδρας, εκδ. Μεταίχμιο): «Ξαφνικά, η οσμή της νεκρής φοράδας μπήκε μέσα στο δωμάτιο, σταμάτησε στο κατώφλι. Eνιωθα πως η οσμή με κοίταζε. (…) κάθισα στο κράσπεδο του δρόμου, πλάι στο ψοφίμι της φοράδας. Η βροχή έλουζε το πρόσωπό μου, κυλούσε στη ράχη μου. Ανέπνεα με απληστία τη μυρωδιά του βρεγμένου χόρτου, και σε εκείνη τη δροσερή και μεθυστική μυρωδιά απλωνόταν λίγο λίγο η μαλακιά και λιπαρή αποφορά του ψοφιμιού, νικώντας τη μυρωδιά σάπιου ατσαλιού, σίδερου σε αποσύνθεση, σαπισμένου μετάλλου. Μου φαινόταν ότι ο αρχαίος και κτηνώδης ανθρώπινος νόμος του πολέμου επιβαλλόταν και πάλι στον καινούργιο νόμο του μηχανικού πολέμου. Μες στη μυρωδιά της νεκρής φοράδας αισθανόμουν άνετα όπως σε μιαν αρχαία πατρίδα, σε μια πατρίδα που την ξανάβρισκα».

Θα έπρεπε, λέει ο κύριος Γκρι, να είμαστε ευγνώμονες για αυτή μας την άγνοια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT