Η μπάντα ποζάρει για να φωτογραφηθεί και όπως όλα δείχνουν, είναι μάλλον κάποιο νωχελικό καλοκαιρινό μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Βρισκόμαστε βαθιά στην καρδιά της οικονομικής κρίσης και οι μεγάλες μπάντες της τζαζ αποτελούν μία από τις ελάχιστες πηγές παρηγοριάς σε μια κοινωνία γειωμένη από μια δυσλειτουργική οικονομία και τη μαζική ανεργία. Ολοι στη φωτογραφία δείχνουν μαυρισμένοι και νεανικοί, σαν έτοιμοι από καιρό να πούνε ή ν’ ακούσουν ένα καλό ανέκδοτο, τεκμήριο της καλής τύχης που έχει ένας μουσικός της τζαζ να βρίσκει δουλειά το καλοκαίρι, με τις αργόσυρτες ημέρες της τεμπελιάς και τις σχοινοτενείς νύχτες γεμάτες μουσική, χορό, τζιν και τσιγάρα.
Η παραπάνω περιγραφή ανήκει στον Τζον Ανταμς, αγαπημένο σύγχρονο συνθέτη του κυρίου Γκρι. Στην αυτοβιογραφία του («Hallelujiah: Composing an American Life», εκδ. Farrar, Straus and Giroux, 2008), ο Αμερικανός συνθέτης περιγράφει δύο ξεχωριστές φωτογραφίες των γονιών του από το 1935.
Υπήρξαν μουσικοί και οι δυο τους, εκείνη τραγουδίστρια, εκείνος κλαρινετίστας, στο απόγειο του Κραχ, αλλά και των Big Bands, ο ήχος των οποίων, όπως γράφει ο Ανταμς, ήταν η απόλυτη χαρά της ζωής μέσα στη μιζέρια.
Στη φωτογραφία του πατέρα, ο Ανταμς στέκεται στους τρεις κλαρινετίστες της μπάντας, εξηγώντας πως ήταν η χρυσή εποχή του κλαρινέτου: ο Αμερικανός συνθέτης μνημονεύει τους Μπένι Γκούντμαν και Αρτι Σο, αλλά ας μην ξεχάσουμε τον Γούντι Χέρμαν και, βέβαια, τον (μαύρο) Σίντνεϊ Μπεσέ.
Ποζάρει συνειδητά, έντονα και αποφασι- στικά, σε αντίθεση με τους πιο χαλαρούς μουσικούς.
Το κλαρινέτο ήταν το πρώτο μουσικό όργανο που έμαθε ο μικρός Ανταμς, χάρη στον πατέρα του. Στα 21 του θα έχει αποδεχθεί την παντελή απουσία του τόσο γεμάτου όσο και γλυκού ήχου του κλαρινέτου από την ποπ μουσική. «Στιγμιαία θα το επαναφέρουν οι Μπιτλς το 1968 με το “Sgt Peppers Lonely Hearts Club Band”», παρατηρεί μελαγχολικά ο Ανταμς.
Αμφιταλαντεύτηκα ποια από τις δύο φωτογραφίες να συνοδεύσει το σημερινό σημείωμα. Ο κύριος Γκρι επέμενε να προτιμήσω τη μαμά Ανταμς.
Ο γιος της δεν γνωρίζει τίποτα για το βραχύβιο πέρασμά της από τη μουσική. Δεν υπάρχει ούτε μία ηχογράφησή της. Ομως, ακόμη και στα εξήντα της, τη θυμόταν να ξεσηκώνει κόσμο στα πάρτι.
Οπως γράφει ο Ανταμς, στη φωτογραφία δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαεννιά. Ποζάρει συνειδητά, έντονα και αποφασιστικά, σε αντίθεση με τους πιο χαλαρούς μουσικούς της (παντελώς άγνωστης – και, πάντως, μικρής) τζαζ μπάντας του Ρας Κόουλ. «Υποπτεύομαι», γράφει ο Ανταμς, ότι ήταν ελκυστική και ερωτική».
Η ματιά του γιου πάνω στη μαμά προτού εκείνη γίνει μαμά του. Οταν ακόμα ήταν ένα κορίτσι που τραγουδούσε τη χαρά της ζωής. Και, πράγματι: τι κρίμα που δεν υπάρχει ούτε μία ηχογράφηση ενός χαρούμενου τραγουδιού από μάνα προς γιο.

