Ο προβληματισμός είχε τεθεί από καιρό στους κόλπους της πανεπιστημιακής κοινότητας. Διάδρομοι και κοινόχρηστοι χώροι να μην παρουσιάζουν την εικόνα της εγκατάλειψης και της μιζέριας, αλλά να ζωντανεύουν δημιουργικά καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Για την Αρχιτεκτονική Θεσσαλονίκης αρκούσε μόνο μία αφορμή για να μετατρέψει μια ολόκληρη πτέρυγα του Πολυτεχνείου σε πολύβουη κυψέλη. Το σύνθημα έδωσε την περασμένη εβδομάδα η έναρξη των 10ήμερων εκδηλώσεων με αποκλειστικό θέμα την «Κατοικία». Κι αυτό που έγινε ήταν πρωτόγνωρο.
Γέμισε ζωή
Δεκάδες φοιτητές ξεχύθηκαν στους χώρους με ξυλουργικά εργαλεία και μέσα σε ελάχιστα λεπτά το ανοιχτό εργαστήρι «Κατοικώντας στους διαδρόμους» μπήκε σε λειτουργία. Επί δύο μέρες το κτίριο αντηχούσε από ασυνήθιστους θορύβους. Επιπλα, καθιστικά, ράφια, βιβλιοθήκες και διακοσμητικά αντικείμενα, που συνδυάζουν την αισθητική παρέμβαση και τη λειτουργικότητα, πήραν σχήμα και μορφή από τα χέρια των εκκολαπτόμενων αρχιτεκτόνων. Οι άδειοι διάδρομοι απέκτησαν ζωή. Εγιναν «κατοικήσιμοι». Διδάσκοντες και φοιτητές είδαν τη σχολή τους όπως την ονειρεύονται.
Μακέτες, σχέδια, κατόψεις και εργασίες βγήκαν από τα εργαστήρια και απλώθηκαν στους διαδρόμους. Είναι ολοκληρωμένες δουλειές των φοιτητών, διπλωματικές εργασίες, ερευνητικά θέματα, ό,τι διδάχθηκαν και ό,τι πειραματίστηκαν κατά την τελευταία πενταετία από άξιους δασκάλους για την εξέλιξη στον σχεδιασμό της κατοικίας και των περιοχών τους, από τις πιο πρωτοποριακές ώς τις πιο συμβατικές λύσεις: από το μονόχωρο δωμάτιο του φοιτητή ώς την οργάνωση της γειτονιάς, από τη σύγχρονη μοναχική αστική κατοικία ώς την κατοικία του αστέγου.
«Η κατοικία συνιστά το 80% της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή, της δουλειάς του αρχιτέκτονα αφορά την κατοικία, που αποτελεί το 95% της χτισμένης μάζας. Αρα είναι ένα θέμα που κάθε αρχιτέκτονας θα αντιμετωπίσει στη ζωή του», εξηγεί η καθηγήτρια του ΑΠΘ κυρία Αλέκα Γερόλυμπου. Η έκθεση των εργαστηρίων -μία από τις δράσεις των εκδηλώσεων- δίνει την ευκαιρία σε διδάσκοντες και φοιτητές να γνωρίσουν ο ένας τη δουλειά του άλλου και γύρω από αυτή να ξεκινήσει η συζήτηση για τη σχέση του «Χτίζω» με το «Κατοικώ», που κορυφώνεται αύριο στο θέατρο «Τσιούμης» με τις σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις του κατοικείν από καθηγητές Αρχιτεκτονικής πανεπιστημίων όλης της χώρας στο τριήμερο συμπόσιο. Δανείζεται τον τίτλο του από το κείμενο του Μάρτιν Χάιντεγκερ «Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι» (1951) για να διερευνήσει εκ νέου τα δεδομένα του ιδιωτικού χώρου, τις εναλλακτικές στρατηγικές σχεδιασμού αλλά και τις σύγχρονες μορφές κατοίκησης με όλες τις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές διαστάσεις.
«Ανοίγουμε στους φοιτητές την πολυσύνθετη συνθήκη μιας σύγχρονης κοινωνίας, άρα τις διαφορετικές απαιτήσεις των κατοίκων. Οι αρχιτέκτονες να απεγκλωβιστούν από τα στερεότυπα της κατοικίας (διαμέρισμα, οικογένεια) και στις νέες προδιαγραφές του κατοικείν να διευρύνουν την άσκηση στις σύγχρονες κοινωνίες: π.χ. στους μετανάστες ή στην εμπειρία της «στέγασης» των αστέγων με μικρές κατασκευές, φθηνές, οικονομικές για ένα ελάχιστο καταφύγιο», εξηγεί η καθηγήτρια στο ΑΠΘ κ. Σάσα Λαδά.
Εχουμε ξεχάσει την κοινωνία
Το ζητούμενο πλέον για την αρχιτεκτονική αφορά εξίσου τον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο. Τη διπλή ιδιότητα της κατοικίας ως μοναδικό χωρικό στοιχείο ανάπτυξης του βίου αλλά και της συλλογικής συμβίωσης που γεννά η πόλη, θέτει και ο ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ κ. Τάσος Μπίρης. Τα τελευταία χρόνια, υποστηρίζει, «ξεχνάμε ότι η ιδιωτική μας ζωή μέσα στο προστατευμένο κέλυφος πρέπει να συμβαδίζει με μια συλλογικότητα, με τα άλλα σπίτια, με τις ζωές των άλλων. Αυτό είναι υποχρέωση του χρήστη αλλά και του αρχιτέκτονα. Ειδικά στην κατοικία. Αισθητικά και σχεδιαστικά το κέλυφος πρέπει να ενσωματώνεται στην πόλη. Σήμερα χρήστες και αρχιτέκτονες ξεχνούν το συλλογικό σύμπλεγμα. Αυτό είναι μια κοινωνική παραμόρφωση. Ο βίος μας χάνει τη συλλογικότητά του».

