Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος
Χριστιανική Βοιωτία, τόμος Α΄
εκδ. Κέντρο Αρχαιολογικών, Ιστορικών Μελετών
Λιβαδειά, Δεκέμβριος 2005, σελ. 462
Το άρθρο αυτό για το ιστορικό λεύκωμα του σεβασμιωτάτου πρώην Θηβών και Λεβαδείας και τώρα νέου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου είχε γραφεί ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση της ασθένειας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Είχε μείνει αδημοσίευτο τότε. Σήμερα έρχεται απλά, εις επίρρωσιν της απόφασης της Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας να φωτίσει τη λόγια πλευρά του Αρχιεπισκόπου.
Αν μη τι άλλο, ο κ. Ιερώνυμος -Βοιωτός ο ίδιος- αντιδρώντας σε μια στενή αντίληψη που ξεκόβει την ιστορία της εκκλησίας, τη «βιωμένη θρησκεία», από την πραγματική ζωή, δείχνει με το βιβλίο του κάτι που τον χαρακτήριζε έντονα ως τοπικό ιεράρχη: μια επιπλέον διακονία. Ασχολήθηκε με τα δημιουργήματα των αφανών μάλλον χριστιανικών χειρών παλαιότερων εποχών, που συνέδεσαν τη ζωή τους με την εξέλιξη της Βοιωτίας: μιας περιοχής που συνεχίζει να τρέφεται από τους χυμούς της προχριστιανικής εποχής. «Η διακονία στο θυσιαστήριο του Ιησού Χριστού είναι δωρεά και χάρισμα. Οταν όμως ένας άνθρωπος καταξιώνεται να την προσφέρει με την πεπερασμένη και ατελή υπόστασή του στην ιδιαίτερη γήινη πατρίδα του είναι ευεργεσία και χρέος» γράφει στον πρόλογό του.
Το έργο είναι ένα ιστορικό οδοιπορικό, όχι μόνον στα ολιγάριθμα προβεβλημένα μνημεία (όπως η Μονή του Οσίου Λουκά ή το Βασιλομονάστηρο του Σαγματά ή η Μονή Ευαγγελιστρίας στον Ελικώνα), αλλά και στα πολλά σπαράγματα – αρκετά από τα οποία φρόντισε να αναστηλωθούν. Η καταγραφή και συλλογή δειγμάτων αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής γλυπτικής, επιγραφικής, αγιογραφίας, ψηφιδωτών και κειμένων της διαχρονικής πορείας του χριστιανισμού αναδεικνύει την άλλη θέαση του γεγονότος της πίστης και του τρόπου με τον οποίο οι Βοιωτοί -κλήρος, άρχοντες και λαός- εξασφάλισαν κατά καιρούς και τόπους τη σωτηρία της ψυχής τους.
Το υλικό που συνέλεξε ο κ. Ιερώνυμος, χωρίζεται σε τρεις περιόδους και παρατίθεται σε τρεις τόμους. Ο ανά χείρας πρώτος τόμος καλύπτει την περίοδο από την εμφάνιση του χριστιανισμού στη Βοιωτία έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο δεύτερος τόμος θα καλύψει την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1460-1821) και ο τρίτος τη μετέπειτα εποχή έως τις μέρες μας. Αν ολοκληρωθεί, θα είναι μείζον έργο, προερχόμενο από έναν κατά κυριολεξία λόγιο ο οποίος, καθώς φαίνεται, γνωρίζει πολύ καλά τις ισορροπίες μεταξύ πίστης, διακονίας, ιστορίας, παράδοσης, πολιτισμού και κοσμικότητας, αλλά και τον ρόλο της Εκκλησίας στα σύγχρονα τεκταινόμενα.
Σκοπός της έκδοσης, όπως προϊδεάζει ο κ. Ιερώνυμος, δεν είναι οι στενές επιστημονικές αναλύσεις ή οι λεπτομερείς ιστορικές αναφορές και οι τυχόν επιρροές ιδεολογικών ρευμάτων και σχολών – παρά το γεγονός ότι είναι φανερός ο ρόλος του αρχαιολόγου που κάνει λεπτομερή καταγραφή όλων των μνημείων. Η εργασία του μακαριωτάτου έχει πολλούς αποδέκτες. Υπερβαίνοντας την προσφορά στην τοπική Εκκλησία, αφήνει μια κιβωτό για τους μελετητές των χριστιανικών μνημείων της Βοιωτίας και, μάλλον, ένα εργαλείο στους θεσμούς της αυτοδιοίκησης για την εκπόνηση μελετών και την άσκηση πολιτικών ανάπτυξης των περιοχών τους, περαιτέρω αξιοποίησής τους και προβολής τους. Μέλημά του ήταν η συνειδητοποίηση του χρέους που έχουν οι Βοιωτοί στο παρελθόν τους και της ευθύνης στο μέλλον τους και μάλιστα αυτοί που είναι επιφορτισμένοι με την εκκλησιαστική διακονία αλλά και εκείνοι που ευθύνονται για τα κοσμικά πράγματα. Τέτοια τεκμήρια πνευματικού μόχθου, το λιγότερο, είναι πραγματικές ευλογίες.

