Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τον τουρισμό, τις αφίξεις ξένων επισκεπτών, την πίεση στις υποδομές και τις υπόλοιπες συνέπειες της τουριστικής ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων είναι καλή και χρήσιμη. Πρέπει να γίνεται. Οπως ισχύει και με πολλές άλλες συζητήσεις, όμως, μερικές φορές γίνεται πολύ πιο μονοδιάστατα ή επιφανειακά από ό,τι θα έπρεπε. Αυτές τις γραμμές σας τις γράφω στον Φάρο του ΚΠΙΣΝ, όπου αυτή τη στιγμή διεξάγεται το τρίτο Reimagine Tourism in Greece. Παρακολουθώ ένα πάνελ στο οποίο μόλις ακούστηκε το επιχείρημα ότι τα σπίτια που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση δεν έχουν επίπτωση στη στεγαστική κρίση, επειδή είναι μόλις το 3% του συνόλου, στοιχείο που αναφέρθηκε ως νούμερο μικρό. Ναι, αλλά, κύριέ μου, λέω εγώ, η έρευνα της Τράπεζας Πειραιώς βρήκε ότι λείπουν από την αγορά 180.000 σπίτια. Τα σπίτια που χρησιμοποιούνται για βραχυχρόνιες μισθώσεις αγγίζουν τις 250.000. Καμία σύνδεση δεν υπάρχει ανάμεσα στα δύο φαινόμενα; Μηδέν; Καθόλου δεν επηρεάζει την αγορά το ότι αφαιρούνται εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια για να πάνε σε μια άλλη αγορά; Δεν το είπα, φυσικά, επειδή είμαι στο κοινό, και δεν αφήνουν το κοινό να πετάγεται και να φωνάζει τις αποψάρες του εδώ πέρα, και σωστά.
Υπάρχουν διάφορα θέματα στα οποία η συζήτηση γίνεται συχνά με απλουστευτικούς όρους και με παραδοχές που συχνά είναι προβληματικές. Αυτό γίνεται π.χ. κατά κόρον στο θέμα της μετανάστευσης, όπως έχουμε γράψει πολλές, πολλές φορές. Κατά τη γνώμη μου, ένα άλλο τέτοιο θέμα είναι το θέμα του «υπερτουρισμού».
Τι σημαίνει «υπερτουρισμός»; Οι περισσότερες και οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη λέξη για να περιγράψουν την υπέρβαση ενός αμφιλεγόμενου ορίου, το οποίο χωρίζει κάτι ωραίο, προσοδοφόρο και ανεκτό (τη «βιώσιμη» τουριστική ανάπτυξη), από κάτι άσχημο, βρώμικο, και δυσάρεστο, τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους ντόπιους (τον υπερτουρισμό). Πού είναι αυτό το όριο; Ελα ντε. Μπορούμε όλες και όλοι καθολικά να συμφωνήσουμε ότι έχει ξεπεραστεί σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά σε περιπτώσεις ακραίες (που, βέβαια, δεν είναι σπάνιες). Και είναι ένας δείκτης ο οποίος επηρεάζεται θεμελιωδώς από τη γεωγραφία αλλά και από τον χρόνο, την εποχή, ακόμα και την ώρα της ημέρας. Σήμερα, 19 Νοεμβρίου, δεν υπάρχει κανένας υπερτουρισμός στη Σαντορίνη. Τον περασμένο Δεκαπενταύγουστο δεν υπήρχε κανένας υπερτουρισμός σε μια καταπληκτική παραλία της βορειοανατολικής Εύβοιας, που δεν σας λέω ποια είναι. Σχετικά είναι όλα αυτά τα πράγματα. Σχετικός είναι και αυτός ο δείκτης.
Στο Reimagine Tourism χθες παρουσιάσαμε μια έρευνα που κάναμε το καλοκαίρι στην καινούργια μας εταιρεία ερευνών που λέγεται 1830 lab. Οι ερευνητές και οι ερευνήτριες πήγαν τον περασμένο Ιούλιο στη Σίφνο και μίλησαν με 24 ντόπιους, καταγράφοντας το πώς βιώνουν την τουριστική ανάπτυξη στις ζωές τους και στην καθημερινότητά τους. Μέσα από τις ιστορίες τους γίνονται προφανή κάποια βασικά θέματα τα οποία αντιμετωπίζουν ως σημαντικά προβλήματα. Το ότι αλλάζει η ιδιοκτησία της γης και ότι μεγάλες εκτάσεις του νησιού, που εδώ και αιώνες ανήκαν σε οικογένειες ντόπιων, πωλούνται σε ξένους, είναι κάτι που αντιμετωπίζεται –δίκαια– ως θεμελιώδης αλλαγή στη ζωή και την ταυτότητα του νησιού. Το ότι επιπλέον αλλάζει και η χρήση της γης, και το ότι η αλλαγή αυτή γίνεται πολύ γρήγορα, από χρόνο σε χρόνο, επίσης είναι ένα φαινόμενο που στα μάτια του ντόπιου μοιάζει σε κάποιο επίπεδο με αλλοίωση. Το ότι κάθε χρόνο, για μήνες, η καθημερινότητα των ντόπιων γίνεται αφόρητη από την κίνηση των αυτοκινήτων, την εξαφάνιση των θέσεων στάθμευσης, τις διακοπές ρεύματος και υδροδότησης, είναι επίσης κάτι που μπορεί να καταλάβει οποιοσδήποτε. Και πιο υποκειμενικά θέματα, όπως η αλλαγή του πολιτισμικού χαρακτήρα του νησιού, της γαστρονομίας, της αρχιτεκτονικής, της ανθρωπογεωγραφίας, γίνονται εύκολα αντιληπτά όταν τα ακούς μέσα από τα λόγια των ντόπιων. Νιώθουν, σε κάποιο βαθμό ότι υφίστανται επίθεση. Ακόμα και οι αδιαμφισβήτητες ωφέλειες του τουρισμού –που μεγάλο ποσοστό των ντόπιων εισπράττει– δεν γίνονται αντιληπτές ως μια κατάκτησή τους, ως κάτι που διεκδίκησαν και κέρδισαν. Η Σίφνος έχει καλύτερο δημογραφικό προφίλ από τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Εχει δουλειές, ο κόσμος βγάζει περισσότερα λεφτά από παλιά και η κοινωνία έρχεται σε τριβή με ξένους ανθρώπους και νέες ιδέες. Ανοίγει και μεγαλώνει, αλλά η συνισταμένη τελικά στη συνείδηση πολλών κατοίκων είναι αρνητική. Οι εξωτερικότητες είναι υπερβολικά έντονες.
Τώρα, κοιτάξτε το εξής: Η Σίφνος έχει 2.800 μόνιμους κατοίκους. Αλλά έχει ώς και άλλα 6.300 κρεβάτια σε (σχετικά λίγα) ξενοδοχεία και σε πολυάριθμα ενοικιαζόμενα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αυτό σημαίνει ότι στην κορύφωση της τουριστικής σεζόν, μέχρι 10.000 άνθρωποι κοιμούνται ταυτόχρονα το βράδυ στη Σίφνο. Ακούγεται πολύ. Ισως υπερβολικό. Υπερτουρισμός. Οντως, με όλα αυτά τα σπίτια ανοιχτά και γεμάτα, τι γίνεται; Τελειώνει το νερό. Πήζουν οι δρόμοι στην κίνηση. Γεμίζουν οι βόθροι. Ερχονται βυτία από την Αθήνα για να τους αδειάζουν.
Η Κάλυμνος είναι ένα νησί με διπλάσια έκταση από τη Σίφνο. Στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου, στην Κάλυμνο κοιμούνται ταυτόχρονα 20.000 άνθρωποι. Διπλάσιοι από τη Σίφνο. Διπλάσιο νησί, διπλάσια κρεβάτια. Αλλά στην Κάλυμνο δεν υπάρχει «υπερτουρισμός». Αν και δεν κάναμε ενδελεχή έρευνα και εκεί ακόμα, και η ανεκδοτολογική εικόνα που σας μεταφέρω εδώ προέρχεται, αντιεπιστημονικά, από ένα τριήμερο τον περασμένο Οκτώβριο, οι ντόπιοι εκεί δεν μοιάζουν να νιώθουν ότι υφίστανται αλλοίωση. Γιατί η Κάλυμνος χωράει τους 20 χιλιάδες, ενώ η Σίφνος δεν χωράει τους 10 χιλιάδες; Μα, επειδή η Κάλυμνος έχει 17,5 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους. Εχει ένα πολεοδομικό συγκρότημα, εντός σχεδίου –πρακτική συνένωση πολλών χωριών–, που ξεκινά από την ανατολική ακτή και φτάνει ενιαίο μέχρι τη δυτική. Εχει διπλάσια έκταση από τη Σίφνο, αλλά εξαπλάσιο μόνιμο πληθυσμό. Κι ο τουρισμός της είναι ιδιαίτερος. Το νησί είναι ένας παγκόσμιας εμβέλειας προορισμός για τον αναρριχητικό τουρισμό. Ερχεται κόσμος από όλη την υφήλιο για να σκαρφαλώσει στα βράχια, ή για να κάνει καταδύσεις. Ξενοδοχεία και AirBnB και κίνηση υπάρχουν, αλλά οι υποδομές είναι για 17.500 κατοίκους. Οι κορυφώσεις δεν επιβαρύνουν πάρα πολύ το σύστημα.
Βεβαίως, δεν είναι όλα ιδανικά στην Κάλυμνο. Οι δρόμοι έχουν κίνηση ακόμα και εκτός σεζόν. Από το λιμάνι μπορεί κανείς να δει ένα «ηφαίστειο» να καπνίζει σχεδόν μόνιμα σε μια κοντινή βουνοκορφή. Δεν είναι ηφαίστειο: είναι η χωματερή όπου καίνε τα σκουπίδια. Η χώρα μας πληρώνει σταθερά τα πατροπαράδοτα πρόστιμα στην Ευρωπαϊκή Ενωση γι’ αυτό το αίσχος. Μερικές φορές ο αέρας σπρώχνει τον καπνό προς το πολεοδομικό συγκρότημα.
Παρ’ όλα αυτά, η «φέρουσα ικανότητα» του νησιού αυτού μοιάζει αναλογικά πολύ μεγαλύτερη από της Σίφνου. Κι αυτό αναδεικνύει ότι, θεωρητικά, και η Σίφνος θα μπορούσε να φιλοξενεί άνετα τόσους πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, αν το θέλει, χωρίς τα προβλήματα στις υποδομές και τις πολλές διαφορετικές πιέσεις που επιβαρύνουν τους ντόπιους και δημιουργούν την αίσθηση ενός προβλήματος. Τι λείπει; Μα, οι υποδομές. Το δίκτυο ύδρευσης, τα μέσα μεταφοράς, το αποχετευτικό δίκτυο, το δίκτυο ηλεκτροδότησης και, μαζί, το απαραίτητο συνοδευτικό πλέγμα κανόνων και ρύθμισης της λειτουργίας όλων αυτών των συστημάτων, ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά για τους ώς και 10.000 ανθρώπους που μπορεί να κοιμούνται ταυτόχρονα στο νησί. Και ποιος έχει την αρμοδιότητα γι’ αυτά τα πράγματα; Μόνο το κράτος. Αυτά τα προβλήματα είναι αρμοδιότητα της τοπικής και της κεντρικής εξουσίας. Δεν μπορούν (και δεν θα έπρεπε) να τα λύσουν οι πολίτες, οι ξενοδόχοι ή οι επενδυτές. Οταν το κράτος δεν επιβάλλει τους υπάρχοντες πολεοδομικούς κανόνες και ο καθένας χτίζει ό,τι θέλει όπου υπάρχουν 4 στρέμματα· όταν ο αριθμός των καζανακιών των AirBnB πολλαπλασιάζεται σε βαθμό που ξεχειλίζουν οι βόθροι· κι όταν όποιος θέλει φτιάχνει κήπους με γκαζόν και πισίνες μέσα στην ξεραΐλα των Κυκλάδων, προφανώς οι ντόπιοι θα αντιλαμβάνονται την τουριστική ανάπτυξη, ακόμα και όταν σε κάποιο επίπεδο επωφελούνται από αυτήν, ως επίθεση.
Είναι αυτό το ζητούμενο; Πρέπει οι τουριστικοί προορισμοί να διεκδικούν υποδομές για να εξυπηρετούν τριπλάσιους ή πολλαπλάσιους πληθυσμούς από των μόνιμων κατοίκων; Θα έπρεπε μήπως η Σίφνος να διεκδικήσει από το κράτος υποδομές για 15.000 κατοίκους, ώστε να ανοίξουν ακόμα περισσότερα AirBnB; Μπορεί όχι. Αλλά αυτά είναι θέματα επιλογών και προτεραιοτήτων, στρατηγικής για το τι είναι το κάθε μέρος, ποιο χαρακτήρα και ποια ταυτότητα θέλει να διατηρήσει, τι είδους ανάπτυξη θέλει, τι είδους τουρισμό –και πόσο τουρισμό– θέλει να προσελκύσει. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνεται δυναμικά, μέσα στην κοινωνία, με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να συμμετέχουν ενεργά –κάτι που τέθηκε ως ανάγκη με διάφορους τρόπους, έμμεσα και άμεσα, και σε όλη τη διάρκεια του συνεδρίου της Καθημερινής. Και βέβαια αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει από μόνη της, αν δεν συνοδεύεται και από τα εργαλεία που θα μετατρέψουν τις αποφάσεις αυτού του διαλόγου σε πράξη –άρα, ένα κράτος που να λειτουργεί και να ανταποκρίνεται με ταχύτητα και αξιοπιστία στις τοπικές ανάγκες. Αυτή η γόνιμη ζύμωση κατά κανόνα δεν συμβαίνει σήμερα στις κοινωνίες των δημοφιλών τουριστικών προορισμών. Οσο αργεί να ξεκινήσει, και όσο οι τουριστικές ροές συνεχίσουν να αυξάνονται και το κράτος εξακολουθεί να αποδεικνύεται αργοκίνητο και αναποτελεσματικό, τόσο περισσότερες κοινότητες θα συνεχίσουν να αισθάνονται ότι υφίστανται επίθεση, ότι στην περιοχή τους υπάρχει «υπερτουρισμός». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει υπερτουρισμός. Δεν υπάρχει κράτος.
Ολόκληρη την έρευνα που συντόνισε η πολιτική επιστήμονας Φροσύνη Χαριτοπούλου μπορείτε να τη διαβάσετε σε αυτό το special report της Καθημερινής. Συνοδευτική αρθρογραφία και προτάσεις πολιτικής που προέκυψαν από την έρευνα μπορείτε να βρείτε και στο 1830lab.com. Αξίζει, όμως, να αφιερώσετε και 17 λεπτά για να δείτε και να ακούσετε τα λόγια και τις απόψεις των ίδιων των κατοίκων, στο μικρό ντοκιμαντέρ που φτιάξαμε στη Σίφνο, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Σιδηροπούλου.
