Οπως, ίσως, μάθατε, χθες ένας 34χρονος μουσουλμάνος, γεννημένος στην Ουγκάντα, ονόματι Ζοράν Κγουάμε Μαμντάνι, εξελέγη δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Και τι μας νοιάζει, θα πει κανείς. Η Νέα Υόρκη είναι μακριά. Εδώ έχουμε άλλα, δικά μας ντράβαλα. Ισως όχι τόσο επείγοντα και τρομακτικά όσο τα δικά τους, αλλά πλησιέστερα. Και άρα σημαντικότερα. Ελα, όμως, που η εκλογή του Μαμντάνι είχε αρκετά ιδιαίτερα και ασυνήθιστα στοιχεία που την καθιστούν είδηση ακαταμάχητη. Ενας νέος, φωτογενής υποψήφιος, με ένα αντισυστημικό μήνυμα, τα βάζει με τους δεινόσαυρους του κόμματός του, προκαλεί τη λύσσα του μονάρχη στον Λευκό Οίκο, ανατρέπει προσδοκίες και προηγούμενα, και εκλέγεται στην ηγεσία ενός από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους δήμους στον κόσμο. Τι σημαίνει αυτό για τις ΗΠΑ, τη δημοκρατία, το κόμμα του, την πολιτική στην εποχή του Τραμπ και την παγκόσμια μάχη κατά του ακροδεξιού λαϊκισμού; Είναι ο ακροαριστερός λαϊκισμός απάντηση; Είναι η εκλογή του Μαμντάνι μια ευκαιρία; Μια ελπίδα; Μια καταστροφή; Οπως πάντα, πλέον, τα timelines πλημμυρίζουν με επιφανειακές αναλύσεις και πρόχειρα σκαρωμένες απόψεις, και κυρίως με αυτές που πατάνε στις προϋπάρχουσες πλάνες όλων όσοι τις διαβάζουν, για να πυροδοτήσουν τον μέγιστο δυνατό διχασμό. Κι όλοι καταλήγουμε ακόμα πιο θυμωμένοι και ακόμα πιο ανενημέρωτοι. Γι’ αυτό, σε αυτό το 360, επιτρέψτε μου να απαριθμήσουμε μερικά διδάγματα βασισμένα σε πράγματα που ισχύουν στ’ αλήθεια, πέρα από τους μύθους και τις ιδεοληψίες. Συγκεκριμένα, θα πιάσουμε τρία παραμύθια και δύο συμπεράσματα. Στο τέλος, δεν θα έχει γίνει κανένας έξαλλος, ούτε θα έχει προκύψει κανένα πιασάρικο «take» για να ποστάρει κανείς και να μαζέψει «likes». Οπως θα έπρεπε να γίνεται σε τέτοιου τύπου σημαντικές συζητήσεις. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, με μερικά βασικά δεδομένα.
Τα βασικά
Πρώτα απ’ όλα, οι εκλογές της Νέας Υόρκης είναι ένα ενδιαφέρον θέμα. Η Νέα Υόρκη είναι σχεδόν σίγουρα η διασημότερη και ίσως η σημαντικότερη πόλη του κόσμου. Με πενταπλάσιο ΑΕΠ από την Ελλάδα, έδρα των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών κέντρων του κόσμου, έδρα και την Ηνωμένων Εθνών, είναι ένα μέρος που έχει σημασία. Κι έχει σημασία και το ποιος τη διοικεί.
Ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης ηγείται ενός φορέα αυτοδιοίκησης με 325.000 υπαλλήλους, με προϋπολογισμό που ξεπερνά τα $100 δισ. τον χρόνο (μεγαλύτερος από της Ελλάδας) και είναι υπεύθυνος για τις δημόσιες υπηρεσίες, για τις μεταφορές, για την αστυνομία και για το εκπαιδευτικό σύστημα. Για να έχετε μια εικόνα, το «εκπαιδευτικό σύστημα» της Νέας Υόρκης έχει 1,1 εκατομμύριο μαθητές. Η Ελλάδα έχει 1,3 εκατομμύριο.
Οπότε, η θέση του δημάρχου της Νέας Υόρκης είναι μια θέση σημαντική, με ουσιαστικές ευθύνες. Δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος ο δήμαρχος, δεν κάνει ό,τι θέλει – αρκετές αρμοδιότητες κρατά και η πολιτειακή κυβέρνηση, που έχει έδρα στο Ολμπανι. Η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, παρεμπιπτόντως, έχει μεγαλύτερη έκταση από την Ελλάδα και διπλάσιο πληθυσμό. Αλλά η Νέα Υόρκη είναι το πιο σημαντικό μέρος της. Ενα το κρατούμενο.
Ο Ζοράν Μαμντάνι, τώρα, είναι ένας χαμογελαστός 34χρονος με περιορισμένη εμπειρία στα κοινά, ο οποίος γεννήθηκε στην Ουγκάντα και ήρθε στη Νέα Υόρκη στην ηλικία των 7 χρόνων, μαζί με τους γονείς του. Δεν προέρχεται από τη φτώχεια, ή από ταπεινές καταβολές. Η μαμά του είναι η διάσημη σκηνοθέτρια Μίρα Ναΐρ. Δεν προέρχεται από πολιτικό τζάκι, δεν είναι «nepo baby», αλλά δεν είναι και κανένα παραμυθένιο παράδειγμα του «αμερικανικού ονείρου». Η μικρή του εμπειρία στα κοινά περιλαμβάνει λίγα χρόνια ως εκλεγμένου βουλευτή στο τοπικό κοινοβούλιο της Πολιτείας, ένα όργανο με σχετικά μικρή ισχύ. Ο Μαμντάνι, παρεμπιπτόντως, εξελέγη σε μια περιφέρεια που περιλαμβάνει την Αστόρια, μια έδρα την οποία τα προηγούμενα 20 χρόνια την κέρδιζαν αποκλειστικά Αμερικανοί ελληνικής καταγωγής. Ασχετο αυτό.
Για τις δημοτικές εκλογές, ο Μαμντάνι διεξήγαγε μια υποδειγματική προεκλογική εκστρατεία, μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον, με ρατσιστικές, προσωπικές και άδικες επιθέσεις εναντίον του, ακόμα και από το ίδιο του το κόμμα. Ακόμα και την προηγουμένη των εκλογών, η Χίλαρι Κλίντον αρνιόταν να δηλώσει ευθαρσώς ότι θα τον ψήφιζε.
Αυτά είναι τα βασικά. Πάμε να δούμε τρία βασικά παραμύθια που ακούστηκαν και ακούγονται στον δημόσιο διάλογο για την περίπτωσή του. Οτι, δηλαδή, ο Μαμντάνι είναι ένας «κομμουνιστής», ότι είναι κάτι σαν Νεοϋορκέζος Τσίπρας ή πως το ότι είναι μουσουλμάνος και μετανάστης σημαίνει κάτι το θεμελιώδες για την κοινωνία της Νέας Υόρκης και της Αμερικής, που αλλάζει.
Παραμύθι 1: Είναι «ακροαριστερός λαϊκιστής» ή «κομμουνιστής»
Η βασική κριτική που διατυπώθηκε στον δημόσιο διάλογο είναι ότι ο Μαμντάνι είναι ένας «κομμουνιστής» που προτείνει κανονικό σοσιαλισμό και, όπως θα λέγαμε και εδώ, «θέλει να κάνει τη Νέα Υόρκη σοβιετία». Το πρωτοσέλιδο της τραμπικής λαϊκής φυλλάδας New York Post σήμερα έχει τίτλο: «Το Κόκκινο Μήλο». Πρόκειται για μπούρδες, φυσικά. Μια ματιά στις προεκλογικές του υποσχέσεις από τα δικά μας, ευρωπαϊκά μάτια αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι αυτά που πρότεινε δεν είναι ούτε κομμουνιστικά, αλλά ούτε και ιδιαίτερα πρωτότυπα ή πρωτοφανή, ακόμα και για την αμερικανική πραγματικότητα. Ο Μαμντάνι πρότεινε «δωρεάν αστικά λεωφορεία». Το Ταλίν, το Βελιγράδι και ολόκληρη η χώρα του Λουξεμβούργου έχουν δωρεάν Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, εκατοντάδες πόλεις στον κόσμο προσφέρουν κάποιες γραμμές δωρεάν, ή όλο το δίκτυό τους δωρεάν για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού (φοιτητές, ηλικιωμένους, γυναίκες στην Ινδία). Δεν είναι καμιά καινούργια ή ρηξικέλευθη ιδέα. Αλλά δεν χρειάζεται κανένας να φτάσει στο Ταλίν ή στην Ινδία. Μέσα στις καπιταλιστικές ΗΠΑ η ιδέα συζητιέται εδώ και δεκαετίες, και έχουν υλοποιηθεί δεκάδες πιλοτικά προγράμματα, με πιο διάσημα τα πειράματα του Κάνσας Σίτι και το εκτεταμένο και πολύ επιτυχημένο πρόγραμμα της Βοστώνης, που ξεκίνησε το 2021. Ακόμα και στην ίδια τη Νέα Υόρκη συζητιέται ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο το μέτρο, από το 2019 κιόλας. Ολα τα δήθεν «αριστερά» και «κομμουνιστικά» μέτρα που προτείνει ο Μαμντάνι είναι και τετριμμένα και ρεαλιστικά. Προτείνει κοινωνική κατοικία, πράγμα που έχει η μισή Ευρώπη. Κοινωνικά παντοπωλεία που να διαθέτουν προϊόντα σε λογικές τιμές – επίσης ένα εξαιρετικά συνηθισμένο μέτρο σε πολλές χώρες του κόσμου (και σε πολλά μέρη στις ΗΠΑ). Προτείνει κρατική παρέμβαση για τον έλεγχο των ενοικίων – αλλά η Νέα Υόρκη έχει ήδη ένα εξαιρετικά παρεμβατικό σύστημα ελέγχου των ενοικίων, το οποίο ο Μαμντάνι προτείνει να εντατικοποιηθεί. Και, βέβαια, ο δημοτικός φόρος που προτείνει για τα κέρδη μόνο των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και για τους πολύ πλούσιους, αυτούς που έχουν εισοδήματα άνω του $1 εκ. τον χρόνο, είναι τίποτα, ψίχουλα μπροστά στον σαρωτικό φόρο επί των περιουσιακών στοιχείων (όχι των εισοδημάτων) των πολύ πλούσιων που συζητιέται στη Γαλλία.
Τίποτε από όσα προτείνει ο Μαμντάνι δεν αγγίζει καν τα όρια του «αριστερού λαϊκισμού» ή του «κομμουνισμού». Τότε, γιατί λένε ότι αυτά που προτείνει είναι κομμουνιστικά; Μα, επειδή αυτό το αφήγημα το προωθούν με λύσσα και με έναν ποταμό από fake news και παραπληροφόρηση στον οχετό των σόσιαλ μίντια αυτοί ακριβώς που φοβούνται ότι θα χάσουν κάτι αν εκλεγεί ο Μαμντάνι, και τους βάλει υψηλούς φόρους: οι πλούσιοι. Αυτοί που παραδοσιακά κινούν τα νήματα και έχουν στο τσεπάκι τους παραδοσιακούς Δημοκρατικούς πολιτικούς τύπου Κλίντον, Πελόζι, Σούμερ και Κουόμο. Οκτώ εκατομμύρια δολάρια από την τσέπη του έχει βάλει ο δισεκατομμυριούχος Μάικλ Μπλούμπεργκ στην καμπάνια του εξευτελισμένου πρώην κυβερνήτη Αντριου Κουόμο, εκατομμύρια που, μεταξύ άλλων, έχουν χρηματοδοτήσει διαφημιστικά σποτάκια που αναπαράγουν τις ανοησίες που ακούει ο κόσμος περί «κομμουνισμού» και λαϊκισμού. Σποτάκια στα οποία, παρεμπιπτόντως, είχαν βάψει το μούσι του Μαμντάνι για να μοιάζει πιο πυκνό και το δέρμα του για να μοιάζει πιο σκούρο και «τρομαχτικό». Γι’ αυτό πέρασε όλο αυτό το αφήγημα στον τοξικό δημόσιο διάλογο. Ο Μαμντάνι όμως δεν είναι ούτε κομμουνιστής ούτε ιδιαίτερα «αριστερός». Κοινωνική πρόνοια υποστηρίζει, φόρους στους πλούσιους, ένα μαξιλαράκι για την άμβλυνση των κραυγαλέων ανισοτήτων. ΠΑΣΟΚ είναι ο άνθρωπος.
Παραμύθι 2: Ο Μαμντάνι είναι ένας Τσίπρας
Ομως ποια είναι η διαφορά όσων αντισυστημικών λέει ο Μαμντάνι από όσα έλεγε, φερειπείν, ένας άλλος επιτυχημένος λαϊκιστής ηγέτης της προηγούμενης δεκαετίας, ο Αλέξης Τσίπρας; Υπάρχει κι αυτό το αφήγημα στις περιορισμένου βάθους εγχώριες συζητήσεις, ότι ο Μαμντάνι είναι ένας γοητευτικότερος, πιο αυθεντικός και πιο tech savvy Τσίπρας. Εμείς εδώ έχουμε εμπειρία στον λαϊκισμό, είμαστε βετεράνοι του θέματος, έχουμε βιώσει και τις συνέπειες στο πετσί μας, οπότε έχουμε ένα κάποιο κριτήριο, μια βάση για συγκρίσεις. Αλλά η συγκεκριμένη αντιστοίχιση είναι επιφανειακή και χάνει το βασικότερο χαρακτηριστικό του φαινομένου Μαμντάνι. Η διαφορά όμως εδώ είναι ουσιώδης και πολύ συγκεκριμένη. Ολοι οι αντισυστημικοί εξ ορισμού στρέφονται κατά του συστήματος, αλλά το σημαντικό είναι το ποιον ακριβώς ορίζουν ως «σύστημα». Από αυτή την άποψη, αυτός που μοιάζει περισσότερο με τον Τσίπρα είναι μάλλον ο Τραμπ, παρά ο Μαμντάνι. Γιατί, και ο Τραμπ και ο Τσίπρας έκαναν το ίδιο: βάφτιζαν «σύστημα» μια ψεύτικη απειλή, ένα παραμύθι. Ο μεν έβαζε τον κόσμο να λυσσάει κατά των μεταναστών, των μειονοτήτων, των «woke» και των τρανς ατόμων που μπαίνουν στη λάθος τουαλέτα, τίποτε εκ των οποίων δεν αποτελεί στ’ αλήθεια πρόβλημα ή κίνδυνο για τον μέσο ψηφοφόρο, ούτε είναι το πραγματικό αίτιο της ακρίβειας στα σούπερ μάρκετ. Ο δε έβαζε τον κόσμο να λυσσάει με «την τρόικα», τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε, «την Ευρώπη» και «τα μνημόνια» – εξίσου πλαστοί, εφήμεροι και τεχνητοί μπαμπούλες. Ο Μαμντάνι κάνει κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό: χαρακτηρίζει «σύστημα» αυτούς που πραγματικά είναι το σύστημα. Τους ολιγάρχες της χώρας -και της πόλης- του, που εδώ και δεκαετίες συσσωρεύουν πλούτο και ρουφάνε την όποια αύξηση της παραγωγικότητας, εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων και της μεσαίας τάξης. Το ότι θέτει τον σωστό στόχο και προδιαγράφει τον σωστό «εχθρό», βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα καταφέρει να τον αντιμετωπίσει. Δεν σημαίνει καν ότι θα αποπειραθεί να δοκιμάσει. Μπορεί να δοκιμάσει και να αποτύχει. Μπορεί ακόμα και να συμβιβαστεί, να πουληθεί κι αυτός στα συμφέροντα, όπως ο προκάτοχός του. Κανείς δεν ξέρει. Αλλά το ότι τουλάχιστον φέρνει το θέμα της ακρίβειας και των ανισοτήτων στην πραγματική του διάσταση, χωρίς φανταστικούς μπαμπούλες, είναι κάτι που τον κάνει να διαφέρει δραματικά από τους «Τσίπρες».
Παραμύθι 3: Το ότι εξελέγη μουσουλμάνος στη Νέα Υόρκη δείχνει ότι ο κόσμος αλλάζει
Το ότι εξελέγη «μουσουλμάνος» δήμαρχος της Νέας Υόρκης δεν σημαίνει τίποτε. Δεν είναι ένα φαινόμενο καινούργιο ή διαφορετικό. Οι μετανάστες ενσωματώνονται στις κοινωνίες στις οποίες πηγαίνουν, τα παιδιά τους ενσωματώνονται ακόμα πιο αποτελεσματικά, συμμετέχουν στην κοινωνία όπως τα υπόλοιπα μέλη της, και αργά ή γρήγορα κάποιες και κάποιοι εκλέγονται. Το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν στις ΗΠΑ και έχουν γεννηθεί σε άλλη χώρα είναι 14,7%. Το 1910, το ποσοστό των ανθρώπων που ζούσαν στις ΗΠΑ και είχαν γεννηθεί σε άλλη χώρα ήταν 14,7%. Ακριβώς το ίδιο. Τίποτε δεν αλλάζει. Δεν υπάρχουν «μεταναστευτικές ροές» και «εισβολές». Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Εχουμε ακόμα το ίδιο, διαρκές φαινόμενο της απλής, κανονικής μετανάστευσης -σχεδόν αποκλειστικά νόμιμης- με περιοδικές αυξομειώσεις, που φέρνει ανθρώπους από αλλού εκεί όπου υπάρχουν άφθονες δουλειές. Και πάντα έχουμε τον ίδιο, πατροπαράδοτο ρατσισμό. Το 1910 έβριζαν τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Ιρλανδούς μετανάστες, τους αποκαλούσαν «ζώα» και «παράσιτα», και θεωρούσαν ότι δεν μπορούν να «ενσωματωθούν». Ενσωματώθηκαν. Τα παιδιά τους έγιναν γιατροί και δικηγόροι, τα εγγόνια τους έγιναν μεγιστάνες των επιχειρήσεων, ηγέτες, πρόεδροι. Ο παππούς του Τραμπ μπήκε στις ΗΠΑ παράνομα ως μετανάστης από τη Γερμανία το 1885 (κι έβγαλε λεφτά ανοίγοντας ένα εστιατόριο-πορνείο για τους χρυσοθήρες της Δύσης, παρεμπιπτόντως). Τον έβριζαν, του συμπεριφέρονταν σαν σκουπίδι, αλλά ενσωματώθηκε, και ο γιος του πρόκοψε και ο εγγονός του… τέλος πάντων, μεγάλη κουβέντα, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν έχει αλλάξει τίποτε από το 1885 και το 1910. Απλώς τώρα οι μετανάστες είναι οι Μεξικανοί, οι Ινδοί, οι μουσουλμάνοι. Αυτούς βρίζουν οι γηγενείς (οι ήδη ενσωματωμένοι) τώρα. Κι αυτοί, οι νέοι, σιγά σιγά ενσωματώνονται με τον ίδιο τρόπο. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο στις ΗΠΑ. Συμβαίνει παντού. Και στο Κάλγκαρι του Καναδά και στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας και στο Μπλάκμπερν και στην Οξφόρδη της Βρετανίας, έχουν όλες δήμαρχο μουσουλμάνο. Το Λονδίνο έχει μουσουλμάνο δήμαρχο από το 2016. Οι ψηφοφόροι τον έχουν εκλέξει τρεις φορές.
Αυτοί είναι τρεις από τους μύθους που μπορεί να ακούτε και να διαβάζετε σε συζητήσεις για τον Μαμντάνι αυτές τις ημέρες. Αλλά από τη χτεσινή του εκλογή βγαίνουν και μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα επιπλέον. Να δύο:
Συμπέρασμα 1: Η εποχή μιας αυθεντικότητας
Ενα σημαντικό μήνυμα από την εκλογική νίκη του Μαμντάνι είναι η διαρκής επιβεβαίωση της δύναμης της επικοινωνίας. Αλλά με μία επιπλέον, καινούργια διάσταση. Παλιά, μετά την έλευση των οπτικοακουστικών ΜΜΕ, οι πολιτικοί επιστράτευαν στρατιές ειδικών για να τους «χτίσουν» την «εικόνα» και την «επικοινωνιακή πολιτική». Αυτά δεν παίζουν πια. Ενα από τα λίγα καλά της εποχής των σόσιαλ μίντια είναι ότι η δημόσια εικόνα δεν είναι κάτι που «χτίζεται» από επικοινωνιολόγους, αλλά κάτι που προσομοιάζει πολύ περισσότερο με την αλήθεια. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο Τραμπ είναι αυτό που βλέπει κανείς στις εκατοντάδες ακατάληπτες, παραληρηματικές του ομιλίες και στα οργισμένα, ακατάληπτα posts στο Truth Social, δεν έχει άλλο. Δεν έχει χτίσει κανένας επικοινωνιολόγος αυτή την εικόνα. Δεν θα μπορούσε. Ποιος να γράψει ομιλία γι’ αυτό το πράγμα; Ο Ζοράν Μαμντάνι δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει την εικόνα του χαμογελαστού και αεικίνητου πιτσιρικά της διπλανής πόρτας μέσα από εκατοντάδες TikTok posts αν δεν ήταν ακριβώς αυτό. Οι πολιτικοί που θέλουν να μιλήσουν με αυτά τα μέσα απευθείας στους πολίτες δεν μπορούν να μην είναι αυθεντικοί, γιατί οι αλγόριθμοι είναι αδηφάγοι, χρειάζονται νούμερα, χρειάζονται content, και κανένας δεν μπορεί να υπηρετήσει μια τέτοια επικοινωνιακή πλημμύρα με θέατρο και προσεκτικά γραμμένα σενάρια. Αυτό το φαινόμενο το βλέπουμε έντονα και στα δικό μας, το εγχώριο οικοσύστημα, με τα κομματικά επιτελεία να εκθέτουν αμήχανους υποψηφίους σε στημένα TikTok, την αποθέωση του κριντζ. Παρεμπιπτόντως, σε αυτό το περιβάλλον, υποψήφιοι-κατασκευάσματα, όπως ο Τζέι Ντι Βανς, δεν θα έχουν τύχη. Αυθεντικά επικοινωνιακοί τυπάδες μπορεί να εκλεγούν και δήμαρχοι. Ή και πρόεδροι.
Το πρόβλημα μέσα από όλη αυτή τη νέα πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι αυτά τα κριτήρια αυθεντικότητας με τα οποία αξιολογούνται οι πολιτικοί στον δημόσιο χώρο δεν είναι τα ίδια και με τις προδιαγραφές που θα πρέπει να έχει ένας αποτελεσματικός πολιτικός. Συμπαθής και ανθρώπινος ο Μαμντάνι, εξαιρετικά επικοινωνιακός και αυθεντικός, αλλά πώς μπορούν να αξιολογήσουν οι ψηφοφόροι αν έχει τις ικανότητες να διοικήσει μια δομή 325.000 ανθρώπων, να διορίσει ανθρώπους, να διαχειριστεί συμφέροντα και να παίξει το άγριο παιχνίδι της κανονικής πολιτικής; Είναι ένα θέμα σοβαρό αυτό, και όχι μόνο στη Νέα Υόρκη.
Συμπέρασμα 2: Η ζήτηση για το επόμενο όραμα
Ισως το βασικότερο μήνυμα από την εκλογή του Μαμντάνι κατά τη γνώμη μου είναι η επιβεβαίωση της επιτακτικής ανάγκης για το νέο όραμα. Ο κόσμος χρειάζεται κάτι καινούργιο. Στις ΗΠΑ η εκλογή Τραμπ δεν είναι μια απλή διακοπή της δημοκρατικής ιστορίας εκείνης της χώρας. Είναι ένα τέλος. Μια κατάληξη. Ο παλιός κόσμος τελειώνει, ο νέος δεν έχει ακόμα γεννηθεί, και τώρα είμαστε στην εποχή των Τραμπ. Χρειάζεται να βρεθεί -και γρήγορα- το εναλλακτικό αφήγημα του νέου κόσμου. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στη Νέα Υόρκη υπήρχε έντονη η συζήτηση για τις διάφορες τάσεις στο δημοκρατικό κόμμα, για τους «μετριοπαθείς» και τους «κεντρώους» και για τους «ακροαριστερούς», με μια συζήτηση για το ποια φράξια είναι καταλληλότερη για να αντιμετωπίσει τον μολώχ του τραμπισμού. Μήπως οι ακροαριστεροί τύπου Μαμντάνι, AOC και Μπέρνι Σάντερς «τρομάζουν» τον απλό κόσμο, τους νοικοκυραίους, και διώχνουν κόσμο; Μήπως πιο νηφάλιες, κεντρώες φωνές είναι καταλληλότερες; Είναι μια εύλογη στάση. Η οποία όμως παρακάμπτει μια άβολη αλήθεια: ότι οι νηφάλιες, κεντρώες φωνές που εννοούν είναι το κόμμα που εδώ και δεκαετίες τα παίρνει από τα οικονομικά συμφέροντα, είναι αναπόσπαστο μέρος του «κατεστημένου» και, τελικά, απέτυχε να λύσει τα προβλήματα που οδήγησαν την κοινωνία στα αδιέξοδα που γέννησαν τον Τραμπ. Η στάση αυτή έξακολουθεί να υποθέτει ότι ζούμε ακόμα στον προ 2016 κόσμο, ότι υπάρχει επιστροφή στο πρότερο status quo. Οτι θα ξαναγίνουν κανονικές εκλογές στις ΗΠΑ, ότι το καθεστώς που εγκαθιδρύεται σήμερα είναι διατεθειμένο να φύγει, κάποια στιγμή, με το καλό και ότι η χώρα αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει σε μια κανονικότητα. Με κάποιον νηφάλιο, κεντρώο, επιλεγμένο από τη γεροντοκρατία του κόμματος, με τη στήριξη των ολιγαρχών, στην προεδρία. Πρόκειται για παραίσθηση. Για άρνηση της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει επιστροφή στο πρότερο status quo. Για να πέσει το καθεστώς θα πρέπει να περιγραφεί ένα εντελώς νέο αφήγημα, κάτι αλλιώτικο. Ενα νέο σύστημα. Κι αυτό δεν είναι ζητούμενο μόνο στις ΗΠΑ, που βρίσκεται στα τελευταία στάδια αποσύνθεσης, στο 1939, πια, λίγο πριν από την έκρηξη. Ισχύει παντού. Ακόμα και σε μέρη όπου ο ακροδεξιός λαϊκισμός με τους πλαστούς μπαμπούλες του δεν έχει ακόμα κατακτήσει την εξουσία. Αυτό το νέο αφήγημα δεν έχει περιγραφεί αποτελεσματικά και επιτυχημένα πουθενά. Οταν με το καλό αυτό συμβεί, όμως, σίγουρα θα περιλαμβάνει τη στοχοποίηση των σωστών θυτών. Ο Ζοράν Μαμντάνι μπορεί να αποτύχει στη Νέα Υόρκη. Μπορεί να αποτύχει ως δήμαρχος και μπορεί να αποτύχει και ως ενσαρκωτής ενός νέου αφηγήματος για τη μετά Τραμπ εποχή. Αλλά οι επόμενες και οι επόμενοι που θα έρθουν, όποια και όποιος τελικά τα καταφέρει, σίγουρα θα κάνουν δύο πράγματα που έκανε κι αυτός τώρα: θα έχουν το αυθεντικό, επικοινωνιακό χάρισμα για να μιλήσουν με μια άλλη γλώσσα απευθείας στους πολίτες και θα περιγράφουν τον σωστό θύτη της κακοδαιμονίας στις κοινωνίες μας. Τα υπόλοιπα εκκρεμούν ακόμα.
