Εάν δεν υπήρχαν η έννοια του χρόνου και του χώρου, το Πράσινο Ακρωτήρι θα μπορούσε να παρουσιάσει μια ποδοσφαιρική εθνική ομάδα – όνειρο με σπουδαίους παίκτες όπως ο Νούνο Μέντες, ο Πατρίκ Βιεϊρά, ο Χένρικ Λάρσον, ο Νάνι, ακόμα και ο Κριστιάνο Ρονάλντο, αφού η προγιαγιά του Πορτογάλου σούπερ σταρ γεννήθηκε στη νησιωτική χώρα της Δυτικής Αφρικής εν μέσω του Ατλαντικού Ωκεανού, στα δυτικά της Σενεγάλης.
Η τωρινή εθνική ομάδα δεν περιλαμβάνει επί της ουσίας κανέναν αστέρα, με εξαίρεση ίσως τον αρχηγό, πρώτο σε συμμετοχές (92) και σε γκολ (22) εξτρέμ Ράιαν Μέντες, ο οποίος έφτασε να παίζει σε Λιλ και Νότιγχαμ Φόρεστ και, στα 35 του πλέον, βγάζει το ψωμί του στην τουρκική Κοτσαέλισπορ και το καλοκαίρι θα ζήσει τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής του.
Μετά τις Βραζιλία, Πορτογαλία και Αγκόλα, το Πράσινο Ακρωτήρι θα γίνει η τέταρτη πορτογαλόφωνη χώρα που θα πάρει μέρος σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Κυρίως, όμως, είναι η μικρότερη σε έκταση χώρα που θα συμμετάσχει στη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική γιορτή, αφού με έκταση 4.033 τετραγωνικά μέτρα ξεπερνάει (από την… ανάποδη) τα 5.128 τετραγωνικά μέτρα του Τρινιντάντ και Τομπάγκο, το οποίο πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 2006.
Συν τοις άλλοις, με πληθυσμό που φτάνει μετά βίας τις 500.000, είναι η δεύτερη μικρότερη χώρα σε πληθυσμό στην ιστορία της διοργάνωσης, πίσω μόνο από την Ισλανδία των 400.000 κατοίκων, η οποία έπαιξε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.
Πώς, λοιπόν, κατάφερε αυτή η μικροσκοπική (σε σχέση με άλλες) χώρα, που αποτελείται από δέκα νησιά και οκτώ νησίδες, να προκριθεί ως πρώτη σε όμιλο με την παραδοσιακή δύναμη του Καμερούν, βγάζοντας στους δρόμους όλους τους κατοίκους της, σε μια ημέρα που δεδομένα θα ανακηρυχθεί σε εθνική εορτή; Με πρόγραμμα.
Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη υπάρχουν ποδοσφαιριστές που έχουν καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήρι και δεν έχουν τις ευκαιρίες (ή την ποιότητα) για να αγωνιστούν στην εθνική ομάδα της χώρας τους.
Τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο κεντρικός αμυντικός Ρομπέρτο Κάρλος Λόπες, γνωστός ως «Πίκο», ο οποίος έχει γεννηθεί στην Ιρλανδία από πατέρα από το Πράσινο Ακρωτήρι και θεώρησε χρήσιμο να βάλει αυτό το στοιχείο στον λογαριασμό του στην πλατφόρμα Linkedin.
Το 2019, ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής του Πράσινου Ακρωτηρίου, Πορτογάλος Ρουί Αγκουας, το εντόπισε και του έστειλε μήνυμα-πρόσκληση στην εθνική ομάδα. Επειδή το έγραψε στα πορτογαλικά, ο Λόπες το έβαλε σε μηχανή μετάφρασης και, στη συνέχεια, αποδέχθηκε με χαρά αυτή την ευκαιρία.
Επτά χρόνια μετά θα έχει την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα το όνειρο κάθε ποδοσφαιριστή, αυτό που δεν απόλαυσαν ποτέ θρύλοι όπως ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, ο Τζορτζ Μπεστ, ο Ερίκ Καντονά ή ο Ράιαν Γκιγκς, μεταξύ άλλων.
Το απόγευμα της Δευτέρας (13/10) και μετά τη νίκη επί του Εσουατίνι (πρώην Σουαζιλάνδη) με 3-0, ο προπονητής Πέδρο Λεϊτάο Μπρίτο, γνωστός ως «Μπουμπίστα», ο οποίος ως ποδοσφαιριστής έπαιξε σε Ισπανία, Αγκόλα και Πορτογαλία, αλλά ως τεχνικός εργάστηκε μόνο στη χώρα του, πανηγύρισε μια ιστορική επιτυχία με τους παίκτες και τους 15.000 φιλάθλους που γέμισαν το γήπεδο και είχαν «εθνική» άδεια για να φύγουν από τις δουλειές τους μετά τις δώδεκα το μεσημέρι για να ετοιμαστούν καταλλήλως.

Η επιτυχία συμπίπτει με τη συμπλήρωση 50 ετών από την ανεξαρτησία της χώρας από την Πορτογαλία και θα μπορούσε να είχε έρθει δώδεκα χρόνια νωρίτερα, εάν το 2014 το Πράσινο Ακρωτήρι δεν χρησιμοποιούσε σε καθοριστικό αγώνα με την Τυνησία τον Φερνάντο Βαρέλα, ο οποίος ήταν τιμωρημένος και έπρεπε να εκτίσει ποινή αποκλεισμού ενός αγώνα.
Αθελά του ο άλλοτε αμυντικός του ΠΑΟΚ, που χρόνια αργότερα σημάδεψε το ελληνικό πρωτάθλημα με ένα (μη) γκολ σε ντέρμπι τίτλου με την ΑΕΚ, στέρησε τότε μια επιτυχία, που πλέον την απολαμβάνει ως θεατής και φίλαθλος.
Την ίδια ιδιότητα έχουν ο επί μια 12ετία παίκτης του Πανιωνίου και ιδιαιτέρως αγαπητός στην Ελλάδα, Νόνι Λίμα, αλλά βεβαίως και ο ανιψιός του Ντανιέλ Μπατίστα, ο οποίος διέγραψε σπουδαία καριέρα σε Εθνικό, ΑΕΚ και Ολυμπιακό, φτάνοντας μέχρι την Εθνική Ελλάδας, παρότι μπορούσε να παίξει και αυτός με το Πράσινο Ακρωτήρι.
Το νησί, αν μη τι άλλο, γεννάει ταλέντο και αυτό επιβεβαιώθηκε τόσο με τις δύο παρουσίες στα προημιτελικά του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής με δέκα χρόνια διαφορά (2013 και 2023), όσο κυρίως με την παρουσία στο πρώτο Μουντιάλ με 48 ομάδες, αυτό που θα λάβει χώρα το καλοκαίρι σε Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά και Μεξικό.
Η ομάδα αποτελείται από ποδοσφαιριστές που στην πλειονότητά τους αγωνίζονται στη δεύτερη κατηγορία της «μεγάλης αδελφής» Πορτογαλίας, ενώ οι υπόλοιποι είναι διασκορπισμένοι σε Βουλγαρία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ηνωμένες Πολιτείες, Ισραήλ, Ιρλανδία, Κύπρο, Ολλανδία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Σαουδική Αραβία, Τουρκία και Φινλανδία.
Η αποστολή που σφράγισε το ιστορικό εισιτήριο δεν είχε ούτε έναν παίκτη που να αγωνίζεται στο τοπικό, ημιεπαγγελματικό πρωτάθλημα, το οποίο περιλαμβάνει δέκα ομάδες με ονόματα που παραπέμπουν πρωτίστως σε ομάδες της Πορτογαλίας και της Βραζιλίας, ενώ υπάρχουν ομάδες που έχουν αντιγράψει το έμβλημα της Μπενφίκα ή της Σπόρτινγκ Λισσαβώνας.
CAPE VERDE, POPULATION 560,000, QUALIFY FOR A FIRST-EVER WORLD CUP 🇨🇻
The second-smallest nation ever to achieve that feat. Every US state has a bigger population, yet the Blue Sharks are on their way to football’s big dance 🦈
Soak up these scenes 💙pic.twitter.com/aR2KMRLteE
— Men in Blazers (@MenInBlazers) October 13, 2025
Το εθνικό πρωτάθλημα δεν τροφοδοτεί την εθνική ομάδα, αλλά δεν χρειάζεται, αφού οι ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές βρίσκουν καταφύγιο σε ομάδες εκτός συνόρων και, κάτω από την ίδια σημαία και φανέλα, οι Μπλε Καρχαρίες δρέπουν τους καρπούς από τη δουλειά που κάνει η ομοσπονδία και με τη βοήθεια της FIFA, τα προγράμματα της οποίας επέτρεψαν τη δημιουργία γηπέδων με συνθετικό χλοοτάπητα, αλλά και την ανακαίνιση του γηπέδου «Aderito Sena».
Ιορδανία και Ουζμπεκιστάν, μέσω της προκριματικής διαδικασίας στη ζώνη της Ασίας, έκαναν την αρχή ως οι χώρες που θα βιώσουν την παρθενική συμμετοχή τους στην κορυφαία διοργάνωση του πλανήτη σε εθνικό επίπεδο, με το Πράσινο Ακρωτήρι από την Αφρική να… τριτώνει το καλό.
Η αύξηση των ομάδων, έστω και αν έγινε πρωτίστως για να εξυπηρετήσει πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αποδεικνύεται ευεργετική και δίνει ευκαιρίες σε εθνικές ομάδες χωρών που λατρεύουν το ποδόσφαιρο, αλλά πιθανόν να μην μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι θα ζούσαν κάτι τέτοιο.
