Το Vezene στα Ιλίσια δημιουργήθηκε και παραμένει ένα εστιατόριο με μια κουζίνα που δουλεύει εποχιακά, με πιάτα που δεν «επιβάλλονται» από τρεντς αλλά γεννιούνται από τη στιγμή. Ενα καλό κατσίκι από τον κρεοπώλη τους, δυο μεγάλα ψάρια από τον προμηθευτή και να τη η αφορμή.
Στην πρόσφατη επίσκεψή μου στο Vezene βρέθηκα μπροστά σε μια άλλη καλή αφορμή. Ηταν ένα μενού ημέρας: τέσσερα πιάτα, τέσσερα κρασιά και ένα επιδόρπιο σε γλυκιά τιμή. Μια ιδέα που ξεκινά από το κρασί και επιστρέφει σε αυτό· όχι ένα στημένο degustation, αλλά ένα πιο «άνετο» pairing με πολύ ωραία κρασιά που αξίζει να τα δοκιμάσει κάποιος με το ευθύβολο και λιχούδικο φαγητό του Vezene. Οπως μου εξήγησε ο υπεύθυνος για το κρασί του ομίλου, Γιώργος Καραμπουζούκης, στόχος είναι «να φέρουμε εδώ ανθρώπους που θέλουν να μας μιλήσουν για το προϊόν τους· παραγωγούς, αντιπροσώπους, “ειδικούς” με πάθος και γνώση». Ετσι έγινε και χθες.

Στο εστιατόριο βρέθηκε και ο Cédric Jung, εμπορικός διευθυντής του οίκου Joseph Drouhin, που εισάγει στην Ελλάδα η Deals και ήταν αυτά τα κρασιά, οι εκλεκτές Βουργουνδίες του οίκου που σερβίρονταν μαζί με το φαγητό μας.
Το μενού που δοκιμάσαμε είχαν συνθέσει σε συνεργασία ο Αρης Βεζενές και ο Γιώργος, μια αλληλουχία πιάτων στη λογική «family style», όπως είναι και το φαγητό που σερβίρεται συνήθως στην ωραία φωτισμένη σάλα της οδού Βρασίδα.

Η βραδιά ξεκίνησε με δυο διαφορετικά είδη ζυμωτού ψωμιού, που δεν σταμάτησα να τσιμπολογάω όλη νύχτα, και μαζί το ορεκτικό, ωμές κόκκινες γαρίδες, με ελαιόλαδο, σκόρδο, κοκκινοπίπερο και τραγανό σπεκ, σερβιρισμένες με ένα Chablis Premier Cru που τόνιζε την αλμύρα όσο και τη γλύκα τους. Ακολούθησε μια ντομάτα γεμιστή, ψημένη στον ξυλόφουρνο, με κιμά, ρύζι και μεδούλι, μαζί με ένα Rully από την Côte Chalonnaise, ένα κρασί ζωηρό, που έφερνε φρεσκάδα σε μια τόσο ζουμερή μπουκιά. Η ντομάτα είχε κρατήσει όλους τους χυμούς της και τους έριχνε σιγά σιγά στη γέμιση, στον κιμά. Τον δρόσιζε και τον γλύκαινε. Η γέμιση, κυρίως το ρύζι, ήταν κατά τι πιο σπυρωτό από όσο περιμένει κανείς να βγει ένα γεμιστό από τον ξυλόφουρνο, ωστόσο συνολικά ήταν ένα πολύ νόστιμο πιάτο και αυτή τη νοστιμιά θέλω να κρατήσω από αυτό.

Επειτα ήρθε ψάρι και pasta, δηλαδή καπόνι με χοντρό σπαγγέτο στο ζουμί του, με άνηθο, λεμόνι, μπούκοβο και εστραγκόν και ήταν ίσως η κορυφαία στιγμή του δείπνου. Συνοδευόταν από το Meursault που στάθηκε αποκαλυπτικά στο πλάι του και κάθε γουλιά έκανε πιο νόστιμη την μπουκιά μας. Στη συνέχεια, ένα ολόκληρο οσομπούκο με πατάτες και λαχανικά έφτασε για να συναντήσει το σπουδαίο Vosne-Romanée· ένα pinot noir με αργό ξεδίπλωμα, που δικαιωνόταν σε κάθε λεπτό που περνούσε στο ποτήρι. Το φινάλε ήρθε με ένα παγωτό γάλα και μαγειρεμένα ροδάκινα, καραμέλα με ρούμι και γλυκά μπαχαρικά, μια σύνθεση ανάμεσα σε κάτι παιδικό, σπιτικό όσο και σεφίστικο.

Ηδη έχουν πραγματοποιηθεί οκτώ τέτοιες βραδιές και το πρόγραμμα συνεχίζεται, θα ανακοινωθούν σύντομα από το εστιατόριο οι επόμενοι προσκεκλημένοι. Η τιμή για όλα τα παραπάνω ήταν 95 ευρώ το άτομο. Δεν είναι λίγα και δεν είναι κάθε μέρα, σίγουρα. Αλλά αν το σκεφτούμε αλλιώς: αν παραγγείλεις να πιεις ένα τέτοιο μπουκάλι κρασί, δύσκολα θα το βρεις σε τιμή χαμηλότερη από αυτή. Κι εδώ προσφέρεται μαζί με πιάτα υψηλής κουζίνας που ταιριάζουν γάντι.
Ενδιαφέρον όμως βρήκα και το εξής: αυτά τα θεματικά μενού φέρνουν στο τραπέζι σπουδαία κρασιά από όλο τον κόσμο, δοσμένα σε μια τιμή που κάνει την εμπειρία πιο προσιτή σε όσους θέλουν να επισκεφθούν για πρώτη φορά το εστιατόριο ή ακόμα και να το επισκέπτονται συχνότερα. Παράλληλα, είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για οινόφιλους, σομελιέ και ανθρώπους του κρασιού να δοκιμάσουν κτήματα από την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική έως τους θρυλικούς αμπελώνες του Παλαιού Κόσμου.
Οσο για τη λίστα κρασιών, είναι σχεδόν μια καθημερινή άσκηση ανανέωσης. Ο Καραμπουζούκης την αλλάζει κάθε 1-2 μέρες, τυπώνει νέες, θέλοντας να κρατάει πάντα ζωντανό τον παλμό. Πρώτη φορά τον είδα στη σάλα και μου μετέδωσε απίθανο κέφι, όπως και στους περισσότερους που σέρβιρε εκείνο το βράδυ. Περίπου 150 ετικέτες υπάρχουν, με το 70% να προέρχεται από τον ελληνικό αμπελώνα και το υπόλοιπο 30% να ανοίγει δρόμους σε διεθνή κτήματα και grand cru. Υπάρχουν ακόμα και παλιές σοδειές Μπορντώ, για όσους θέλουν να ξοδέψουν λίγα περισσότερα για το κρασί τους.
Ηταν μια ωραία έξοδος, ούτε εξεζητημένη ούτε τυποποιημένη, από αυτές που θέλει να προτείνει η στήλη για να περνάμε όλοι καλά. Κι εσείς καλύτερα.
Βρασίδα 11, Ιλίσια, Τ/2107232002
*Τα καταστήματα και τα προϊόντα που προτείνονται είναι επιλογές της δημοσιογράφου και δεν έχουν εμπορικό σκοπό.
