Η Μπαρτσελόνα καυχιέται (και καλά κάνει) ότι διαθέτει ένα καταπληκτικό φυτώριο όπως η Μασία, στο οποίο βεβαίως κατέφυγε εσχάτως περισσότερο λόγω ανάγκης, αφού το ταμείο είναι (πολύ) μείον στον καταλανικό σύλλογο. Στο παρελθόν είχε συνηθίσει να ξοδεύει αλόγιστα χρήματα, πολλές φορές μάλιστα για ποδοσφαιριστές που δεν (τα) άξιζαν.
Στο μεγάλο ντέρμπι της δεύτερης αγωνιστικής της League Phase του Champions League, το βράδυ της Τετάρτης (01/10), οι Μπλαουγκράνα αντιμετώπισαν την Παρί Σεν Ζερμέν, η οποία κατάφερε τον Μάιο να ξορκίσει την «κατάρα» της στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, στηριζόμενη ως επί το πλείστον σε μια ομάδα που χτίστηκε χάρη στα πετροδόλαρα από το Κατάρ.
Στην ενδεκάδα που παράταξε ο Χάνζι Φλικ, η Μασία είχε πέντε εκπροσώπους (Ερικ Γκαρθία, Πάου Κουμπαρσί, Ζεράρ Μαρτίν, Λαμίν Γιαμάλ, Ντάνι Ολμο), ενώ στη διάρκεια της αναμέτρησης μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο άλλοι τρεις (Αλεχάντρο Μπάλντε, Μαρκ Κασαδό, Μαρκ Μπερνάλ).
Απέναντι στα πιτσιρικά (και όχι μόνο) της Μασία, ο Λουίς Ενρίκε είχε τις σημαντικότατες απουσίες των Μαρκίνιος, Ζοάο Νέβες, Ουσμάν Ντεμπελέ, Κβίτσα Κβαρατσχέλια και Ντεζιρέ Ντουέ. Ολοι προέρχονται από άλλες ομάδες, με συνολικό κόστος που ξεπερνάει τα 200 εκατομμύρια ευρώ.
Εξαιτίας των απουσιών, αλλά και της δεδομένης αδυναμίας του στην προώθηση νέων παιδιών με ταλέντο, ο άλλοτε προπονητής και παίκτης της Μπάρτσα, ο οποίος μπολιάστηκε από αυτή τη λογική όταν ήταν μέλος της ομάδας, ξεκίνησε τρία παιδιά των ακαδημιών της Παρί στο Πουασί (Ουορέν Ζαΐρ – Εμερί, Ιμπραΐμ Μπαγιέ και Σενί Μαγιουλού), ενώ στο φινάλε έριξε στο ματς και τον Κεντέν Ντζαντού.
Παρά τις πολλές απουσίες της και το γεγονός ότι βρέθηκε πίσω στο σκορ, η Παρί έδειξε χαρακτήρα και κυριάρχησε κατά διαστήματα. Εφτασε στην ανατροπή λίγο πριν από το φινάλε, με γκολ του Γκονσάλο Ράμος, ο οποίος στοίχισε 90 εκατομμύρια ευρώ για να βγάλει τη φανέλα της Μπενφίκα και να φορέσει αυτή της γαλλικής ομάδας.
Το πολύτιμο γκολ της ισοφάρισης, όμως, έφερε τη σφραγίδα του Μαγιουλού, ο οποίος σε ηλικία 19 ετών και 137 ημερών έγινε ο δεύτερος νεαρότερος ποδοσφαιριστής που σκοράρει ως φιλοξενούμενος της Μπαρτσελόνα στην ιστορία του Champions League. Είναι πίσω μόνο από τον Δημήτρη Νικολάου, ο οποίος το 2017, με τη φανέλα του Ολυμπιακού και σε ηλικία 19 ετών και 66 ημερών, τα είχε καταφέρει στο (παλιό, πριν από την ανακατασκευή) «Καμπ Νόου».
Στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μοντζουίκ, ο Μαγιουλού επιβεβαίωσε τις πολύ καλές συστάσεις που τον ακολουθούν, αφού στον θρίαμβο της Παρί επί της Ιντερ στον τελικό του Μονάχου, είχε γίνει ο νεαρότερος που σκοράρει σε τελικό.
Από κοντά και ο δαιμόνιος Ιμπραΐμ Μπαγέ, ο οποίος σε ηλικία 17 ετών και 250 ημερών έγινε ο πρώτος νεαρότερος που αντιμετωπίζει ο Λαμίν Γιαμάλ (18 ετών και 80 ημερών) στα μέχρι τώρα παιχνίδια του παιδιού – θαύματος της Μπάρτσα στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση.
Ο Λουίς Ενρίκε κατάφερε, χωρίς σούπερ σταρ τύπου Κιλιάν Μπαπέ, Νεϊμάρ ή Λιονέλ Μέσι, να φτιάξει ένα σύνολο που αποδίδει καταπληκτικό ποδόσφαιρο και, ταυτόχρονα, φροντίζει για το μέλλον του συλλόγου, πάντα σε συνεργασία με τον αθλητικό σύμβουλο Λουίς Κάμπος, τον πρόεδρο Νασέρ αλ Κελαϊφί και, πρωτίστως, τον επικεφαλής των τμημάτων υποδομής, παλαίμαχο σπουδαίο ποδοσφαιριστή Γιοάν Καμπάιγ.
Παρασυρόμενη από τη μανία να (προσπαθεί να) αγοράζει ό,τι καλύτερο διέθετε η αγορά, η Παρί άφησε να φύγουν σπουδαία ταλέντα που πέρασαν από το φυτώριό της, όπως ο Κρίστοφερ Ενκουνκού, ο Τσάβι Σίμονς, ο Αντριέν Ραμπιό, ο Μούσα Ντιαμπί, ο Μπουμπακαρί Σουμαρέ και, βεβαίως, ο Κίνγκσλεϊ Κομάν. Ο Κομάν το 2020 ως παίκτης της Μπάγερν Μονάχου της στέρησε το Champions League, στον τελικό που διεξήχθη στη «φούσκα» του «Ντα Λουζ» της Λισαβόνας, εν μέσω πανδημίας του κορωνοϊού.
Αυτό, εκτός απροόπτου, δεν πρόκειται να επαναληφθεί στο μέλλον. Ο σύλλογος επένδυσε 300 εκατομμύρια ευρώ για να φτιάξει τις κατάλληλες εγκαταστάσεις για τα νεαρά ταλέντα και, με σημείο αναφοράς τη Μασία, ο Λουίς Ενρίκε φροντίζει να δίνει ευκαιρίες σε πιτσιρικάδες, αφού πρώτα βεβαίως έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα.
Το δίκτυο σκάουτ έχει επεκταθεί σημαντικά, εστιάζοντας σε πλούσιες σε ταλέντο περιοχές όπως η Ισπανία ή η Ιταλία. Πριν από λίγους μήνες η ομάδα παράταξε τη νεαρότερη ενδεκάδα της ever με τέσσερις παίκτες γεννημένους το 2006 ή αργότερα σε μια (ανώδυνη) ήττα από τη Στρασμπούρ στο πρωτάθλημα. Ο σύλλογος εξετάζει περιπτώσεις ομάδων που θα μπορούν να λειτουργήσουν ως «φυτώρια», προκειμένου οι παίκτες να περνούν από αυτή πριν κάνουν το άλμα για την πρώτη ομάδα.
Η τωρινή Παρί έχει λαμπρό παρόν με ένα ρόστερ με μόλις έναν 30+, τον αρχηγό Μαρκίνιος (31), δύο παίκτες που φλερτάρουν με τα πρώτα -άντα, τους Λουκάς Ερναντές και Φαμπιάν Ρουίθ (29 ετών έκαστος), αλλά και ένα λαμπρό μέλλον, με τους προαναφερθέντες πιτσιρικάδες.
Εκεί όπου απέτυχαν (ή τέλος πάντων δεν πέτυχαν στον απόλυτο βαθμό) προπονητές όπως ο Κάρλο Αντσελότι, ο Ουνάι Εμερι, ο Τόμας Τούχελ ή ο Μαουρίσιο Ποτσετίνο, θριαμβεύει ο Λουίς Ενρίκε, με σημείο αναφοράς την μπάλα, την ομαδικότητα, το ταλέντο και, βεβαίως, τα νιάτα.
Τόσο αυτά που οδήγησαν την Παρί έως την κορυφή της Ευρώπης όσο και αυτά που, όπως αποδείχθηκε το βράδυ της Τρίτης στη Βαρκελώνη, είναι σε θέση να την οδηγήσουν σε ανάλογες επιτυχίες στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
