Ιδιαίτερη ποδοσφαιρικά η Βέρνη και το γήπεδο «Wankdorf», διαχρονικό σπίτι της Γιουνγκ Μπόις. Στις 4 Ιουλίου του 1954, η Δυτική Γερμανία σόκαρε τον ποδοσφαιρικό πλανήτη, όταν στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου νίκησε με 3-2 μετά από ανατροπή την πανίσχυρη Ουγγαρία των Πούσκας, Χιντεγκούτσι, Κότσιτς και Τσίμπορ, σε ένα κατόρθωμα που έμεινε στην ιστορία ως «το θαύμα της Βέρνης».
Επτά χρόνια αργότερα, στις 31 Μαΐου του 1961 η Μπαρτσελόνα, κατά σύμπτωση (;) με Τσίμπορ και Κότσιτς στη σύνθεσή της, βρήκε τέσσερις φορές τα (ξύλινα) δοκάρια των εστιών και η Μπενφίκα του Εουσέμπιο κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, σε έναν τελικό που έμεινε στην ιστορία, για τους Καταλανούς βεβαίως, ως «η κατάρα της Βέρνης».
Το εμφατικό «διπλό» του Παναθηναϊκού στο συγκεκριμένο γήπεδο, το οποίο έκτοτε έχει υποστεί πολλές ανακαινίσεις και πλέον διαθέτει συνθετικό χλοοτάπητα, δεν είναι ούτε θαύμα ούτε κατάρα.
Μοιάζει, όμως, με έκρηξη, τόσο για τους «πράσινους», μετά από ένα δύσκολο ξεκίνημα στη σεζόν, όσο και για τον Ανάς Ζαρουρί, ο οποίος έγινε μόλις ο πέμπτος παίκτης στην ιστορία του «τριφυλλιού» με χατ-τρικ σε ευρωπαϊκό παιχνίδι.
Ο θρυλικός Αντώνης Αντωνιάδης σε νίκη με 5-0 κόντρα στη Ζενές Ες από το Λουξεμβούργο στον δρόμο προς το «Γουέμπλεϊ» έκανε την αρχή το 1971, αλλά με τέσσερα γκολ και όχι τρία.
Το 1992 ο σπουδαίος Κριστόφ Βαζέχα έγινε ο δεύτερος σε εκτός έδρας νίκη με 6-0 επί της ρουμανικής Ελεκτροπούτερε, με τον Πολωνό γκολτζή να κάνει «ριπίτ» δύο χρόνια αργότερα σε νίκη 6-1 επί της βουλγαρικής Πίριν στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Το 2007 ήρθε η σειρά του Δημήτρη Παπαδόπουλου σε νίκη 3-0 επί της σλοβακικής Αρτμέντια στο ΟΑΚΑ και το πάνθεον συμπληρώνει ο Μάρκους Μπεργκ σε νίκη 4-1 επί της δανικής Μίντιλαντ τον Αύγουστο του 2014 στην Αθήνα.
«Είναι το πρώτο χατ-τρικ, αλλά δεν θα είναι το τελευταίο», υποσχέθηκε ο 25χρονος Μαροκινός, ο οποίος είχε μείνει μέχρι τώρα στα… ρηχά, αλλά τώρα δείχνει έτοιμος να ανεβάσει κατακόρυφα την απόδοσή του και, με τις εμφανίσεις του με το τριφύλλι στο στήθος ως δανεικός από τη Λανς, να πείσει τον ομοσπονδιακό προπονητή Ουαλίντ Ρεγκραγκί να τον συμπεριλάβει στην αποστολή των Λιονταριών του Ατλαντα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του επόμενου καλοκαιριού.
Παρότι έπαιξε σε όλες τις μικρές εθνικές ομάδες του Βελγίου, αφού έχει γεννηθεί στο Μέχελεν από Μαροκινούς μετανάστες, επέλεξε να αγωνιστεί με την εθνική ομάδα των Ανδρών του Μαρόκου γιατί, όπως είπε, «αυτή την επιλογή την κάνεις πρωτίστως με την καρδιά σου».
Πριν από τέσσερα χρόνια, στο Κατάρ, ο τραυματισμός του Αμίν Χαρίτ στο γόνατο λίγες μέρες πριν από τη σέντρα τού άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του μουντιαλικού ονείρου. Επαιξε μόλις 26 λεπτά σε όλη τη διοργάνωση, αλλά το έκανε στον μικρό τελικό με την Κροατία, όπου το Μαρόκο πήρε εντέλει την τέταρτη θέση, την καλύτερη που έχει πάρει ποτέ αφρικανική ομάδα στην κορυφαία διοργάνωση σε εθνικό επίπεδο στον πλανήτη.
Εκείνος και οι συμπαίκτες του έτυχαν αποθεωτικής υποδοχής κατά την επιστροφή τους στην πρωτεύουσα Ραμπάτ και ο Ανάς, ύστερα από εμπειρίες σε Βέλγιο (Λόμελ, Σαρλερουά), Αγγλία (Μπέρνλι, Χαλ) και Γαλλία (Λανς), και φιλοδοξεί μέσω της Ελλάδας να βρεθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού σε λίγους μήνες.
Στη Λόμελ, ο προπονητής Λίαμ Μάνινγκ έβαζε τους ποδοσφαιριστές του να παρουσιάζουν, με τη βοήθεια του ψυχολόγου του συλλόγου, την πορεία τους μέχρι να βρεθούν στη βελγική ομάδα, με φωτογραφίες από την παιδική τους ηλικία.
«Είχαμε τόσες διαφορετικές κουλτούρες, 16 διαφορετικές εθνικότητες, και ήταν πολύ καλό γιατί έτσι όλοι καταλάβαιναν πού και πώς οι συμπαίκτες τους μεγάλωσαν και πόσο διαφορετικά είναι για τον καθένα και πώς διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η εξέλιξη ενός ανθρώπου» εξηγεί ο Μάνινγκ γι’ αυτή την ιδιαίτερη πρωτοβουλία του, η οποία κατέδειξε τη διαφορετικότητα της πορείας του Ζαρουρί μέχρι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Ο νέος ήρωας των «πρασίνων», βλέπετε, δεν έπαιξε σε αγώνα έντεκα εναντίον έντεκα μέχρι τα 16 του χρόνια! Στα πέντε του και σε μια ερασιτεχνική ομάδα της πόλης του κατέπληξε τους πάντες όταν σημείωσε 21 γκολ (!) σε ένα παιχνίδι, εκ των οποίων το ένα παίρνοντας την μπάλα από τη δική του περιοχή για να ντριμπλάρει, επί της ουσίας, όλη την αντίπαλη ομάδα.
«Δουλέψαμε μαζί για έξι χρόνια, με είκοσι ώρες προπόνησης την εβδομάδα, περίπου 6.000 ώρες συνολικά. Δεν πίστευαν πολλοί στον Ανάς, ο οποίος όμως ήταν ξεχωριστός» εξηγεί για ένα από τα «παιδιά» του, όπως το χαρακτηρίζει, ο Τόμας Κάερς, πρώην βοηθός τεχνικού διευθυντή της ακαδημίας του Ζαν Μαρκ Γκιγιού (JMG).
Μια ιδιαίτερη ακαδημία ταλέντων, αφού οι ποδοσφαιριστές που φιλοξενεί από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη (έχει βγάλει, μεταξύ άλλων, Γιάγια Τουρέ και Σάλομον Καλού) προπονούνται σκληρά στα βασικά του αθλήματος και στη βελτίωση της τεχνικής, αλλά δεν δίνουν αγώνες, εξ ου και το γεγονός ότι ο Ανάς δεν είχε δώσει ματς μέχρι τα 16 του.
Το έκανε, μάλιστα, με γυμνά πόδια, αφού έτσι προπονούνται οι παίκτες στην ακαδημία JMG, με μοναδική παραχώρηση να φορούν κάλτσες τον χειμώνα. Και, εφόσον ξεπεράσουν με επιτυχία κάθε επίπεδο μιας πολύ δύσκολης δοκιμασίας, τότε μόνο μπορούν να φορέσουν ποδοσφαιρικά παπούτσια.
«Είδαμε το φυσικό του ταλέντο. Το είχε στο DNA του, το άγγιγμα της μπάλας, η ευφυΐα του, η κατανόηση του παιχνιδιού. Είναι ένας παίκτης ομάδας» προσθέτει για τον Ζαρουρί, ο οποίος σε ηλικία οκτώ ετών εντυπωσιάστηκε βλέποντας από κοντά το Μαρόκο να νικάει 4-1 το Βέλγιο σε φιλικό στις Βρυξέλλες.
Από τότε ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής και χάζευε με τις ώρες βίντεο του Ροναλντίνιο στο YouTube. Και, όταν το 2013 ο Κάερς αποχώρησε από την JMG για να πάει ως διευθυντής ακαδημιών στη Ζούλτε Βάρεγκεμ, ο Ζαρουρί σχεδόν τον ικέτεψε να τον πάρει μαζί του, αφού δεν απολάμβανε πλέον την εμπειρία της ακαδημίας.
Από μικρός είχε ικανότητα και με τα δύο πόδια, διέθετε εξαιρετική επιτάχυνση και, με τα γκολ και τις ασίστ του, τράβηξε την προσοχή του τότε προπονητή της Αντερλεχτ (και νυν της Μπάγερν Μονάχου) Βενσάν Κομπανί, ο οποίος τον πήρε στη συνέχεια στην Μπέρνλι, όπου η σκληραγώγηση ήταν απότομη, αφού στις μικρές κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου… δεν αστειεύονται.
Ούτε ο ίδιος, όμως, αφού με τις ενέργειές του έγινε ο αγαπημένος της εξέδρας, πήρε πολύτιμες εμπειρίες και, κάθε χρόνο που περνάει, ωριμάζει όλο και περισσότερο, δείχνοντας ότι με εμφανίσεις όπως αυτή στη Βέρνη μπορεί να ηγηθεί του Παναθηναϊκού.
Πιτσιρικάς δεν έδινε την μπάλα στους συμπαίκτες του και έκλαιγε αν δεν ντρίμπλαρε τους πάντες για να σκοράρει στη συνέχεια. Πλέον έχει προσθέσει πολλά όπλα στη «φαρέτρα» του, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι «στο γήπεδο θέλω να νιώθω ελεύθερος». Και αυτό ακριβώς έκανε στο γήπεδο όπου τα παλιά τα χρόνια γίνονταν θαύματα και δημιουργούνταν κατάρες…
