Βαρύ φορτίο για έναν ποδοσφαιριστή να κουβαλάει την ταμπέλα «ακριβότερη μεταγραφή» μαζί με μετακίνηση στη διάρκεια της καριέρας του. Ο Νεϊμάρ δεν ανταποκρίθηκε ποτέ απόλυτα στον τίτλο της ακριβότερης μεταγραφής όλων των εποχών, όταν το καλοκαίρι του 2017 η Παρί Σεν Ζερμέν έδωσε 222 εκατ. ευρώ για να καλύψει τη ρήτρα αποδέσμευσης στο συμβόλαιο του Βραζιλιάνου στην Μπαρτσελόνα.
Ο Κιλιάν Εμπαπέ τα πήγε πολύ καλύτερα ως δεύτερη ακριβότερη (180 εκατ. ευρώ) από τη Μονακό επίσης στην Παρί, από την οποία έφυγε ως πρώτος σκόρερ στην ιστορία της, παρότι δεν κατέκτησε ποτέ μαζί της το πολυπόθητο (και γι’ αυτόν) Champions League.
Ο θριαμβευτής της «Χρυσής Μπάλας», Ουσμάν Ντεμπελέ, ήταν ανέτοιμος (και) ηλικιακά για να ανταποκριθεί στον ρόλο του «αντι-Νεϊμάρ», τον οποίο κλήθηκε να παίξει στην Μπάρτσα, όταν αυτή έδωσε 148 εκατ. ευρώ στην Μπορούσια Ντόρτμουντ, κάνοντάς τον την τρίτη πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία.
Στην πρώτη all time δεκάδα προστέθηκαν αυτό το καλοκαίρι Αλεξάντερ Ισακ και Φλόριαν Βιρτς, συμπαίκτες πλέον στη Λίβερπουλ, για τους οποίους οι «κόκκινοι» έδωσαν συνολικά 270 εκατ. ευρώ (145 και 125 αντίστοιχα) σε Νιουκάστλ και Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ακόμα, βεβαίως, είναι πολύ νωρίς για να κριθούν.
Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για την ακριβότερη και πιο αποτυχημένη μεταγραφή Βραζιλιάνου στην ιστορία της Μπαρτσελόνα και, προς το παρόν τουλάχιστον, πέμπτη ακριβότερη μεταγραφή όλων των εποχών.
Ο Φιλίπε Κοουτίνιο δεν δικαιολόγησε ποτέ τα 135 εκατ. ευρώ που πήρε η Λίβερπουλ για την παραχώρησή του, αφού δεν ταίριαζε αγωνιστικά σε εκείνη την Μπάρτσα και, μάλιστα, ως δανεικός από τους «μπλαουγκράνα», σκόραρε δύο φορές εις βάρος τους, στην πιο ταπεινωτική ήττα της ιστορίας του, το 8-2 από την Μπάγερν Μονάχου στον μονό προημιτελικό του Champions League το 2020, στη «φούσκα» της Λισαβόνας επί πανδημίας κορωνοϊού.
Δεν είναι, βεβαίως, ο μοναδικός Βραζιλιάνος που στοίχισε πολλά και δεν… ακούμπησε στη Βαρκελώνη, παρότι η καταλανική πρωτεύουσα έχει απολαύσει κατά καιρούς ποδοσφαιριστές από τη συγκεκριμένη χώρα που έγραψαν τη δική τους ιστορία με την κυανέρυθρη φανέλα.
Ο Εβαρίστο έγινε ο πρώτος παίκτης που απέκλεισε (ως μέλος της Μπαρτσελόνα) τη Ρεάλ Μαδρίτης των πέντε διαδοχικών Κυπέλλων Πρωταθλητριών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Ρομάριο υποσχέθηκε ότι θα πετύχει τριάντα γκολ στο πρωτάθλημα και τα κατάφερε, ο Ρονάλντο έκανε την καλύτερη και πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του όντας κάτοικος «Καμπ Νόου» και ο Ριβάλντο πήρε τη «Χρυσή Μπάλα» χάρη στις επιδόσεις του με την Μπάρτσα.
Κάτι ανάλογο, βεβαίως, πέτυχε και ο Ροναλντίνιο, ο οποίος με το χαμόγελο και, κυρίως, τις απίθανες ενέργειές του, άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου και έβαλε τις βάσεις για την κυριαρχία της ομάδας με «αρχιτέκτονα» τον Πεπ Γκουαρδιόλα και «πρώτο βιολί» τον Λιονέλ Μέσι.
Στη σκιά αυτών των θρύλων από τη χώρα της σάμπα, ο Κοουτίνιο είναι το πρώτο όνομα στη «μαύρη λίστα» που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις τύπου Φάμπιο Ρόσενμπακ, Ζεοβάνι (όχι Ζιοβάνι, μην υπάρξει μπέρδεμα λόγω ονόματος), Κέιρισον και, βεβαίως, Βίτορ Ρόκε.
Ταλέντα που στοίχισαν πολλά χρήματα και στην Μπάρτσα ήλπιζαν ότι θα εξελιχθούν σε παίκτες πρώτης γραμμής, όπως συνέβη για παράδειγμα στη Ρεάλ Μαδρίτης με Βινίσιους Ζούνιορ και Ροντρίγκο.
Η ελπίδα, όμως, έμεινε τέτοια, εκατοντάδες εκατ. ευρώ πήγαν στα… σκουπίδια και οι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές έψαξαν αλλού την τύχη τους. Κάποιοι χωρίς επιτυχία, άλλοι με πολύ μεγάλες προοπτικές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Βίτορ Ρόκε.
Οταν ο βραχύσωμος επιθετικός έκανε το «μπαμ» με την Ατλέτικο Παραναένσε όντας ακόμα ανήλικος, η Μπάρτσα συμφώνησε με τον σύλλογό του στα τριάντα εκατ. ευρώ, τα οποία δεν δικαιολόγησε ποτέ, είτε επειδή ήταν νεαρός και άγουρος είτε επειδή δεν του έδωσαν τις ευκαιρίες που θεωρούσε ότι άξιζε.
Μετά από μόλις εννέα γκολ (και δύο ασίστ) σε 49 συμμετοχές συνολικά με Μπαρτσελόνα και Μπέτις στην οποία δόθηκε δανεικός, έπειτα από μόλις μιάμιση σεζόν, ο καταλανικός σύλλογος κατάφερε να τον… ξεφορτωθεί (δυστυχώς, αυτή η λέξη ταιριάζει), αλλά με το αζημίωτο. Η Παλμέιρας συμφώνησε να δώσει 25,5 εκατ. ευρώ, κάνοντας τον 20χρονο ποδοσφαιριστή την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος και, κατ’ επέκταση, ολόκληρης της Νοτίου Αμερικής.
Στη γενέτειρά του και παρότι κουβαλάει μια βαριά ταμπέλα, ο Βίτορ Ρόκε αναγεννήθηκε. Σε 41 συμμετοχές με την ομάδα του άλλοτε προπονητή του ΠΑΟΚ, Αμπέλ Φερέιρα, μετράει δώδεκα γκολ και τέσσερις ασίστ, έχοντας σκοράρει και στους δύο νικηφόρους προημιτελικούς του Copa Libertadores κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ, κάνοντας όνειρα για τον πρώτο μεγάλο τίτλο της καριέρας του.
«Είχα ζητήσει από τον Θεό ένα γκολ, αλλά με ευλόγησε με τρία», είπε για το πρώτο του χατ-τρικ με τη Βερντάο, πριν από λίγες ημέρες κόντρα στην Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε, αφήνοντας οριστικά (;) πίσω του μια «μαύρη» περίοδο στην καριέρα του, αφού ούτε και στην Παλμέιρας είχε καλό ξεκίνημα.
«Μοιάζει σαν να παίζει με 50 κιλά βάρος επάνω του. Πρέπει να αποδεχθεί ότι είναι σε μια άσχημη φάση», έλεγε ο Φερέιρα για να δικαιολογήσει τον (νεαρό ακόμα) ποδοσφαιριστή, ο οποίος στην Ευρώπη προσγειώθηκε ανώμαλα και απότομα, όπως εξηγούν πρώην συμπαίκτες του.
«Σε μια προπόνηση έκανε πολλά ανόητα λάθη. Οταν τελείωσε το πρώτο μέρος της προπόνησης, ξέσπασε σε κλάματα. Ο Βίτορ δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει. Ο Χάνζι (σ.σ.: Φλικ, προπονητής της Μπαρτσελόνα) μου είπε να τον ρωτήσω αν ήθελε να φύγει και ο Βίτορ απάντησε καταφατικά», αποκαλύπτει ο Ραφίνια για τις δύσκολες στιγμές του συμπατριώτη του στην Μπάρτσα.
Η ζωή μακριά από την οικογένειά του, αλλά και τα προβλήματα που προέκυψαν στον (αναμφίβολα πρόωρο) γάμο του με την Influencer Νταγιάνα Λινς, με την οποία βρίσκεται σε διαδικασία διαζυγίου, δεν βοήθησαν την ψυχολογία του «τίγρη», όπως είναι το παρατσούκλι του επειδή πανηγυρίζει μιμούμενος το συγκεκριμένο, άγριο ζώο.
Αφού βαρέθηκε να είναι… γατάκι, φαίνεται ότι επιτέλους βγάζει στο γήπεδο τον πραγματικό του εαυτό. «Ετσι είναι το ποδόσφαιρο. Αν δεν σκοράρεις, είσαι ο χειρότερος παίκτης στον κόσμο», λέει για τη σκληρή κριτική που δέχθηκε, η οποία την πλήγωσε, αλλά ταυτόχρονα τον έκανε πιο δυνατό και τον πείσμωσε.
Το καλοκαίρι, η Βραζιλία με τον Κάρλο Αντσελότι στην άκρη του πάγκου φιλοδοξεί να διεκδικήσει το έκτο αστέρι στο Παγκόσμιο Κύπελλο και πρώτο μετά από 24 ολόκληρα χρόνια. Πριν, δηλαδή, γεννηθεί καν ο Βίτορ Ρόκε.
Παρότι δεν είναι σταθερός στις κλήσεις της Σελεσάο, φιλοδοξεί να πείσει τον Ιταλό ομοσπονδιακό προπονητή να τον συμπεριλάβει στη λίστα, με όπλο τα γκολ του και την πεποίθηση που έμοιαζε να χάνεται κάπου στον Ατλαντικό και στο ταξίδι από τη Βραζιλία στην Ευρώπη.
Στο πλευρό του η μητέρα του Ερσίλια Ρόκε, στην οποία αφιέρωσε το τελευταίο του γκολ, φορώντας ένα περιβραχιόνιο στον αριστερό καρπό που έγραφε «Μαμά σε αγαπώ». Αυτή η αφιέρωση, μάλιστα, έγινε λίγες ημέρες μετά τη διαρροή ηχητικών συνομιλιών στις οποίες ο ποδοσφαιριστής είχε μια έντονη συζήτηση με τη μητέρα του και την αποκαλούσε «αλήτισσα» και «ιδιοτελή»!
Προφανώς αυτή η διαμάχη ανήκει στο παρελθόν, αφού ο Βίτορ Ρόκε κάνει μια νέα αρχή σε οτιδήποτε αφορά τη ζωή του, η οποία έχει ως επίκεντρο τον Θεό, την οικογένεια και, βεβαίως, το ποδόσφαιρο.
Εξωτερική φωτογραφία: REUTERS/Thiago Bernardes
