Μέσα στον γενικό χαμό, προχτές πέρασε απαρατήρητο κάτι ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό. Αφενός, η προχτεσινή ημερομηνία, 16 Σεπτεμβρίου 2025, ήταν μια πυθαγόρεια τριάδα (16/9/25, δηλαδή 42 /32 /52 που στη συγκεκριμένη περίπτωση επίσης κάνει 32 + 42 = 52 ). Αλλά, κυρίως, και για έναν άλλον σημαντικό λόγο: χτες ήταν η Διεθνής Ημέρα για τη Διατήρηση του Στρώματος του Οζοντος. Μια κάπως αδέξια ονοματισμένη και άδικα παραγνωρισμένη γιορτή. Γιατί είναι γιορτή. Είναι επέτειος μιας από τις μεγαλύτερες νίκες της ανθρωπότητας στην ιστορία της.
Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα με την αντιμετώπιση μεγάλων, παγκόσμιας κλίμακας θεμάτων στον κόσμο μας, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής; Μα, το ότι δεν υπάρχουν αποτελεσματικοί οργανισμοί με αρμοδιότητες και ισχύ που να μπορούν να επιβάλλουν λύσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Αν ξαφνικά έρθουν εξωγήινοι εισβολείς, η κάθε χώρα ξεχωριστά θα κάνει ό,τι αποφασίσει μόνη της για να τους αντιμετωπίσει. Αλλα θα κάνουν οι Κινέζοι, άλλα οι Ινδοί, άλλα οι Αμερικανοί. Οπως έλεγε κι ο Κίσινγκερ για την Ευρώπη, δεν υπάρχει κανένας να «σηκώσει το τηλέφωνο», για να απαντήσει για λογαριασμό ολόκληρου του είδους μας. Αυτό, από φιλοσοφικής αλλά και από πολιτικής άποψης, είναι πρόβλημα επειδή μπορεί μεν χιλιετίες τώρα να έχουμε χωριστεί σε ομάδες και φράξιες και να μισιούμαστε και να τσακωνόμαστε για τα πάντα, αλλά έχουμε και κοινά προβλήματα, που μόνο όλοι μαζί -κυριολεκτικά- μπορούμε να τα λύσουμε. Και γι’ αυτό, κατακερματισμένοι και διαρκώς τσακωμένοι, απλώς δεν μπορούμε να τα λύσουμε. Σωστά;
Λάθος.
Πριν από 38 χρόνια, για πρώτη φορά στην ιστορία της η ανθρωπότητα αντιμετώπισε ένα πρόβλημα. Ολοι μαζί! Ολες οι χώρες του κόσμου – όλες οι χώρες του κόσμου συνεργάστηκαν για να έναν κοινό σκοπό: να κλείσουμε «την τρύπα του όζοντος». Και τα καταφέραμε.
Τη θυμάστε «την τρύπα του όζοντος»; Οι παλαιότερες και οι παλαιότεροι, ασφαλώς, τη θυμούνται. Ηταν ο μεγάλος μπαμπούλας της δεκαετίας του 1980, ένα γιγάντιο περιβαλλοντικό φόβητρο που κράδαιναν επιστήμονες και δημοσιογράφοι από πάνω μας, ένας αόρατος κίνδυνος από τα ουράνια, που ανάγκασε τις μανούλες να αρχίσουν να παστώνουν τα παιδάκια τους με αντιηλιακό, γιατί ξαφνικά ο ήλιος έγινε πιο άγριος.
Βεβαίως, δεν υπήρχε καμία «τρύπα» στον ουρανό. Αυτό που συνέβη ήταν ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του ’80 μερικοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η συγκέντρωση του όζοντος στη στρατόσφαιρα άρχισε να μειώνεται, και κυρίως την άνοιξη, και ιδιαίτερα στην Ανταρκτική. Αυτό είναι πρόβλημα, επειδή το όζον (ένα πολύ ιδιαίτερο αέριο μόριο με τρία άτομα οξυγόνου) έχει ένα χρήσιμο για εμάς χαρακτηριστικό: απορροφά αποτελεσματικά τις πιο επικίνδυνες μορφές της υπεριώδους ακτινοβολίας που μας έρχεται από τον ήλιο, αυτές που προκαλούν εγκαύματα και καρκίνους του δέρματος στους ανθρώπους, αλλά προκαλούν ζημιές και σε άλλες μορφές ζωής στην επιφάνεια. Γι’ αυτό ξαφνικά εκεί στις αρχές τις δεκαετίες του ’80 οι άνθρωποι άρχισαν να παθαίνουν πιο συχνά εγκαύματα από την έκθεση στον ήλιο από ό,τι παλαιότερα. Οι επιστήμονες, επίσης, διαπίστωσαν και κάτι άλλο: ότι η αιτία για την ξαφνική και απότομη μείωση του όζοντος στη στρατόσφαιρα ήταν ανθρωπογενής. Εμείς φταίγαμε. Συγκεκριμένα, μια κατηγορία εξαιρετικά χρήσιμων και ευέλικτων χημικών αέριων ουσιών που χρησιμοποιούνταν σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους για την παραγωγή πολλών προϊόντων (από αφρούς ξυρίσματος μέχρι ψυγεία), οι χλωροφθοράνθρακες (CFCs). Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους, που τους έκανε πολύτιμους για τη βιομηχανία, ήταν ότι δεν είναι εύφλεκτοι και δεν αντιδρούν εύκολα με άλλες ενώσεις. Αλλά αυτό σήμαινε ότι όταν ξέφευγαν στην ατμόσφαιρα, δεν υπήρχε τίποτε να τις σταματήσει. Μέχρι να φτάσουν στη στρατόσφαιρα, βεβαίως, όπου η υπεριώδης ακτινοβολία τις διέλυε και όπου, μετά, το απελευθερωμένο χλώριο διέλυε τα μόρια του όζοντος. Τα CFCs που έφτιαχνε η βιομηχανία στην επιφάνεια κατέστρεφαν το όζον στη στρατόσφαιρα. Κι αυτό ήταν ένα πολύ σοβαρό, πολύ μεγάλο, παγκόσμιο πρόβλημα.
Οι ειδικοί επιστήμονες της εποχής -ένας εκ των οποίων ήταν και ο σημερινός γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών Χρήστος Ζερεφός-, έκαναν αυτό που κάνουν πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις: δημοσίευαν τα επιστημονικά τους ευρήματα, εξηγούσαν το πρόβλημα σε όποιους τους ρωτούσαν και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου με όποια μέσα είχαν διαθέσιμα. Οι δημοσιογράφοι, με τη σειρά τους, έπαιρναν αυτά τα επιστημονικά ευρήματα και τα απλοποιούσαν, σχεδόν μέχρι εξοντώσεως. Η εικόνα μιας «τρύπας του όζοντος» ήταν επιστημονικά λάθος και εννοιολογικά ανούσια, βεβαίως, αλλά είχε μεγάλο αποτέλεσμα. Ηταν μια απλή, ξεκάθαρη εικόνα που αποτύπωνε το πρόβλημα γλαφυρά στον δημόσιο λόγο. Βεβαίως, υπήρχαν κι άλλοι δρώντες σε εκείνη τη συγκυρία. Οι βιομηχανίες πλαστικών έκαναν λόμπινγκ για να υπαβαθμίσουν το πρόβλημα, για να αμφισβητήσουν τα επιστημονικά ευρήματα και για να καθυστερήσουν μέτρα ή περιορισμούς από τις κυβερνήσεις, ώστε να πουλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα CFCs γίνεται, χωρίς να τους εμποδίσει κανείς. Οπως έκαναν και οι πετρελαιοβιομηχανίες αμέσως μετά, όπως είχαν κάνει οι καπνοβιομηχανίες λίγο καιρό πριν. Συνηθισμένα πράγματα. Αυτό που δεν ήταν συνηθισμένο, όμως, ήταν αυτό που έκανε ο πολιτικός κόσμος «του πλανήτη». Μολονότι σε διάφορες χώρες υπήρχαν και ψεκασμένοι και πληρωμένοι από τις βιομηχανίες πολιτικοί, ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια στο επίπεδο του ΟΗΕ για να ετοιμαστεί μια διεθνής συμφωνία για το θέμα, που θα ρύθμιζε τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης των CFCs από όλα τα κράτη που θα την υπέγραφαν. Ηταν μια προσπάθεια τιτάνια. Την έσπρωξαν περισσότερο μεμονωμένοι εκπρόσωποι κάποιων χωρών, που σήκωσαν πάνω τους όλες τις διαπραγματεύσεις, δούλεψαν με τους εκπροσώπους των κρατών, με τους επιστήμονες και με τις ΜΚΟ, και έπεισαν, τελικά, 46 κράτη-μέλη του ΟΗΕ να υπογράψουν στις 16 Σεπτεμβρίου του 1987 το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, την πρώτη παγκόσμια συμφωνία για την αντιμετώπιση μιας περιβαλλοντικής κρίσης. Τα μέλη δεσμεύονταν να ακολουθήσουν μια σταθερή και συγκεκριμένη πορεία μείωσης των εκπομπών CFCs, και μάλιστα δέχτηκαν η τήρηση αυτών των δεσμεύσεων να είναι υποχρεωτική για όλους, με ποινές για όσα κράτη δεν την τηρούσαν. Και μετά από αυτή την αρχική συμφωνία, έγινε κάτι εκπληκτικό.
Κι άλλες χώρες έσπευσαν να υπογράψουν τη συμφωνία. Οχι «πολλές» χώρες. Ολες οι χώρες. Κι όχι μόνο «όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ». Ολες οι χώρες του κόσμου, ακόμα και κράτη που δεν είναι μέλη του ΟΗΕ, όπως η Παλαιστίνη και το Βατικανό. Είναι η μόνη παγκόσμια συμφωνία που έχει υπογραφεί από όλες τις χώρες του κόσμου. Και είναι η πιο επιτυχημένη παγκόσμια συμφωνία όλων των εποχών επειδή, τελικά, πέτυχε. Ο στόχος επετεύχθη. Αυτό που ήθελε να καταφέρει το κατάφερε. Οι εκπομπές των CFCs μειώθηκαν πολύ γρήγορα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η σύσταση του όζοντος στη στρατόσφαιρα αρχικά σταμάτησε να μειώνεται, μέσα στη δεκαετία του 1990 κιόλας σταθεροποιήθηκε, και ύστερα, σταδιακά, άρχισε να αυξάνεται πάλι. Η «τρύπα» του όζοντος άρχισε να κλείνει. Οι αρχικές εκτιμήσεις έλεγαν ότι η σύστασή της θα επανέλθει στα «κανονικά» προ του 1980 επίπεδα μέχρι το 2075 – αλλά τώρα φαίνεται ότι αυτό θα επιτευχθεί πολύ νωρίτερα, μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
Ηταν (είναι) ένας θρίαμβος.
Προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή είναι πολύ πιο σύνθετα και δύσκολα, βεβαίως. Δεν αρκεί να καταργηθεί ένα χημικό (που, στην περίπτωση των CFCs, μπορούσε να αντικατασταθεί από τότε από άλλα, με μικρό κόστος) για να λυθεί. Αλλά το παράδειγμα της «τρύπας του όζοντος» μας υπενθυμίζει ότι, τελικά, δεν είναι εντελώς αδύνατον. Δεν είναι ότι το είδος μας έχει μια θεμελιώδη ανικανότητα να συνεργαστεί σε μεγάλη κλίμακα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν βρεθούν οι σωστοί άνθρωποι, αν κινητοποιηθούν οι σωστές δυνάμεις, αν αντιμετωπιστούν τα συμφέροντα και οι πιέσεις, αν οι πολιτικές δυνάμεις λειτουργήσουν με υπευθυνότητα, οι δομές υπάρχουν. Ο θρίαμβος της Συμφωνίας του Μόντρεαλ δεν χρησιμεύει μόνο ως πηγή έμπνευσης κι ελπίδας. Είναι και υπόδειγμα. Μπούσουλας. Γι’ αυτό αξίζει να το θυμόμαστε και να το μνημονεύουμε, έστω κάθε 16 του Σεπτέμβρη.
