Το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας δεν έφερνε ευχάριστες αναμνήσεις στον Ντράζεν Πέτροβιτς. Λιγότερο από δύο χρόνια πριν, άλλωστε, είχε γευτεί δύο ήττες από την πρωτάρα Ελλάδα μέσα σε οκτώ ημέρες στο πλαίσιο του (αξέχαστου) Ευρωμπάσκετ του 1987, και αυτό ο τεράστιος εγωισμός του (όπως και το ταλέντο του) δεν μπορούσε να το ανεχτεί.
Οταν, λοιπόν, επέστρεψε στο ΣΕΦ για τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Σναϊντέρο Καζέρτα, ο αποκαλούμενος «Μότσαρτ» του ευρωπαϊκού μπάσκετ (τόσο πρόωρα και άδικα χαμένος τέσσερα χρόνια αργότερα) ήταν αποφασισμένος να φωνάξει ένα βροντερό «Ovdje sam» (δηλαδή «είμαι εδώ» στα κροατικά, έστω και αν η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε προκύψει ακόμα).
Σε έναν αξέχαστο τελικό που κρίθηκε στην παράταση υπέρ της «βασίλισσας» (117-113), ο Ντράζεν… σταμάτησε στους 62 πόντους, με 20/30 σουτ, εκ των οποίων 8/15 τρίποντα, 12/15 δίποντα και 14/15 βολές. Στο έξτρα πεντάλεπτο, μάλιστα, σημείωσε τους έντεκα από τους 15 πόντους της ομάδας του.
Απέναντί του, ο μεγαλύτερος Βραζιλιάνος σκόρερ και ένας από τους κορυφαίους «βομβαρδιστές» των παγκοσμίων γηπέδων ever, ο θρυλικός Οσκάρ Σμιντ, έφτασε μέχρι τους 44 πόντους, με 11/30 σουτ, εκ των οποίων 6/11 τρίποντα, 5/19 δίποντα και 16/17 βολές.
Εκείνη η αξέχαστη μονομαχία βαφτίστηκε ως η νίκη του Ντράζεν επί του Οσκάρ και λειτουργεί έκτοτε ως (άτυπη) υπερασπιστική γραμμή για όσους θεωρούν ότι στο μπάσκετ, παρότι ομαδικό άθλημα, μπορεί ένας παίκτης να νικήσει τους πολλούς. Αυτό, όμως, δεν ισχύει.
Γιατί ναι, ο Πέτροβιτς πέτυχε το 53% των πόντων της ομάδας του, αλλά μόνος του δεν θα μπορούσε να νικήσει. Αλλοι τρεις παίκτες, άλλωστε, είχαν διψήφιο αριθμό πόντων: Χοσέτσου Μπιριούκοφ (20), Τζόνι Ρότζερς (14 για τον μετέπειτα παίκτη Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού και Φερνάντο Μαρτίν (11, πρόωρα χαμένος και αυτός σε αυτοκινητικό, όπως και ο Ντράζεν) έβαλαν το δικό τους, τεράστιο λιθαράκι.
Στα αποδυτήρια, παρά τα πανηγύρια για τη νίκη, υπήρχε και ενόχληση από παίκτες της Ρεάλ για το γεγονός ότι ο Ντράζεν είχε πάρει τόσο πολλές προσπάθειες, δίνοντας κατά διαστήματα την εντύπωση ότι δεν έβλεπε (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τους συμπαίκτες του.
Οχι, το μπάσκετ δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ άθλημα του ενός. Και αυτό το διαπίστωσε από την αντίθετη πλευρά ένας χαρισματικός μπασκετμπολίστας που είναι πιθανότατα το μεγαλύτερο ταλέντο που έβγαλε η πρώην Γιουγκοσλαβία μετά τον Ντράζεν.
Στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας με τη Γερμανία, ο Λούκα Ντόντσιτς έπαιζε με τέσσερα φάουλ από το 23ο λεπτό. Οι μετριότατοι (έως κακοί) διαιτητές FIBA που τον φόρτωσαν με φάουλ θα έπρεπε να τον είχαν αποβάλει για τη χειρονομία του ότι «τα παίρνετε», αλλά προφανώς έχοντας τύψεις για το πώς τον αντιμετώπισαν, τον κράτησαν στο παρκέ.
Και ο σούπερ σταρ των Λος Αντζελες Λέικερς λίγο έλειψε να νικήσει… μόνος του (είπαμε, δεν γίνεται αυτό) την παγκόσμια πρωταθλήτρια με μια ακόμα παράσταση: 39 πόντους (12/15 βολές, 6/9 δίποντα, 5/16 τρίποντα), δέκα ριμπάουντ και επτά ασίστ σε σχεδόν 33 λεπτά συμμετοχής.
Γιατί δεν τα κατάφερε; Γιατί, με εξαίρεση τις φιλότιμες προσπάθειες του φιλότιμου (αλλά και άστοχου) Κλέμεν Πρέπελιτς και του Γκρέγκορ Χόρβατ, κανένας συμπαίκτης του δεν μπόρεσε να τον ακολουθήσει, την ώρα που η Γερμανία είχε πέντε παίκτες με διψήφιο αριθμό πόντων και λύσεις από πολύ περισσότερες πηγές.
Το μπάσκετ της δεκαετίας του ’80 δεν έχει μεγάλη σχέση με το τωρινό, έστω και αν έχουν επανέλθει οι 30άρες και οι 40άρες, οι οποίες μας παραπέμπουν στην εποχή του Ντράζεν, του Οσκάρ και, βεβαίως, του Νίκου Γκάλη.
Ο Νικ δεν πήρε μόνος του το Ευρωμπάσκετ του 1987, όπως αυθαίρετα υποστηρίζουν κάποιοι, αλλά υπήρξε ο ηγέτης μιας ομάδας που είχε επί της ουσίας τέσσερις σταρ (Γκάλης, Παναγιώτης Γιαννάκης, Φάνης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Φασούλας), οι οποίοι σημάδεψαν εκείνη τη διοργάνωση, αλλά και το ελληνικό μπάσκετ για πάντα.
Ο Γκάλης, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της καριέρας του προτίμησε να σπάει τα κοντέρ στις ασίστ παρά στους πόντους γιατί έτσι ήθελε, ήξερε πως χωρίς αυτόν η Ελλάδα δεν θα έκανε το «μπαμ» και δεν θα μετέτρεπε το μπάσκετ σε εθνικό άθλημα.
Ηξερε, όμως, ότι μόνος του, όσους πόντους και αν έβαζε, δεν θα λύγιζε η πανίσχυρη Σοβιετική Ενωση στον τελικό της 14ης Ιουνίου του 1987 (και νωρίτερα στο τουρνουά σε δύο περιπτώσεις η τεράστια Γιουγκοσλαβία του Πέτροβιτς).
Δεν θα μπορούσε χωρίς τη μαχητικότητα του Γιαννάκη, τα τρίποντα του Φάνη, τις τάπες του Φασούλα ή την αυταπάρνηση όσων έπαιζαν, συν βεβαίως τις καθοριστικές βολές του Λιβέρη Ανδρίτσου στην κανονική διάρκεια και αυτές του Αργύρη Καμπούρη στο φινάλε.
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, δείχνει με την ενέργειά του μέσα στο γήπεδο και κυρίως τις εκφράσεις του, ότι βρίσκεται σε «ιερή αποστολή», όπως το 2021, όταν οδήγησε τους Μιλγουόκι Μπακς στο πρώτο τους πρωτάθλημα στο ΝΒΑ μετά από 50 χρόνια, με… 50 πόντους στον καθοριστικό τελικό.
Ξέρει, όμως, ότι δεν μπορεί να νικήσει μόνος του. Χρειάζεται την καθοδήγηση του Κώστα Σλούκα, τις άμυνες του Κώστα Παπανικολάου, τα τρίποντα του Τάιλερ Ντόρσεϊ ή τις καθοριστικές παρεμβάσεις του Αλέξανδρου Σαμοντούροβ, μεταξύ άλλων.
Και, εφόσον ο ένας και το σύνολο λειτουργήσουν αρμονικά, όπως συμβαίνει δηλαδή μέχρι τώρα, τότε η επιτυχία θα έρθει, σε ένα Ευρωμπάσκετ που η Ελλάδα, σύμφωνα με τους ειδικούς, πήγε με ένα από τα πιο περιορισμένα σε ποιότητα ρόστερ της ιστορίας της. Είναι όμως έτσι τελικά;
