Είναι σχεδόν ομόηχες λέξεις στην ιταλική γλώσσα, αλλά έχουν τελείως διαφορετική σημασία. Από τη μια το «pace», που σημαίνει «ειρήνη», και από την άλλη το «pazzi», που σημαίνει «τρελοί».
Αμφότερες ειπώθηκαν από τον Τζενάρο Γκατούζο σε διάστημα λίγων ωρών, πριν και μετά το ιστορικό παιχνίδι της Ιταλίας με το Ισραήλ στο «Nagyerdei Stadion» του Ντέμπρετσεν στην Ουγγαρία, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ιστορικό γιατί για πρώτη φορά η «σκουάντρα ατζούρα» σημείωσε πέντε γκολ σε δύο διαδοχικούς αγώνες της. Ιστορικό, κυρίως, γιατί μετά από 8.868 παιχνίδια σε όλα τα μουντιαλικά προκριματικά σε όλες τις ηπείρους, μια φιλοξενούμενη ομάδα νίκησε με 5-4. Μέχρι τώρα, υπήρχε μόνο ένα 5-4 και αυτό υπέρ της γηπεδούχου Σαουδική Αραβία κόντρα στη Συρία, τον Μάρτιο του 1989.
Λίγες ώρες πριν από το παιχνίδι, ο Γκατούζο δήλωσε ότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το Ισραήλ. Εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης με τους Παλαιστινίους, η δήλωση αυτή θεωρήθηκε ως πολιτική θέση, αλλά ο ομοσπονδιακός προπονητής της Ιταλίας διευκρίνισε ότι «παρερμηνεύτηκε η δήλωσή μου, καθώς εγώ εννοούσα ότι η Ιταλία είναι άτυχη γιατί το Ισραήλ είναι δυνατό και θα τη δυσκολέψει. Είμαι ένας άνθρωπος της ειρήνης (εδώ κολλάει το “pace”) και δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο».
Και, μετά το απίθανο 5-4 που διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, με δύο ιταλικά αυτογκόλ, ο «Ρίνο» παραδέχθηκε ότι από το άγχος φλέρταρε με το… έμφραγμα. «Ηταν ένα ματς τρελών (εδώ κολλάει το “pazzi”), γιατί δεχθήκαμε γελοία γκολ, για τα οποία ευθύνομαι εγώ», υποστήριξε μετά τη νίκη-θρίλερ που κράτησε “ζωντανή” την Ιταλία στη μάχη της πρόκρισης, είτε ως πρώτη στον όμιλό της είτε ως δεύτερη μέσω των μπαράζ.
Αυτή η προκριματική φάση, άλλωστε, έχει αποκτήσει τη μορφή «ιερής αποστολής» για την τετράκις παγκόσμια πρωταθλήτρια, η οποία μετράει δύο διαδοχικούς και ιδιαίτερα οδυνηρούς αποκλεισμούς, λάμποντας διά της απουσίας της από τις διοργανώσεις του 2018 και του 2022.
Τον Ιούνιο και μετά τη βαριά ήττα με 3-0 από τη Νορβηγία στο Οσλο, η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας έκρινε ότι ο Λουτσιάνο Σπαλέτι δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να οδηγήσει και πάλι τη «σκουάντρα ατζούρα» σε τελική φάση Μουντιάλ, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, ο οποίος δελεάστηκε από τα πετροδόλαρα της Σαουδικής Αραβίας, άφησε «ορφανή» τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή, για την οποία η ομοσπονδία ήθελε ως διάδοχο του Σπαλέτι τον βετεράνο Κλάουντιο Ρανιέρι.
Ο άνθρωπος που το 2016 οδήγησε τη Λέστερ στην κατάκτηση του πιο απίθανου πρωταθλήματος στη σύγχρονη ιστορία των μεγάλων λιγκών, αρνήθηκε να αναλάβει και, φοβούμενη μην τυχόν η εθνική ομάδα μείνει ακέφαλη για καιρό, η ομοσπονδία κατέληξε στηνλύση του Τζενάρο Γκατούζο.
Μέλος της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Ιταλίας του 2006 και παίκτης-κλειδί στην τελευταία μεγάλη Μίλαν που κατέκτησε το Champions League, ο δυναμικός και σκληροτράχηλος μέσος προσπάθησε να μεταφέρει το πάθος του και στη θέση του προπονητή, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι τώρα.
Σε δώδεκα χρόνια προπονητικής καριέρας, έχει εργαστεί σε έξι διαφορετικές χώρες (Ιταλία, Ελβετία, Ελλάδα με τον ΟΦΗ, Ισπανία, Γαλλία και Κροατία) και εννέα διαφορετικές ομάδες, ξεχωρίζοντας πρωτίστως για τις εκρηκτικές του δηλώσεις (έχει γίνει viral η συνέντευξη Τύπου του ως τεχνικού του ΟΦΗ με το «everyday m@l@kia») και τις κόντρες του με διοικήσεις και ποδοσφαιριστές, παρά με το έργο του.
Παρ’ όλα αυτά, η ομοσπονδία αποφάσισε να πάρει το ρίσκο με τον 47χρονο από την Κοζέντσα, ο οποίος στην παρουσίασή του έκανε λόγο για «ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα» και εξήγησε ότι στόχος του είναι να δημιουργήσει μια «ποδοσφαιρική οικογένεια», φιλόξενη για όλα τα μέλη της.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, βρέθηκε στα προπονητικά κέντρα όλων των ομάδων της Serie A μαζί με τον γενικό αρχηγό και άλλοτε συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα, Τζανλουίτζι Μπουφόν, ο οποίος ήταν ένας των μεγαλύτερων υπέρμαχων της «λύσης Γκατούζο» για το τιμόνι της εθνικής ομάδας.
Ο «Ringhio», όπως είναι το παρατσούκλι του και σημαίνει «γκρινιάρης» (απόλυτα πετυχημένο…), ξέρει ότι αυτή η πρόκληση μπορεί να εκτοξεύσει την καριέρα του, εφόσον καταφέρει να επαναφέρει την Ιταλία στην παγκόσμια σκηνή ή να την καταστρέψει ολοσχερώς, αφού άλλωστε το προπονητικό του παρελθόν δεν μπορεί να κριθεί πετυχημένο.
Δεν φοβάται όμως. Στη ζωή του έμαθε από μικρός να μάχεται, αφού, παρότι βραχύσωμος, κατάφερε να κάνει σπουδαία καριέρα ως ποδοσφαιριστής, αντιμετωπίζοντας μάλιστα από τις εποχές του ως παίκτη ένα αυτοάνοσο ονόματι οφθαλμική μυασθένεια gravis, το οποίο επηρεάζει τους μυς που ελέγχουν τα μάτια και τα βλέφαρα και προκαλεί συμπτώματα όπως πτώση βλεφάρων, διπλωπία και κόπωση των ματιών. Χρειάστηκε, μάλιστα, να φορέσει κάλυμμα στο μάτι για αρκετά παιχνίδια.
Ακόμα και έτσι, όμως, φρόντισε να έχει πάντα τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά, να παλεύει σαν λιοντάρι μέσα στο γήπεδο για τον ίδιο και την οικογένειά του, η οποία τέτοια εποχή το 2020 δέχθηκε ένα πολύ ισχυρό πλήγμα με τον θάνατο της αδελφής του, Φραντσέσκα, λόγω σύντομης ασθένειας.
Στη μνήμη της, αλλά και για τη σύζυγό του Μόνικα και τα δύο παιδιά τους, την Γκαμπριέλα και τον Φραντσέσκο, είναι έτοιμος να παλέψει με θεούς και δαίμονες για να περάσει το δικό του και να αποδείξει ότι μπορεί να οδηγήσει την Ιταλία εκεί όπου πραγματικά ανήκει.
«Ξέρω ότι δεν είναι μια εύκολη δουλειά, αλλά τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο», ξεκαθαρίζει, πεπεισμένος ότι η «σκουάντρα ατζούρα» έχει το ταλέντο για να πάει μπροστά, αλλά χρειάζεται την κατάλληλη νοοτροπία, για να γίνει και πάλι φουλ ανταγωνιστική στο υψηλότερο επίπεδο.
Το βράδυ της Δευτέρας (08/09), το γκολ του Σάντρο Τονάλι στο πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων κράτησε την καρδιά του Τζενάρο στη θέση της. Πλέον ελπίζει τις επόμενες εβδομάδες αυτή να γεμίσει από χαρά για μια επιτυχία που άλλοτε θεωρούνταν δεδομένη και πλέον είναι δύσκολη, αλλά βεβαίως όχι απίθανη, όπως απέδειξε και «το πιο τρελό ματς της ζωής μου», όπως χαρακτήρισε το ιστορικό 5-4 επί του Ισραήλ.
Εξωτερική φωτογραφία: REUTERS/Alessandro Garofalo
