Ηταν άνοιξη του 2024, όταν χτύπησε το κουδούνι στην οικία του Αρνε Σλοτ στο Τσβόλε. Οταν ο (τότε) προπονητής της Φέγενορντ άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά του έναν ψαρομάλλη, ψιλόλιγνο άνδρα με βαριά αγγλική προφορά, ένεκα σκωτσέζικης καταγωγής.
Τότε, ο Ρίτσαρντ Ντάνιελ Χιουζ ήταν τυπικά τεχνικός διευθυντής της Μπόρνμουθ, αλλά επρόκειτο να αποχωρήσει το καλοκαίρι για να αναλάβει το πόστο του αθλητικού διευθυντή σε μια Λίβερπουλ που βρισκόταν σε ιστορικά μεταβατικό στάδιο.
Ο Γιούργκεν Κλοπ, ο προπονητής που είχε αλλάξει τη σύγχρονη μοίρα των «κόκκινων», είχε ανακοινώσει στον σύλλογο ότι στο τέλος της σεζόν θα αποχωρούσε έπειτα από 8,5 χρόνια που σημάδεψαν ανεξίτηλα την ιστορία της Λίβερπουλ.
Η κοινή γνώμη, ίσως και η κοινή λογική, ήθελε τον Τσάμπι Αλόνσο, άλλοτε θρύλο της ομάδας ως ποδοσφαιριστή και πλέον πετυχημένο τεχνικό στην Μπάγερ Λεβερκούζεν, ως τον ιδανικό διάδοχο. Ο Χιουζ, όμως, είχε διαφορετική άποψη.
Εκείνη την ημέρα στο Τσβόλε ο Σκωτσέζος μεγαλωμένος στην Ιταλία, λόγω της δουλειάς του πατέρα του, έπεισε τον Σλοτ και πείστηκε από τον Ολλανδό προπονητή ότι ήταν ο ιδανικός για να διαδεχθεί τον Γερμανό θρύλο.
«Χρειαζόμασταν έναν άνθρωπο που να μπορεί να διαχειριστεί τη νοοτροπία του μεγάλου συλλόγου. Δεν πρέπει απλώς να προπονείς, αλλά να διαχειρίζεσαι προσδοκίες. Πρέπει να διατηρείς την ψυχραιμία για να καθοδηγείς αυτόν τον σύλλογο», εξηγεί ο Χιουζ για την επιλογή Σλοτ, παραφράζοντας το περίφημο παρατσούκλι με το οποίο είχε βαφτίσει εαυτόν ο Ζοσέ Μουρίνιο.
Το 2004, όταν παρουσιάστηκε από την Τσέλσι έχοντας κατακτήσει νωρίτερα το Champions League με την Πόρτο, ο Πορτογάλος είχε χαρακτηρίσει εαυτόν ως «The Special One» (ο ξεχωριστός).
Ο Χιουζ βάφτισε «The Cool One», ήτοι «ο άνετος», τον Σλοτ, ο οποίος τον δικαίωσε πανηγυρικά μέσα σε λίγους μήνες, αφού η Λίβερπουλ κατέκτησε διά περιπάτου το 20ό πρωτάθλημα της ιστορίας της.
«Είχα από την αρχή πολύ καλή σχέση με τον Ρίτσαρντ και είναι ένας από τους λόγους που ήθελα πολύ να ενσωματωθώ στον σύλλογο», αποκάλυψε ο Σλοτ, ο οποίος στην περίφημη συνάντηση ρώτησε τον Χιουζ: «Γιατί εμένα;».
Ο Σκωτσέζος του έβγαλε ένα ντοσιέ 60 σελίδων με στοιχεία που είχε μαζέψει η Λίβερπουλ για εκείνον. Οταν ο Σλοτ εξέφρασε την άποψη ότι μια από τις αρετές του είναι ότι βελτιώνει ποδοσφαιριστές, ο Χιουζ του απάντησε «συμφωνούμε» και του παρουσίασε αναλυτικά στατιστικά που επιβεβαίωναν του λόγου το αληθές.
Ο Σλοτ έπαθε πλάκα με την παρουσίαση του ανθρώπου που ως τεχνικός διευθυντής της Μπόρνμουθ πρότεινε στον ιδιοκτήτη Μπιλ Φόλεϊ να αντικαταστήσει τον Γκάρι Ο’Νιλ με τον Αντονι Ιραόλα, υπό την καθοδήγηση του οποίου τα «κεράσια» έκαναν την καλύτερη σεζόν της ιστορίας τους στην πρώτη κατηγορία.
Ο Ο’Νιλ είναι προσωπικός φίλος του Χιουζ, αλλά η δουλειά είναι δουλειά και αυτή βάζει πάνω απ’ όλα και όλους ο Σκωτσέζος, ο οποίος στην πρώτη του σεζόν στο «Ανφιλντ» έκανε μόλις μια μεταγραφή, και αυτή την τελευταία ημέρα του παζαριού, δίνοντας δώδεκα εκατ. ευρώ στη Γιουβέντους για τον Φεντερίκο Κιέζα.
Παράλληλα ο Χιουζ, τον οποίο όσοι γνωρίζουν λένε ότι είναι «ψυχρός σαν τον πάγο» στις διαπραγματεύσεις και δεν σηκώνεται από ένα τραπέζι αν δεν γίνει το δικό του, έπρεπε να διαχειριστεί τρεις πολύ «καυτές πατάτες», αφού τελείωναν τα συμβόλαια τριών θρύλων της ομάδας.
Μοχάμεντ Σαλάχ, Φίρχιλ φαν Ντάικ και Τρεντ Αλεξάντερ – Αρνολντ επρόκειτο να μείνουν ελεύθεροι το καλοκαίρι του 2025, αλλά ο Χιουζ, πάντα σε συνεννόηση με τον Σλοτ και τον σύλλογο, πέτυχε την παραμονή του Αιγύπτιου επιθετικού και του Ολλανδού κεντρικού αμυντικού, ποντάροντας στην πείρα και την προσωπικότητά τους για να τους κρατήσει ως ηγέτες (και) των αποδυτηρίων.
Με τον Αγγλο δεξιό μπακ-χαφ, αντίθετα, διαπίστωσε ότι είχε αποφασίσει να κάνει πραγματικότητα το παιδικό του όνειρο και να πάει στη Ρεάλ Μαδρίτης. Και, παρότι έφυγε ως ελεύθερος, ο Χιουζ κατάφερε να πάρει δέκα εκατ. ευρώ από τη «βασίλισσα», προκειμένου ο ποδοσφαιριστής να μπορέσει να αγωνιστεί στο Μουντιάλ Συλλόγων.
Στο θερινό μεταγραφικό παζάρι που μόλις ολοκληρώθηκε, η Λίβερπουλ ήταν η απόλυτη κυρίαρχος, ούσα αυτή που ξόδεψε τα περισσότερα χρήματα (514 εκατ. ευρώ), αλλά όχι και αυτή που είχε τα περισσότερα έξοδα (251,3 εκατ. ευρώ, έναντι 295,7 της Αρσεναλ), αφού φρόντισε ταυτόχρονα να (μοσχο)πουλήσει ποδοσφαιριστές που δεν υπολόγιζε.
Η Λίβερπουλ, η οποία έγινε η ομάδα που περισσότερα χρήματα ξόδεψε σε ένα μεταγραφικό παράθυρο, ξεπερνώντας τα 499,9 εκατ. ευρώ που έδωσε η Τσέλσι το καλοκαίρι του 2023, πραγματοποίησε τις τρεις πιο ακριβές μεταγραφές του φετινού καλοκαιριού.
Ο Αλεξάντερ Ισακ από τη Νιούκαστλ (144 εκατ. ευρώ) έγινε η πιο ακριβή μεταγραφή όλων των εποχών στην Premier League, ξεπερνώντας τον νυν συμπαίκτη του Φλόριαν Βιρτς από την Μπάγερ Λεβερκούζεν (134), με τον Ουγκό Εκιτικέ από την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης (90,8 εκατ. ευρώ) να συμπληρώνει την τριάδα.
Την ίδια ώρα, όμως, χάρη στις διαπραγματευτικές ικανότητες του Χιουζ, έβαλε στα ταμεία της 219,5 εκατ. ευρώ από πωλήσεις, με αυτές των Λουίς Ντίας (70 εκατ. ευρώ στην Μπάγερν Μονάχου), Ντάργουιν Νούνιες (53 στην Αλ Χιλάλ) και Τζάρελ Κουάνσα (35 στην Μπάγερ Λεβερκούζεν) να ξεχωρίσουν.
Ακόμα και έτσι, όμως, πώς μπορεί η Λίβερπουλ να κάνει τέτοιες επενδύσεις-μαμούθ, όταν υπάρχουν αυστηρές ελεγκτικές αρχές, τόσο στην Premier League, όσο και στην UEFA: απλούστατα, γιατί τα προηγούμενα χρόνια είχε φροντίσει να είναι πολύ φειδωλή στα μεταγραφικά έξοδα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη σεζόν 2016-17 και παρά τη φετινή… επανάσταση, η Λίβερπουλ είναι μόλις έβδομη (!) σε μεταγραφικές επενδύσεις στην Premier League με 602 εκατ. ευρώ, με την πρώτη τριάδα να αποτελείται από Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (1,4 δισ. ευρώ!), Τσέλσι (1,2 δισ. ευρώ) και Αρσεναλ (1,1 δισ. ευρώ).
Ο Χιουζ, πάντα σε συνεννόηση με το αφεντικό της Λίβερπουλ, τον Αμερικανό μεγιστάνα επιχειρηματία Τζον Χένρι, αποφάσισε αυτό να είναι το καλοκαίρι της μεγάλης επανάστασης, με κομβικές αλλαγές στο ρόστερ και επένδυση σε ποδοσφαιριστές που θα στηρίξουν την επόμενη ημέρα της ομάδας.
Παράλληλα, στο προπονητικό κέντρο όπου το γραφείο του είναι στον πρώτο όροφο και δίπλα ακριβώς σε αυτό του Σλοτ, ο Χιουζ αναδιοργάνωσε τα τμήματα και το έμψυχο δυναμικό, τοποθετώντας τον Ντέιβιντ Γούντφαϊν ως βοηθό του αθλητικού διευθυντή και προσλαμβάνοντας ως επικεφαλής των σκάουτ τους Μαρκ Μπέρτσιλ και Κρεγκ ΜακΚί, τους οποίους είχε και στην Μπόρνμουθ.
Ως ποδοσφαιριστής, μεγαλωμένος επτά χρόνια στην ακαδημία της Αταλάντα και αγωνιζόμενος ως αμυντικός μέσος σε Μπόρνμουθ, Πόρτσμουθ (το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του) και Γκρίμσμπι, ο πέντε φορές διεθνής με τη Σκωτία ξεχώριζε για την κατανόηση του παιχνιδιού και την προσαρμοστικότητά του, όντας πάντα διαθέσιμος να κάνει τη βρώμικη δουλειά.
Οπως, δηλαδή, λειτουργεί «αγωνιζόμενος» στα γραφεία πλέον, παρότι αρχικά έκανε σχέδια για μετά την μπάλα να εργαστεί ως τηλεσχολιαστής αγώνων και να ανοίξει ένα εστιατόριο με τον αδελφό του στο Σόχο του Λονδίνου.
Πλέον «μαγειρεύει» συμφωνίες εκατοντάδων εκατομμυρίων, καθοδηγώντας έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιρικούς συλλόγους στον κόσμο, με εμπορική αξία που ξεπερνάει το 1,5 δισ. ευρώ.
Το καλοκαίρι τού ανήκει, έστω και αν την τελευταία ημέρα των μεταγραφών δεν κατάφερε να κλείσει (και) τον μεγάλο στόχο για το κέντρο της άμυνας, τον Μαρκ Γκεΐ της Κρίσταλ Πάλας. Ακόμα και αυτό το «ναυάγιο», όμως, σε καλό θα του βγει. Το συμβόλαιο του Γκεΐ με τους «αετούς» λήγει το επόμενο καλοκαίρι, όταν ως ελεύθερος πλέον θα μπορέσει να φορέσει τσάμπα την κόκκινη φανέλα της Λίβερπουλ.
