Ενα από τα χειρότερα και συνάμα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα της εποχής του υπερτουρισμού είναι, κατά τη γνώμη μου, ο φετιχισμός της «αυθεντικότητας». Μια παρενέργεια της έκρηξης του παγκόσμιου τουρισμού των τελευταίων δεκαετιών. Οι απανταχού κλώνοι του Αντονι Μπουρντέν (όχι τόσο και ο ίδιος) αναπαράγουν συστηματικά τον μύθο ότι σε κάθε δημοφιλή τουριστικό προορισμό υπάρχει κρυμμένη, πίσω από τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ και τα Mcdonalds, ένας κρυφός, «αυθεντικός» κόσμος γεμάτος αληθινούς ανθρώπους, ντόπιες γεύσεις και αγνά υλικά. Μια ολόκληρη βιομηχανία χτίστηκε πάνω σε αυτόν τον μύθο, που προωθεί τη φαντασίωση ότι ο σωστός ο ταξιδιώτης, ο αγνός, ο βέρος, μπορεί να πάει σε μια άλλη χώρα και να ζήσει «όπως οι ντόπιοι» (για τη μία εβδομάδα που έχει άδεια για τη δουλειά). Οτι μπορεί να γνωρίσει την «πραγματική» τάδε χώρα, που είναι άλλη από αυτή που γνωρίζουν οι απλοί, μαζικοί τουρίστες, τα πρόβατα της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι βεβαίως είναι ηθικά και πολιτισμικά χειρότεροι. Στις πιο ακραίες εκδοχές του ένας μύθος επίμονος, αποικιοκρατικής χροιάς, και με μεγάλες συνέπειες. Γιατί βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να γνωρίσεις στ’ αλήθεια ένα ξένο μέρος μέσα σε λίγες ημέρες, σε όσα εστιατόρια «όπου τρώνε οι ντόπιοι» κι αν φας, σε όσα σοκάκια χωρίς AirBnB κι αν περπατήσεις. Και, κυρίως, επειδή χτίζει μια επίπεδη, δυσδιάστατη φαντασίωση για να περιγράψει ολόκληρους λαούς και πολιτισμούς. Υποβαθμίζουμε μακρινές, εξωτικές γωνιές του πλανήτη σε μια απλοϊκή, φολκλόρ, υποτυπώδη εικόνα. Περιγράφουμε λαούς γεμάτους γριές με τσεμπέρια και αγαθούς γέρους με γκλίτσες και φορτώνουμε με tips και «μυστικά» αποικιοκράτες με λεφτά όσα και τύψεις, και τους ξαμολάμε στα στενοσόκακα να βρουν το «αυθεντικό».
Στην πραγματικότητα, όμως, «αυθεντική» χώρα δεν υπάρχει πουθενά. «Αυθεντική Σέριφος», «αυθεντική Σίφνος», «αυθεντικό Ναύπλιο» δεν υπάρχουν και δεν υπήρξαν ποτέ. Ενα κατασκεύασμα είναι αυτή η εικόνα, διαφορετική στο μυαλό του καθενός που τη νοσταλγεί. Ο κόσμος αλλάζει συνέχεια. Δεν αλλοιώνεται από κάποιο φαντασιακό δεδομένο status quo σε κάτι άλλο, λιγότερο καλό –δεν υπάρχει status quo. Η Σέριφος του 1950 ήταν ένα πράγμα, η Σέριφος του 1980 ένα τελείως διαφορετικό, του 2000 εντελώς άλλο. Σήμερα όποιος επισκέπτεται τις όμορφες εσχατιές της χώρας μας βλέπει τις συνέπειες του υπερτουρισμού, μεν, αλλά βλέπει και τη φυσιολογική εξέλιξη σε κάθε πολιτισμική έκφανση κάθε τόπου, στη μουσική, στην τέχνη, σε οτιδήποτε παράγει. Και, ναι, καινούργια, διαφορετικά εστιατόρια σε μέρη όπου παλιά υπήρχαν μόνο ενός τύπου παλιές, πανομοιότυπες μεταξύ τους ταβέρνες, και όπου πιο παλιά ακόμα (ακόμα πιο «αυθεντικά»), δεν υπήρχε τίποτε. Ο τουρισμός έρχεται και αλλάζει έναν τόπο, αναπόφευκτα, και τώρα αυτός ο νέος, αλλαγμένος τόπος είναι ο «αυθεντικός», ο μόνος που υπάρχει. Δεν χάλασε κάτι. Δεν χάνεται τίποτε. Απλά ο κόσμος αλλάζει, όπως άλλαζε πάντα. Η παγιωμένη εικόνα ενός σταθερού, ιδανικού παρελθόντος υπάρχει μόνο στη φαντασία.
Η βασική πηγή της φαντασίωσης περί «αυθεντικότητας», βεβαίως, δεν είναι οι Αντονι Μπουρντέν. Είμαστε εμείς. Οι ίδιοι οι ντόπιοι. Που νομίζουμε ότι κάτι χάνεται, αλλάζει, γίνεται χειρότερο από «παλιά». Η πιο χαρακτηριστική έκφραση είναι στο θέμα της κουζίνας, με αυτό το (κατά την ταπεινότατη, πάλι, γνώμη μου, ανυπόφορο) άμορφο Make Greek Cuisine Great Again (MGCGA) κίνημα. Την πιο ωραία, γλαφυρή και ξεκαρδιστική περιγραφή του μύθου της πραγματικής παραδοσιακής ελληνικής εκδοχής της «μεσογειακής διατροφής» τη βρήκα στο μικρό βιβλιαράκι «Στ’ Αμπέλια» του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου, μεταξύ άλλων, περιγράφει τι τρώγανε στ’ αλήθεια στο παραδοσιακό, μυθικό, ατόφιο ελληνικό χωριό τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Οχι μόνο ελίτσες και φρέσκιες ντομάτες, αλλά τα πάντα τηγανισμένα, τίγκα μέσα στα λάδια. Η αληθινή, παραδοσιακή, χωριάτικη διατροφή της δικής μου παιδικής ηλικίας, μερικές δεκαετίες αργότερα, ήταν και φρέσκα λαχανικά και φρούτα απ’ το χωράφι, ναι, αλλά κυρίως λίπη, ψωμιά, λάδια και όσο περισσότερο κρέας μπορούσε να καθησυχάσει το κατοχικό σύνδρομο των κηδεμόνων μας. Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε ένας από τους λαούς με τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας στην Ευρώπη επειδή «ξεχάσαμε» τη δική μας εκδοχή της μεσογειακής διατροφής, αλλά εξαιτίας της.
Εχω την εντύπωση ότι η εγχώρια γκρίνια για τα «σεβίτσε» των ελληνικών τουριστικών προορισμών και την απώλεια της «αυθεντικότητας» είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό η ίδια γκρίνια με όποιον ισχυρίζεται ότι παλιά είχαμε καλύτερη μουσική, καλύτερους πολιτικούς, καλύτερη τηλεόραση ή καλύτερους ανθρώπους. Είναι ένα καλά τεκμηριωμένο φαινόμενο, με μια πολύ καλά κατανοητή εξήγηση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την έρευνα που ρώτησαν «πότε στ’ αλήθεια ήταν καλύτερα τα πράγματα» και όλοι μα όλοι απάντησαν ότι όλα ήταν καλύτερα όταν οι ίδιοι οι ερωτηθέντες ήταν μεταξύ 8 και 18 χρονών. Δεν ήταν απαραίτητα τίποτε καλύτερο παλιά. Απλά εμείς ήμασταν νέοι.
Ασφαλώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια μερίδα γεμιστά και μια χωριάτικη σαλάτα είναι ένα εξαιρετικό καλοκαιρινό γεύμα, από τα καλύτερα, πιο γευστικά και χορταστικά πράγματα που μπορεί να φάει κανείς –οπουδήποτε στον κόσμο. Αλλά σήμερα δεν υπάρχει κανένα νησί, απολύτως κανένας τουριστικός προορισμός στην Ελλάδα που να μην είναι γεμάτος και με ταβέρνες που σερβίρουν χωριάτικη σαλάτα, γεμιστά, τηγανητές πατάτες και καλαμαράκια. Ποτέ δεν τα χάσαμε αυτά. Στο κάτω κάτω, τα περισσότερα πράγματα τα κάνουμε λάθος σ’ αυτή τη χώρα αλλά δύο τουλάχιστον τα κάνουμε καλά: καφετέριες κι εστιατόρια. Στην πραγματικότητα, η εμφάνιση εστιατορίων που σερβίρουν κι άλλα πράγματα σε πρόθυμους ντόπιους κι επισκέπτες, δεν είναι απώλεια. Είναι προσθήκη.
Ενα πράγμα που προτείνω ένθερμα σε οποιονδήποτε πολίτη της Αθήνας έχει το χρόνο, την ευχέρεια και τη διάθεση –και κυρίως σε όσες και όσους έχουν μικρά παιδιά– είναι να αφιερώσει μια ημέρα για να ζήσει την πόλη όπως τη ζουν οι τουρίστες. Διαλέξτε ένα Σάββατο και πηγαίνετε μόνο στα τουριστικά μέρη. Πάρτε μαζί σας μια τσαντούλα με νερό, γυαλιά ηλίου και ό,τι άλλο θα παίρνατε μαζί αν βγαίνατε για βόλτα στη Βαρκελώνη ή τη Λισαβόνα, πάρτε και το διαβατήριο στην τσέπη αν θέλετε, για να ολοκληρωθεί η ψευδαίσθηση, και βγείτε. Πηγαίνετε σε ένα μουσείο ή σε έναν αρχαιολογικό χώρο. Ανοίξτε το Google Maps ή όποιο άλλο app προτιμάτε και διαλέξτε το μέρος όπου θα φάτε από τις βαθμολογίες των χρηστών. Χαζέψτε στα μαγαζάκια με τα σουβενίρ, τις χάντρες ή τα μπλουζάκια, μπείτε στα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Καθίστε για καφέ σε μια καφετέρια με εξωφρενικό διάκοσμο, φάτε παγωτό από τα παγωτατζίδικα της Αδριανού (που μοιάζουν βγαλμένα από περιοδικά design και αρχιτεκτονικής και πουλάνε κάθε είδους παγωμένα πράγματα, κάποια εκ των οποίων μπορεί να μην ξέρατε ότι υπάρχουν). Μην κάνετε τίποτε «αυθεντικό». Σας το εγγυώμαι, σας το υπογράφω: θα περάσετε τέλεια. Θα είναι μια ωραιότατη ημέρα. Θα ανυπομονείτε να το ξανακάνετε. Και μπορεί, όπως εγώ, να καταλάβετε ότι τα ταξίδια, οι διακοπές και ο ελεύθερος χρόνος μας είναι κάτι υπερβολικά πολύτιμο για να το φορτώνουμε με αχρείαστους κανόνες και ψυχαναγκαστικούς μύθους.
