Την έκφραση την καθιέρωσαν οι Ιταλοί, με αφορμή τη διαχρονική παρουσία Ελλήνων στη χώρα τους. Το «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», το οποίο σημαίνει «ένα πρόσωπο, μια φυλή», αποδίδεται στις ομοιότητες των γειτόνων Ελλήνων και Ιταλών, οι οποίοι βεβαίως έχουν και αρκετές διαφορές.
Στο ποδόσφαιρο, η έκφραση βρήκε εφαρμογή για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ένας Ιταλός προπονητής ονόματι Ετορε Τρεβιζάν ανέλαβε τον Εθνικό Πειραιώς, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε σε Νίκη Βόλου, Αρη και δις στον Ολυμπιακό Βόλου.
Μετά τον πιονέρο από την Τεργέστη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Νοέμβριο του 2020 σε ηλικία 91 ετών με μεγαλύτερο παράσημο την (μοναδική μέχρι σήμερα) πρόκριση της Αϊτής σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου (1974), πολλοί Ιταλοί, προπονητές και ποδοσφαιριστές, ήρθαν στα μέρη μας, με διαφορετική τύχη βεβαίως.
Κανένας προπονητής επί της ουσίας δεν θεωρήθηκε επιτυχημένος, έστω και αν ο Αλμπέρτο Μπαλεζάνι και ο νυν ομοσπονδιακός προπονητής της «Σκουάντρα Ατζούρα», Τζενάρο Γκατούζο, μας έχουν χαρίσει δύο από τις πιο αξέχαστες συνεντεύξεις Τύπου στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας.
Οσο για ποδοσφαιριστές; Ο αριθμός ξεπερνάει τους σαράντα, αλλά οι περισσότεροι πέρασαν και δεν… ακούμπησαν, με εξαίρεση μερικούς τερματοφύλακες (Στέφανο Σορεντίνο, Λουίτζι Τσενάμο, Αντόνιο Ντοναρούμα, Αλμπέρτο Μπρινιόλι) και αμυντικούς (Μίρκο Τάκολα, Μπρούνο Τσιρίλο, Λορέντσο Πιρόλα), αλλά και τους επιθετικούς Στέφανο Ναπολεόνι και Φεντερίκο Μακέντα.
Τα μεγαλύτερα ονόματα από τη γείτονα χώρα που ήρθαν μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ήταν ο Μπέπε Σινιόρι τη σεζόν 2004-05 στον Ηρακλή και ο νυν προπονητής της Τσέλσι, Εντσο Μαρέκσκα, τη σεζόν 2009-10 στον Ολυμπιακό. Ελάχιστοι θυμούνται τι (δεν) έκαναν αμφότεροι στα ελληνικά γήπεδα.
Βάσει ονόματος και προϋπηρεσίας στο Καμπιονάτο, ο Ντάβιντε Καλάμπρια είναι αναμφίβολα μεταξύ των μεγαλύτερων ονομάτων που μετακόμισαν από τη Serie A στη Super League.
Το δικαιολογούν, άλλωστε, τα περίπου δύο εκατομμύρια ευρώ που θα λαμβάνει ετησίως για καθένα από τα τρία χρόνια που προβλέπει το συμβόλαιο που υπέγραψε με τον Παναθηναϊκό ο δεξιός μπακ από την Μπρέσια.
Στην ιδανικότερη ηλικία για έναν ποδοσφαιριστή (28 ετών), ο Ντάβιντε βλέπει το «τριφύλλι» ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εκκινήσει μια ζωή μέσα στα γήπεδα, ύστερα από σχεδόν μια 20ετία άρρηκτα δεμένη με τη Μίλαν.
Μπήκε στα τμήματα υποδομής των Ροσονέρι σε ηλικία έντεκα ετών και δεν έβγαλε τη φανέλα της ομάδας που έχει επτά Champions League στο παλμαρέ της μέχρι τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν δόθηκε δανεικός μέχρι το τέλος της σεζόν στην Μπολόνια.
Με τους Ροσομπλού, μάλιστα, κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας, τον πρώτο τίτλο της ομάδας έπειτα από 51 χρόνια, μπαίνοντας ως αλλαγή στον τελικό με αντίπαλο τη… Μίλαν! Απίθανο παιχνίδι της μοίρας για έναν ποδοσφαιριστή που ζούσε και ανέπνεε για την ομάδα από την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας, μέχρι που βρέθηκε στον δρόμο του ένας προπονητής που ως ποδοσφαιριστής πέρασε, μεταξύ άλλων, από την… Ελλάδα.
Με τον Σέρζιο Κονσεϊσάο, άλλοτε παίκτη του ΠΑΟΚ, λίγο έλειψε να έρθει στα χέρια, ύστερα από δραματική νίκη επί της Πάρμα την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου, με δύο γκολ στις καθυστερήσεις.
Εξαιτίας αυτής της έντονης στιγμής, ο Πορτογάλος τεχνικός ζήτησε την αποχώρηση του ποδοσφαιριστή τις τελευταίες ημέρες της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου, όπως και έγινε. Νωρίτερα, τον είχε καθίσει (σχεδόν) μόνιμα στον πάγκο, ενώ του είχε αφαιρέσει και το περιβραχιόνιο του αρχηγού, δίνοντάς το στον Γάλλο τερματοφύλακα Μάικ Μενιάν.
«Δεν ήταν ωραία σκηνή, αλλά στο ποδόσφαιρο συμβαίνει. Δεν είμαστε σε εκκλησία», εξήγησε ο Κονσεϊσάο, ο οποίος πάντως επισήμανε ότι ειπώθηκαν υπερβολικά πολλά λόγια από έναν εκ των δύο, εννοώντας βεβαίως τον Καλάμπρια, ο οποίος δήλωνε ότι «τα ξεκαθαρίσαμε μεταξύ μας», κάτι που αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι δεν συνέβη.
Εφυγε με βαριά καρδιά από την ομάδα της ζωής του, την οποία λάτρευε από πιτσιρικάς, έχοντας ως ινδάλματά του δύο αμυντικούς-θρύλους όπως ο Φράνκο Μπαρέζι (ίνδαλμα του πατέρα του) και ο Πάολο Μαλντίνι, οι οποίοι επίσης υπήρξαν αρχηγοί της Μίλαν.
Με τον τελευταίο, μάλιστα, είχε το προνόμιο να συναντάται σχεδόν καθημερινά, την εποχή που ένας εκ των κορυφαίων αμυντικών όλων των εποχών εργαζόταν στη Μίλαν ως διευθυντής ποδοσφαίρου, όντας πολύ κοντά στους ποδοσφαιριστές.
«Επαιξα με τα παιδιά του Πάολο Μαλντίνι και συνιστά τιμή το ότι τον γνώρισα», επισήμανε ο Ντάβιντε, αποκαλύπτοντας τις πιο σημαντικές διδαχές του. «Μου έμαθε ότι πρέπει πάντα να έχω υπομονή. Τον παρακολουθούσα να είναι ήρεμος κάθε στιγμή, με την κατάλληλη συμπεριφορά. Να αντιμετωπίζει το άθλημα, τις όμορφες και άσχημες στιγμές του, με την κατάλληλη ωριμότητα».
Γνωρίζοντας τη βαριά κληρονομιά που απέκτησε με το περιβραχιόνιο, όντας ο 44ος «Capitano» στην ιστορία, έδωσε πάντα ό,τι καλύτερο διέθετε στα πάνω από 270 επίσημα παιχνίδια με μία από τις πιο βαριές φανέλες στην ιστορία.
Ενας αλύγιστος μονομάχος, όπως εύστοχα επέλεξε να τον παρουσιάσει ο Παναθηναϊκός, ο οποίος ποντάρει πολλά στον αντικαταστάτη του Γιώργου Βαγιαννίδη, αρχίζοντας από τα πλέιοφ του Europa League με αντίπαλο την τουρκική Σάμσουνσπορ.
Ξεκίνησε πιτσιρικάς ως μέσος, είχε αφίσα του Κακά στο δωμάτιό του και είχε ως πρώτα του ινδάλματα τον πατέρα του, οικοδόμο στο επάγγελμα, και τη μητέρα του, η οποία εργάστηκε αρχικά ως υπάλληλος και στη συνέχεια άνοιξε μπαρ.
Οταν έγινε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ο Καλάμπρια φρόντισε να βοηθήσει την οικογένειά του, για την οποία καμαρώνει, όπως και για τη μικρότερη αδελφή του, Σάρα, η οποία στο παρελθόν πήρε μέρος στα καλλιστεία για «Miss Italia».
Πλέον, αφήνει πίσω τη χώρα του για νέες προκλήσεις. Και μπορεί να μην έγινε πραγματικότητα το όνειρο της κατάκτησης του Champions League με τη Μίλαν, με την οποία πήρε ένα πρωτάθλημα και δύο Σούπερ Καπ, αλλά ο Ιταλός έχει ακόμα πολλά όνειρα να πραγματοποιήσει, αυτή τη φορά με το «τριφύλλι» στο στήθος…
