Το (κάθε) τηλεφώνημα, μήνυμα, e-mail ή –όπως παλαιότερα– φαξ δεν άγχωνε ποτέ τον Μάρκους Κρόσχε. Ο αθλητικός διευθυντής της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης το περίμενε πώς και πώς. Δεν ήταν ένα πιεστικό δίλημμα. Αντίθετα, η δύσκολη απόφαση που καλούνταν να λάβει κάθε φορά ήταν η επιβεβαίωση της καλής δουλειάς τόσο του ίδιου όσο και της ομάδας του. Μπορεί οι περισσότεροι σύλλογοι να αισθάνονταν άβολα ή και να πανικοβάλλονταν στην εκάστοτε πρόταση να παραχωρήσουν τον καλύτερο επιθετικό τους, όμως για τον Κρόσχε αυτό παραμένει, θαρρεί κανείς, μία ένοχη απόλαυση.
Δεν ήταν ποτέ ο τύπος που θα έκοβε τον δρόμο ενός παίκτη προς το επόμενο επίπεδο. Δεν είναι ο παράγοντας που θα επιχειρούσε να κρατήσει έναν παίκτη απλώς για την ευχαρίστηση της εξέδρας. Για τη γερμανική ομάδα, η πώληση του κορυφαίου σκόρερ της, κάτι που έχει συμβεί πλέον στις τέσσερις από τις τελευταίες επτά σεζόν, εξελίχθηκε σε κάτι φυσικό, αβίαστο αλλά και απαραίτητο κομμάτι της αυτοσυντηρούμενης προσέγγισης και νοοτροπίας της.
Η προ ημερών παραχώρηση του Ούγκο Εκιτίκε στη Λίβερπουλ, αντί 91 εκατομμυρίων ευρώ, ήταν η τελευταία πώληση ενός από τα «λαβράκια» που έχει ανακαλύψει ο Κρόσχε και συνεχίζει να γεμίζει τα ταμεία του κλαμπ. Για τον Κρόσχε, «είναι απλώς μέρος της δουλειάς».
Οι «τελικοί σύλλογοι» και τα 345 εκατ.
Το αντίτιμο για τον Εκιτίκε ανέβασε κι άλλο τα κέρδη της Αϊντραχτ από τις πετυχημένες μεταγραφικές κινήσεις της. Τα 91 εκατ. της Λίβερπουλ αύξησαν τα καθαρά κέρδη των Γερμανών σε 161 εκατ. από τις παραχωρήσεις παικτών από το καλοκαίρι του 2023 κι έπειτα. Οι δύο υψηλότερες πωλήσεις τους, ο Ράνταλ Κόλο Μουάνι και ο Ομάρ Μαρμούς, είχαν αποκτηθεί ως ελεύθεροι παίκτες και έφεραν πίσω 165 εκατομμύρια ευρώ. Το συνολικό ποσό που κέρδισε ο σύλλογος μόνο από παραχωρήσεις επιθετικών την τελευταία εξαετία ανέρχεται σε 345 εκατομμύρια ευρώ.
Ακόμη και πριν από την πρόσληψη του Κρόσχε, το 2021, το καλοκαίρι του 2019, η ομάδα της Φρανκφούρτης υπερτριπλασίασε τις αρχικές της επενδύσεις όταν πούλησε τους Σεμπάστιαν Χάλε και Λούκα Γιόβιτς στην ίδια μεταγραφική περίοδο. Ο Αντρέ Σίλβα, ο οποίος ήρθε εκείνο το καλοκαίρι με αρχικό δανεισμό για να τους αντικαταστήσει, έφυγε για σχεδόν οκτώ φορές την τιμή για την οποία αποκτήθηκε το καλοκαίρι του 2020, μόλις ένα χρόνο αργότερα, αφού σκόραρε 28 γκολ πρωταθλήματος στην επόμενη σεζόν.
Σε μία συνέντευξή του στο Sky Sports το περασμένο καλοκαίρι, ο Μάρκους Κρόσχε είχε τονίσει ότι «εμείς πρέπει να αποδεχθούμε ότι είμαστε ένας “ενδιάμεσος” σύλλογος. Κλαμπ όπως οι Παρί Σ.Ζ., Μάντσεστερ Σίτι, Λίβερπουλ κ.α. είναι αυτό που λέω οι “τελικές” ομάδες για τους ανερχόμενους ποδοσφαιριστές. Αυτό λέω στους παίκτες: “Αν η ανάπτυξή σας είναι ταχύτερη από τη δική μας ως ομάδα και θα πάρω τα χρήματα που περιμένω, θα σας αφήνω να φεύγετε”. Η πώληση παικτών είναι μέρος της δουλειάς μου. Δεν είμαι συναισθηματικά φορτισμένος. Είναι απλώς μία δουλειά σαν όλες τις άλλες».
🚨 Meet Marcus Krosche the Frankfurt Sporting director ripping off Big clubs in the transfer market and How he is doing it pic.twitter.com/mgMXGxuUzs
— Football Matter (@footbolmatter10) July 21, 2025
Σύμφωνα με το Transfermarkt, καμία ομάδα δεν έχει αποκομίσει περισσότερα κέρδη τα τελευταία τρία χρόνια από την Αϊντραχτ. Από την έβδομη θέση το 2022-23, ανέβηκε στην πέμπτη, στην τρίτη και πλέον είναι στην κορυφή της σχετικής λίστας της Μπουντεσλίγκα. Η διοίκηση προσλαμβάνει παράλληλα ψυχολόγους, διατροφολόγους για τους νέους παίκτες, ενώ η στόχευση στις προσθήκες είναι συγκεκριμένη, με 21 από τις τελευταίες 26 μεταγραφές της Φρανκφούρτης να είναι κάτω των 25 ετών.
Η αντίθετη πορεία της Αστον Βίλα, ελέω Μόντσι
Το καλοκαίρι του 2023 έφτασε στο Μπέρμινγχαμ ο Μόντσι, «σεσημασμένος» για το πετυχημένο παραγοντικό πέρασμά του από (κυρίως) τη Σεβίλλη και τη Ρόμα. Αλλαξε πολλά στοιχεία στη μεταγραφική στρατηγική της Αστον Βίλα, η οποία χωρίζεται πια σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι η προσθήκη έμπειρων και έτοιμων παικτών ώστε να μπουν απευθείας «στα βαθιά» και στην 11άδα του κόουτς Ουνάι Εμερι.
Δεν χρειάζεται να είναι όλοι για τον ρόλο του βασικού, αλλά ο προπονητής της Βίλα θέλει να γνωρίζει ότι μπορεί να τους υπολογίζει ανά πάσα στιγμή, δίχως την αμφιβολία της απειρίας.
Η δεύτερη κατηγορία είναι νεαροί παίκτες που έχουν ξεκινήσει την καριέρα τους σε προηγμένα πρωταθλήματα ή σε λιγότερο γνωστές λίγκες σε άλλες χώρες, τους οποίους ο κόουτς Εμερι θεωρεί «παίκτες με προοπτική». Αυτοί δεν αποκτώνται για να βοηθήσουν την ομάδα άμεσα, αλλά στο μέλλον.
Η ρουτίνα που έχει παρατηρηθεί τους τελευταίους 18 μήνες με τον Μόντσι στο τιμόνι είναι πως αυτές οι μεταγραφές ολοκληρώνονται με παρόμοιο αντίτιμο, μέσα σε ένα όριο μεταξύ πέντε κι εννέα εκατομμυρίων ευρώ. Κάποιοι από αυτούς τους παίκτες είτε παραχωρούνται δανεικοί είτε μένουν για λίγο στον σύλλογο από τον οποίο μόλις αποκτήθηκαν. Κατεύθυνση του Μόντσι ήταν η στρατολόγηση να βασίζεται σε «παίκτες με προοπτική» και σε «ακατέργαστα» ταλέντα που χρειάζονται βελτίωση. Κάτι που σαφώς δεν αρέσει στους οπαδούς, όμως ο Μόντσι δεν το συζητά.
📞 Monchi nunca ha cerrado la puerta al Sevilla
Con contrato en vigor en la Premier, hoy no hay negociación abierta, si entra Lappí:
📌 Gusta su modelo: control ejecutivo, solidez financiera, libertad operativa.
📌 Relación directa con Quintero.
📌 Línea abierta a medio plazo pic.twitter.com/cNSmsOxVWo
— Poulsenista (@CristianPoulsen) July 29, 2025
Στην περασμένη χειμερινή μεταγραφική περίοδο, η Βίλα ήθελε να υπογράψει έναν δεξιό μπακ και στράφηκε στον τότε 21χρονο Αντρές Γκαρσία της Λεβάντε, από τη δεύτερη κατηγορία της Ισπανίας αντί επτά εκατομμυρίων ευρώ. Εκπροσωπούνταν από το ίδιο πρακτορείο ατζέντηδων, την Interstar Deporte, όπως και ο διεθνής κεντρικός αμυντικός της αγγλικής ομάδας, Πάου Τόρες. Την τελευταία τριετία, παρά την ανυπομονησία του κόσμου μετά την πρόκριση στους «4» του Conference League το 2024 (αποκλεισμός από τον Ολυμπιακό) και στους «8» του Champions League φέτος, έγιναν άλλες επτά προσθήκες που δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο των 5-9 εκατ. ευρώ για αντίτιμο.
Ο Μόντσι έχει τον τρόπο του. Αλλά και την ταρίφα και το «ταβάνι» για αγορές.
