Τον φώναζαν «τρένο» για την ταχυδυναμική του, η οποία του επέτρεψε να διαγράψει μια ξεχωριστή πορεία και να γίνει, μεταξύ άλλων, ο πρώτος Κολομβιανός ποδοσφαιριστής που κατέκτησε πρωτάθλημα στην Ευρώπη, εν προκειμένω με την Μπάγερν Μονάχου τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.
Ο Αδόλφο Βαλένσια, ο οποίος πέρασε για ένα φεγγάρι από τον ΠΑΟΚ και έπαιξε συνολικά σε οκτώ διαφορετικές χώρες, ήταν ο πρώτος Κολομβιανός που αγωνίστηκε στην Μπάγερν και ο μοναδικός, μέχρι που το 2017 ο Χάμες Ροντρίγκες, τον οποίο ήθελε μαζί του ο άλλοτε προπονητής του στη Ρεάλ Μαδρίτης, Κάρλο Αντσελότι, αποκτήθηκε ως δανεικός για μια διετία από τους Βαυαρούς.
Ο μετέπειτα παίκτης (και) του Ολυμπιακού ξεκίνησε καλά, ο εκτελεστικός διευθυντής Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε έφτασε στο σημείο να ευχαριστήσει δημοσίως τον «Καρλέτο» για την εισήγησή του, αλλά, όπως και ο Βαλένσια, δεν είχε διάρκεια και εντέλει η Μπάγερν δεν ενεργοποίησε την οψιόν αγοράς στον δανεισμό του.
Ο Λουίς Φερνάντο Ντίας Μαρουλάντα… τριτώνει το καλό και, σε καμία περίπτωση, όχι με το αζημίωτο. Με 75 εκατ. ευρώ στη Λίβερπουλ, ο 28χρονος εξτρέμ είναι η τρίτη πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία της Μπάγερν, πίσω μόνο από τον Χάρι Κέιν (95), με τον οποίο θα είναι συμπαίκτης, και τον Λουκάς Ερναντές (80), που κατέκτησε το τρεμπλ ως μέλος της ομάδας (Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Champions League), αλλά ποτέ δεν έκανε πραγματικά το «μπαμ».
Στην πιο ώριμη ηλικία ενός ποδοσφαιριστή, ο Ντίας θέλει να δικαιώσει όσους τον πίστεψαν ξοδεύοντας ένα τόσο μεγάλο ποσό, αλλά και να διαψεύσει όσους αμφισβητούν την αποδοτικότητά του, θεωρώντας ότι μπορεί να εξελιχθεί σε μια παταγώδη αποτυχία, όπως συνέβη με τον Σαντιό Μανέ, ο οποίος το καλοκαίρι του 2022, σε ηλικία τριάντα ετών, αποκτήθηκε αντί 32 εκατ. ευρώ, επίσης από τη Λίβερπουλ, αλλά έμεινε μόλις ένα χρόνο στο «Αλιάντς Αρένα».
Στην πρωταθλήτρια Αγγλίας, οι ετήσιες αποδοχές του Ντίας έφταναν μετά βίας τα 3,5 εκατ. ευρώ, από τους πιο χαμηλούς μισθούς στο ρόστερ των «κόκκινων». Για την ακρίβεια, δεν ήταν καν στο Top-15 του ρόστερ!
Στη μόνιμη (με εξαίρεση την προπέρσινη σεζόν λόγω Μπάγερ Λεβερκούζεν) πρωταθλήτρια Γερμανίας και πάντα επίδοξη πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο μισθός του Κολομβιανού εκτοξεύεται στα 14 εκατ. ευρώ (!), όντας όμως μόλις ο όγδοος πιο ακριβοπληρωμένος, πίσω από Κέιν (25), Μάνουελ Νόιερ (21), Τζόσουα Κίμιχ (20), Τζαμάλ Μουσιάλα (18,8), Σερζ Γκνάμπρι (18,8), Κίνγκσλεϊ Κομάν (17) και Αλφόνσο Ντέιβις (15).
Ακόμα και έτσι, θα νιώθει ότι η δουλειά του ανταμείβεται ανάλογα. Ο ίδιος, άλλωστε, έμαθε με τα (πολύ) λίγα, αφού μεγάλωσε σε ένα πολύ ταπεινό σπιτικό, όπου οι γονείς του πάλευαν καθημερινά για να μπορέσουν να δώσουν ένα κομμάτι ψωμί στον ίδιο και στα τρία αδέλφια του, ένα κορίτσι και δύο αγόρια, τα οποία και αυτά ακολούθησαν ποδοσφαιρική καριέρα.
Ο Ντίας έχει ρίζες στην ινδιάνικη κοινότητα των γουαγιού, γνωστή για την αγριότητα των πολεμιστών τους τον 19ο αιώνα. Αυτό το μαχητικό πνεύμα διακατείχε από μικρό τον Λουίς, ο οποίος έμαθε να παίζει ξυπόλυτος στους δρόμους με ίνδαλμα τον Ροναλντίνιο, προτού ανδρωθεί σε Μπαρανκίγια και Ατλέτικο Τζούνιορ, πριν έρθει στην Ευρώπη για λογαριασμό της Πόρτο.
Στους Δράκους, βαδίζοντας στα χνάρια των συμπατριωτών του Ραδαμέλ Φαλκάο και Χάμες Ροντρίγκες, ο Ντίας άργησε λίγο να προσαρμοστεί, αλλά κατέληξε να κάνει τη διαφορά και να τραβήξει το ενδιαφέρον μεγαλύτερων συλλόγων, με τη Λίβερπουλ να δίνει 45+15 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2022.
Οι «κόκκινοι» τον είχαν στα υπόψη τους για το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν, αλλά όταν διαπίστωσαν ότι η Τότεναμ επίσης έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον, έσπευσαν να τον κάνουν δικό τους, ανταποκρινόμενοι και στο «θέλω» του προπονητή Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τον ποδοσφαιριστή.
Στο «Ανφιλντ» έκανε τόσο γρήγορα το «μπαμ» που υποχρέωσε ανθρώπους που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα να συγκρίνουν τον αντίκτυπό του στην ομάδα με αυτόν που έκαναν στο παρελθόν θρύλοι όπως ο Κέβιν Κίγκαν, ο Κένι Νταλγκλίς και ο Τζον Μπαρνς.
Ο ίδιος έκανε πραγματικότητα το όνειρό του να αγωνιστεί στην αγγλική Premier League, δικαιώνοντας την πίστη που πάντα είχε σε εκείνον ο πατέρας και πρώτος του προπονητής, Λουίς Μανουέλ, ο οποίος ήξερε από πολύ νωρίς ότι ο γιος του θα γινόταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Τον Απρίλιο του 2024, όμως, τα πάντα έμοιαζαν να γκρεμίζονται. Ο πατέρας του Λουίς απήχθη στην Κολομβία και, για δώδεκα αγωνιώδεις μέρες, ο Ντίας και η οικογένειά του δεν ήξεραν αν θα δουν ξανά ζωντανό τον άνθρωπο που αποτελεί την κολόνα της οικογένειας.
Ευτυχώς, οι Αρχές κατάφεραν να τον απελευθερώσουν, για να γίνει στη συνέχεια γνωστό ότι στην απαγωγή είχε παίξει καθοριστικό ρόλο ένας άνδρας που θεωρούνταν φίλος του Λουίς Μανουέλ και, μάλιστα, είχε εργαστεί ως προπονητής στο ποδοσφαιρικό ίδρυμα που φέρει το όνομα του γιου.
Μετά αυτή την τόσο δυσάρεστη περιπέτεια, ο Λουίς Ντίας φροντίζει συνεχώς για την ασφάλεια της οικογένειάς του, αλλά και να την κάνει περήφανη με τις επιτυχίες του, τόσο σε συλλογικό επίπεδο όσο και με την εθνική ομάδα, όπου πλέον είναι ένας από τους ηγέτες των «καφετέρος».
Οπως ήταν, δηλαδή, ο Αδόλφο Βαλένσια όταν έπαιζε και ο Χάμες Ροντρίγκες όταν ήταν στα καλύτερά του. Οι δύο προηγούμενοι Κολομβιανοί που φόρεσαν (και άντεξαν) τη βαριά φανέλα της Μπάγερν Μονάχου, η οποία θα φέρει πλέον το όνομα «Luis Diaz» με το «14» στην πλάτη.
