Στα 36 του χρόνια, ο Μάρτσιν Γκάρουτς παίζει ακόμα επαγγελματικό ποδόσφαιρο στη δεύτερη ομάδα της Μιετζ Λέχνιτσα. Παρότι η καριέρα του κύλησε πρωτίστως μεταξύ δεύτερης και τρίτης κατηγορίας στην Πολωνία, τον Μάιο του 2023 έκανε ντεμπούτο στην πρώτη με τη φανέλα της πρώτης ομάδας της Μιετζ Λέχνιτσα. Και, με ύψος 1.54, ο έμπειρος μέσος έγινε επισήμως ο κοντύτερος ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε πρώτη κατηγορία ευρωπαϊκής χώρας.
Στη Βραζιλία, αλλά σε τοπικό επίπεδο, στη Σαμπάιο Κορέια, ο επιθετικός Μπιμπίνια έχει την τιμή να κατέχει τον (άτυπο) τίτλο του κοντύτερου ποδοσφαιριστή στην Ιστορία, αφού έχει ύψος… 1.49! Είναι, δηλαδή, «baixinho» (σημαίνει «κοντούλης» στα βραζιλιάνικα) όνομα και πράγμα.
Στη χώρα όπου το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία, ο πιο διάσημος «baixinho» όλων των εποχών είναι ο θρυλικός Ρομάριο (1.67), ο οποίος κατέχει με το σπαθί του θέση στην πρώτη τριάδα παγκοσμίως των κορυφαίων μπαλαδόρων, μαζί με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα (1.65) και τον Λιονέλ Μέσι (1.69).
Ολοι τους υπήρξαν. και όχι άδικα, ανάμεσα στα ινδάλματα του Γκαμπριέλ Ταντέου Στρεφέτσα Ρεμπελάτο (1.68), τον οποίο αποκτά ο Ολυμπιακός με την προσδοκία να επιβεβαιωθεί, για άλλη μία φορά, ότι το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα των κοντών.
Ο Βραζιλιάνος με ιταλικές ρίζες εξτρέμ, βεβαίως, είχε πάντα ως μεγάλο σημείο αναφοράς τον Κριστιάνο Ρονάλντο από τους παλαιότερους και τον Βινίσιους Ζούνιορ από τους νεότερους, αφού και ο ίδιος ως ποδοσφαιριστής συνδυάζει ταχύτητα, ντρίμπλα και μακρινό σουτ.
Με αυτές τις αρετές, ξεχώρισε στα τμήματα υποδομής της Κορίνθιανς, αγωνιζόμενος κυρίως ως μπακ, έστω και με την επιθετική φιλοσοφία που διακατέχει τους αμυντικούς και γενικά όλους τους ποδοσφαιριστές (ακόμα και τους… τερματοφύλακες) στη Βραζιλία. Από τα οκτώ του χρόνια μέχρι που ενηλικιώθηκε, στο γήπεδο τον πήγαινε το μεγάλο στήριγμά του, ο παππούς του Βάλτερ, αφού οι γονείς του δούλευαν.
Εκεί του έβγαλαν το παρατσούκλι «espeto», το οποίο σημαίνει «σουβλάκι», επειδή εμφανιζόταν στις προπονήσεις με το μαλλί του γεμάτο ζελέ. Το αποδέχθηκε με χιούμορ, αν και ο ίδιος για τον εαυτό του προτιμάει να λέει ότι είναι ταπεινός, χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος.
Οταν τελείωσε το συμβόλαιό του με την Τιμάο, η ομάδα του Σάο Πάουλο, η γενέτειρά του δηλαδή, επέλεξε να μην το ανανεώσει. Και, σε συνεννόηση με τον μάνατζέρ του, ο Γκαμπριέλ αποφάσισε σε ηλικία 18 ετών να κάνει το μεγάλο βήμα και να δοκιμάσει την τύχη του στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στο Ριέζι της Καλτανισέτα, όπου είχαν γεννηθεί οι γονείς του παππού του (εξ ου και το απολύτως ιταλικό επίθετο).
Στην Ιταλία, ο μάνατζερ είχε κανονίσει δοκιμαστικό με τη Λάτσιο. Παρότι εντυπωσίασε τους ανθρώπους της ομάδας με τις ικανότητές του με την μπάλα στα πόδια, το ύψος του αποτελούσε τροχοπέδη, τουλάχιστον για τον προπονητή της πρώτης ομάδας, τον νυν τεχνικό της Αλ Χιλάλ και πρώην της Ιντερ, Σιμόνε Ιντσάγκι.
«Μίλησε με τον μάνατζέρ μου και του είπε ότι ήμουν πολύ κοντός για να παίξω στο υψηλό επίπεδο», θυμάται ο Στρεφέτσα, ο οποίος βάλθηκε τα επόμενα χρόνια να διαψεύσει τον Ιντσάγκι, αγωνιζόμενος σε πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατηγορία με ΣΠΑΛ, Γιούβε Στάμπια, Κρεμονέζε, Λέτσε και Κόμο.
Στην αρχή ζορίστηκε γιατί δεν ήξερε τη γλώσσα, αλλά την έμαθε γρήγορα, έγινε λάτρης των τοπικών φαγητών (πάνω απ’ όλα η καρμπονάρα) και, μέσω τηλεφωνικής καθοδήγησης από τη μητέρα του, έμαθε να μαγειρεύει και βραζιλιάνικα φαγητά. Οι πιο ωραίες δημιουργίες του, βεβαίως, ήταν πάντα μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Ειδικά στη Λέτσε ήταν παίκτης-κλειδί στην άνοδο από τη δεύτερη στην πρώτη κατηγορία, σε σημείο να τραβήξει την προσοχή του τότε ομοσπονδιακού προπονητή της Ιταλίας, Ρομπέρτο Μαντσίνι, έστω και αν εντέλει δεν τον κάλεσε στη Σκουάντρα Ατζούρα.
Με τα χρόνια, κατάφερε να φέρει στην Ιταλία τον παππού του Βάλτερ, ο οποίος ονειρευόταν πάντα να γνωρίσει τη χώρα των γονιών του. Χάρη στον Γκαμπριέλ τα κατάφερε, απόλαυσε την τοπική πίτσα, αλλά δυστυχώς λίγους μήνες αργότερα έφυγε από τη ζωή, εξαιτίας προβλημάτων με την καρδιά του.
Ακόμα και απών, όμως, είναι πάντα παρών για τον αγαπημένο του εγγονό, ο οποίος ξεκίνησε αγωνιζόμενος ως επιτελικός μέσος πίσω από τον επιθετικό, καθιερώθηκε ως εξτρέμ και, εκτός από τους αντιπάλους του, ντρίμπλαρε και τα πικρόχολα σχόλιά τους για να τον πικάρουν.
Τον φώναζαν «μικρούλη» και ότι δεν θα έκανε ποτέ τίποτα λόγω του ύψους του. Πώς τους απαντούσε ο Στρεφέτσα; Τους ντρίμπλαρε, έδινε ασίστ ή σκόραρε και, περιπαικτικά, τους έλεγε «για κοίτα τον κοντούλη!».
Οι προπονητές του πάντα τον εμπιστεύονταν, αφού μπορεί να αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις της μεσοεπιθετικής γραμμής και κάνει τη διαφορά, τόσο στο ένας εναντίον ενός, όσο και σε οργανωμένες, ομαδικές προσπάθειες.
«Τον Στρεφέτσα θα τον έπαιρνα μαζί μου σε οποιαδήποτε κατηγορία, από τα τοπικά μέχρι το Champions League. Είναι ένα χρυσό παιδί, ένας παίκτης ομάδας. Αν θέλεις να δημιουργήσεις ένα δυνατό πρότζεκτ, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος», ήταν το απόλυτο εγκώμιο του Σεσκ Φάμπρεγας, ο οποίος συνυπήρξε με τον Γκαμπριέλ αρχικά ως συμπαίκτης και, στη συνέχεια, ως προπονητής στην Κόμο, με την οποία ο Βραζιλιανοϊταλός βίωσε τη μετάβαση από τη δεύτερη στην πρώτη κατηγορία.
Στο Κόμο, εκτός από την μπάλα, απολάμβανε την περίφημη λίμνη του, στην οποία πήγαινε πολύ συχνά για φαγητό με τη σύζυγό του Λαρίσα και τις δύο κόρες τους, Μανουέλα και Μανταλένα. Πλέον θα κάνουν τις βόλτες τους στον Πειραιά και στα νότια προάστια, συνδυάζοντας τη διασκέδαση με την προσδοκία για μια αξιοσημείωτη καριέρα και με συμμετοχές στο υψηλότερο επίπεδο, το Champions League.
