Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, κάναμε μια μικρή απόδραση στο Δρέπανο Αργολίδας. Ηταν κάτι σαν πρόγευση των διακοπών, ένα κοντινό φευγιό, μόλις 1 ώρα και 40 λεπτά από την Αθήνα. Δεν είχαμε πάει ποτέ, ούτε είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες πέρα από λίγη ξεκούραση. Τελικά, εκεί βρήκαμε όλα όσα δεν περιμέναμε: απλότητα, φροντίδα, νοστιμιά, και ένα κομμάτι αυθεντικής ελληνικής επαρχίας με τις ασχήμιες και τις ομορφιές της, που δεν προβάλλεται συχνά από τουριστικούς οδηγούς καθώς το μέρος δεν είναι… curated, αλλά αντίθετα, αφτιασίδωτο.
Το Δρέπανο απέχει λίγα χιλιόμετρα από το Ναύπλιο, την Επίδαυρο, και βρίσκεται μια ανάσα από Τολό και τα Ιρια. Η περιοχή είναι καταπράσινη, γεμάτη καλλιέργειες εσπεριδοειδών, με κάποιες να πλησιάζουν την παραλία της Πλάκας, μία από τις ομορφότερες της περιοχής.

Μείναμε στο κάμπινγκ Tρίτον ΙΙ, που εκτός από θέσεις για σκηνές και τροχόσπιτα, διαθέτει και ξύλινα σπιτάκια μέσα σε μουριές, ό,τι πρέπει για τους εκδρομείς του Σαββατοκύριακου που μπαίνουν στο αμάξι χωρίς πολλά συμπράγκαλα. Τα σπιτάκια έιναι εξοπλισμένα με ένα ή δύο κρεβάτια, σετ από λευκές βαμβακερές πετσέτες, και ένα κλιματιστικό, έχουν χώρο εξωτερικής «αυλής» με ένα ψυγείο για τα απαραίτητα, τραπέζι και μια αιώρα. Το εστιατόριο του κάμπινγκ ήταν μια ωραία έκπληξη: γρήγορο σέρβις, φαγητό που αγαπούν όλες οι ηλικίες, από τηγανητές πατάτες και φρέσκο καλαμαράκι μέχρι risotto και pasta, με κουζίνα που σερβίρει από νωρίς το πρωί μέχρι πολύ αργά, λίγα βήματα από τη θάλασσα. Φάγαμε εκεί δυο φορές και την επόμενη μέρα δειπνήσαμε στην πλατεία του χωριού στην ταβέρνα του Κόντου, ένα χιλιόμετρο πιο πάνω.
Το μαγαζί έχει ιστορία που ξεκινά το 1908. Ο πρώτος Κόντος, ο Γεώργιος, άνοιξε ένα μικρό μπακάλικο που σέρβιρε και μερικούς μεζέδες. Στο μαγαζί έφταναν τα μεσημέρια και ντόπιοι ψαράδες με όσα ψάρια δεν είχαν καταφέρει να πουλήσουν, κι έτσι η γυναίκα του Γιώργου, η Μαργαρίτα, τους τα έψηνε και τους σέρβιρε ένα κρασί. Στον ίδιο χώρο μερικά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1930 ο παππούς Δημήτρης άνοιξε ένα κρεοπωλείο. Γύρω στη δεκαετία του ’60, ο γιός του Δημήτρη, Γεώργιος, μετέτρεψε το μαγαζί σε χασαποταβέρνα. Ηξερε καλά τη δουλειά, την έμαθε μεγαλώνοντας μέσα στο μαγαζί με τον πατέρα του, που ήταν ο ίδιος χασάπης. Τότε ξεκινούσε και ο τουρισμός, κυρίως με Ελληνες και έπειτα ήρθαν και άλλοι Ευρωπαίοι. Ο Γιώργος μάζευε καλάμια από τις καλαμιές της λιμνοθάλασσας του Βιβαρίου για να περνάει το χοιρινό και να το ψήνει αυτοσχέδια.

Σήμερα, το μαγαζί το συνεχίζουν τα δισέγγονα του πρώτου Κόντου: ο Ανδριανός και ο Δημήτρης, μαζί με τις συζύγους τους, την Τατιάνα και την Αγγελική. Στην ψησταριά, ένας μάστορας από τη Βόρεια Ηπειρο δίνει ρεσιτάλ στο κάρβουνο.
Γύρω μας, στα τραπέζια, μιλούσαν γαλλικά και αγγλικά ξένοι επισκέπτες, τουρίστες από το Τολό, Ναυπλιώτες που ξέρουν. Σε αυτό το μικρό χωριό με τους 1.500 κατοίκους, που κάποτε ήταν κεφαλοχώρι για την περιοχή, η πολυγλωσσία μου φάνηκε σχεδόν κινηματογραφική.
Παραγγείλαμε γουρουνοπούλα στη σούβλα, παϊδάκια αρνίσια και παρ’ όλο που δεν ήταν στην εποχή τους, ήταν τρυφερά και υπέροχα ψημένα. Η χωριάτικη ήρθε με ντομάτες εκτός ψυγείου – ένα σχόλιο κι ένα κλείσιμο ματιού στο σωστό τρόπο αποθήκευσης, σε κάποιο δροσερό σημείο της κουζίνας, που τις αφήνει να βγάλουν τους γλυκούς χυμούς τους. Η φέτα πικάντικη. Οι πατάτες φρέσκες, ασπροτηγανισμένες με γλυκιά ψίχα και μυρωδάτη ρίγανη.

Στο τέλος σερβίρουν ραβανί από τα χέρια των συζύγων. Είναι το γλυκό του σπιτιού, που δεν αναγράφεται πουθενά, στο φέρνουν κέρασμα. Μια χειρονομία που λέει τόσα πράγματα για τις οικογενειακές ταβέρνες. Σε περιποιούνται σαν να σε βάζουν στο σπίτι τους, γιατί εκεί μέσα ζουν, εκεί εργάζονται, εκεί μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Θα ξαναπάμε.
Πλατεία Κύπρου, Δρέπανο Αργολίδας, Τ/ 27520-92212
*Τα καταστήματα και τα προϊόντα που προτείνονται είναι επιλογές της δημοσιογράφου και δεν έχουν εμπορικό σκοπό.
