Χθες έγιναν εκλογές στην πόλη της Νέας Υόρκης. Συγκεκριμένα, οι ψηφοφόροι του Δημοκρατικού κόμματος ψήφισαν για να διαλέξουν τον υποψήφιο του κόμματος στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές της πόλης. Η διαδικασία, όπως έχει δείξει η ιστορία, καθώς η Νέα Υόρκη είναι ολοκληρωτικά Δημοκρατική πόλη, πρακτικά κρίνει και το ποιος θα είναι ο επόμενος δήμαρχος. Η ιστορία έχει ενδιαφέρον για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, ήταν μια ενδιαφέρουσα πολιτική διαδικασία, που βγάζει χρήσιμα συμπεράσματα για το πολιτικό σκηνικό στη χώρα εκείνη σήμερα, σε μια περίοδο μεγάλης πολιτικής κρίσης και αβεβαιότητας. Δεύτερον, επειδή στη συγκεκριμένη διαδικασία χρησιμοποιήθηκε ένα εκλογικό σύστημα ασυνήθιστο, που έχει ενδιαφέρον. Ας ξεκινήσουμε από αυτό.
Στις εκλογές αυτές χρησιμοποίησαν το σύστημα της ταξινομικής ψήφου. Με αυτή τη μέθοδο οι πολίτες δεν ψηφίζουν τον υποψήφιο ή την υποψήφια που προτιμούν, αλλά περισσότερους (εν προκειμένω, μέχρι πέντε) υποψηφίους ή υποψήφιες, τοποθετώντας τους μάλιστα με σειρά προτεραιότητας. Ποιον προτιμούν πιο πολύ -τον βάζουν πρώτο-, ποια προτιμούν δεύτερη, και ούτω καθεξής, όσους θέλουν, μέχρι πέντε. Στην καταμέτρηση των αποτελεσμάτων, αν κάποιος ή κάποια συγκεντρώσει πάνω από το 50% των πρώτων θέσεων, εκλέγεται άμεσα. Αν όχι, τότε αυτός ή αυτή που κατέλαβε την τελευταία θέση σε πρώτες ψήφους, βγαίνει από τη διαδικασία, και στα ψηφοδέλτια που του/της είχαν δώσει την πρώτη θέση, λαμβάνονται υπόψη οι δεύτερες θέσεις. Η καταμέτρηση συνεχίζεται έτσι σε γύρους, αφαιρώντας τον τελευταίο κάθε φορά, μέχρι να βρεθεί υποψήφια ή υποψήφιος που παίρνει πάνω από το 50%.
Το σύστημα της ταξινομικής ψήφου έχει ενδιαφέρον, επειδή αποτυπώνει πιο αποτελεσματικά τη βούληση του λαού. Ο πολίτης καλείται να κάνει μια πιο ουσιαστική επιλογή, να απαντήσει σε ένα πολυπλοκότερο ερώτημα από τον απλό σταυρό, και να επηρεάσει το αποτέλεσμα με πιο ουσιαστικό τρόπο. Αυτό το σύστημα, ας πούμε, αντιμετωπίζει και μια στρέβλωση των παραδοσιακών εκλογών: το φαινόμενο πολίτες να μην ψηφίζουν «μικρούς» εναλλακτικούς υποψήφιους, τους οποίους κατά τα άλλα θα προτιμούσαν, επειδή νομίζουν ότι έτσι σπαταλάνε την ψήφο τους, προς όφελος κάποιου από τους επικρατέστερους που δεν θα προτιμούσαν. Τώρα μπορούν να ψηφίσουν ακριβώς αυτούς που θέλουν, αποτυπώνοντας την αληθινή βούλησή τους και όχι κάποια μεσοβέζικη στρατηγική. Η ταξινομική ψήφος δίνει τη δυνατότητα, δε, σε υποψηφίους που έχουν ευρεία αποδοχή, αλλά ίσως όχι υποστήριξη από ισχυρό μηχανισμό ή πολλά χρήματα, να κερδίσουν. Μια υποψήφια που έχει βγει δεύτερη σε πρώτες ψήφους, για παράδειγμα, αλλά έχει πάρα πολλές δεύτερες και τρίτες ψήφους, μπορεί να κερδίσει έναν υποψήφιο που βγαίνει πρώτος σε πρώτες ψήφους, αλλά διχάζει τον κόσμο και, εκτός από τους οπαδούς του, δεν τον θέλει κανένας άλλος.
Τα προβλήματα με το σύστημα αυτό, βεβαίως, ξεκινούν από το ότι είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Το ψηφοδέλτιο είναι λίγο πιο δύσκολο στη συμπλήρωση. Η επιλογή των υποψηφίων χρειάζεται σκέψη. Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι το ότι σε κάποιες περιπτώσεις η καταμέτρηση και τα αποτελέσματα αργούν πολύ. Στη Νέα Υόρκη, ας πούμε, δεν θα ανακοινωθούν τελικά αποτελέσματα πριν από την παραλαβή όλων των ψήφων που εστάλησαν ταχυδρομικά (μέχρι την 1η Ιουλίου), και μετά η καταμέτρηση μπορεί να πάρει καιρό.
Αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα χθες. Γιατί ξέρουμε ήδη ποιος είναι ο νικητής.
Στις χθεσινές εκλογές της Νέας Υόρκης, λοιπόν, ένας υποψήφιος συγκέντρωσε το 43,5% των πρώτων ψήφων, στο 93% των καταμετρηθέντων ψηφοδελτίων. Δεν κέρδισε απευθείας, αλλά ο δεύτερος, που πήρε το 36,4%, και τον οποίο οι περισσότεροι άλλοι υποψήφιοι (και οι περισσότεροι πολίτες) απεχθάνονται, βγήκε και αποδέχθηκε την ήττα του δημόσια. Θα χρειαστούν κάμποσες ημέρες για να βγει το τελικό αποτέλεσμα, αλλά όλοι θεωρούν δεδομένο ότι ο νικητής των εκλογών ήταν ο 33χρονος Ζοχράν Μαμντάνι.
Ο Μαμντάνι είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Γιος Ινδών μεταναστών (η μαμά του είναι η διάσημη σκηνοθέτιδα Μίρα Ναΐρ), γεννημένος στην Ουγκάντα (άρα δεν μπορεί να εκλεγεί πρόεδρος), με μικρό βιογραφικό και μέχρι πρόσφατα παντελώς άγνωστος, έτρεξε μια υποδειγματική, φρέσκια προεκλογική καμπάνια. Συγκέντρωσε πόρους από χιλιάδες μεμονωμένους πολίτες-δωρητές, χρησιμοποιώντας μαεστρικά τα social media και δίνοντας έμφαση στα προβλήματα της καθημερινότητας. Υποσχέθηκε πράγματα που για τους New York Times και τη γεροντοκρατία του Δημοκρατικού κόμματος φαντάζουν «λαϊκιστικά» και «αριστερά», αλλά για ευρωπαϊκά αυτιά μοιάζουν μια νορμάλ σοσιαλδημοκρατική ατζέντα (όπως και όλη η επονομαζόμενη «ακραία αριστερή» πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος, ΠΑΣΟΚ είναι ο άνθρωπος). Βοήθησε και το ότι ο Μαμντάνι είναι νέος, επικοινωνιακός, χαμογελαστός, συμπαθής και εξαιρετικά χαρισματικός. Και επίσης βοήθησε και κάτι άλλο: το ότι η γεροντοκρατία του Δημοκρατικού κόμματος, οι New York Times και η Δημοκρατική νεοϋρκέζικη ελίτ τον απεχθάνονται.
Ποιον υποψήφιο υποστήριξε σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση το κατεστημένο; Μα, φυσικά, τον χειρότερο. Τον 67χρονο πρώην κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Αντριου Κουόμο, που είχε γίνει διάσημος παγκοσμίως επειδή του έλαχε να διαχειριστεί την πανδημία σε ένα από τα παγκόσμια hotspots της. Το πράγμα στράβωσε όταν πολλές, πολλές γυναίκες τον κατηγόρησαν για σεξουαλική παρενόχληση και για τη δημιουργία ενός τοξικού περιβάλλοντος για τις γυναίκες που εργάζονταν στο γραφείο του. Ηταν ένα σκάνδαλο τόσο μεγάλο που τον οδήγησε στην παραίτηση το 2021. Στα σύνορα της τρίτης ηλικίας, καταφρονεμένος και ξεπερασμένος, σαν Σαμαράς του Μανχάταν, ο Κουόμο τώρα θεωρεί ότι είναι η ώρα του για rebranding, και έχει από πίσω του να τον στηρίζει το υπερήλικο κατεστημένο του κόμματος. Πρόσφατα, ο Μπιλ Κλίντον, ο οποίος δεν έχει βγάλει κιχ για όσα συμβαίνουν στη χώρα του (για τους πεζοναύτες στο Λος Αντζελες, τις απαγωγές μεταναστών από μασκοφόρους, μέχρι τη διαφθορά και τα κρυπτονομίσματα του Τραμπ) βρήκε τη λαλιά του για να δηλώσει τη στήριξή του στον Κουόμο. Την προεκλογική του καμπάνια υποστήριξαν με ποταμούς εκατομμυρίων μεγιστάνες όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, χρηματοδοτώντας, μεταξύ άλλων, ενέργειες σπίλωσης του Μαμντάνι. Για να φανταστείτε, τα προεκλογικά PACs του Κουόμο είχαν τυπώσει φυλλάδια όπου είχαν πυκνώσει ψηφιακά το μούσι του νεαρού, και τον είχαν κάνει να μοιάζει πιο σκούρος και τζιχαντόμορφος.
Οι προσπάθειές τους, βεβαίως, απέτυχαν.
Η νίκη του Μαμντάνι δείχνει διάφορα πράγματα. Οτι η εκτός πραγματικότητας γεροντοκρατία των Δημοκρατικών, που ασφαλώς έχει μεγάλη ευθύνη για τη διαχείριση του φαινομένου Τραμπ και για την κατάρρευση της αμερικανικής δημοκρατίας, αρχίζει, επιτέλους, να τρώει τις κατραπακιές που της αξίζουν από το εκλογικό σώμα. Οτι υπάρχουν θύλακες υγείας και αντίστασης μέσα στο πολιτικό σύστημα –έστω και στην κοσμοπολίτικη, προοδευτική Νέα Υόρκη. Και κάτι άλλο ακόμα, που βεβαίως τεκμηριώνεται και από τις έρευνες: ότι η κοινωνική πρόοδος των τελευταίων δεκαετιών δεν σταματά, και ότι το πολιτισμικό πισωγύρισμα που σηματοδοτούν φαινόμενα όπως η εκλογή του Τραμπ αντανακλά μια οπισθοχώρηση μόνο ενός μέρους της κοινωνίας και όχι ολόκληρης.
Αξίζει να αναφέρουμε και κάτι άλλο: η Νέα Υόρκη έχει ήδη δήμαρχο.
Ο σημερινός δήμαρχος Ερικ Ανταμς εξελέγη το 2021 με τους Δημοκρατικούς, αλλά δεν είναι υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Γιατί; Μα επειδή βρέθηκε υπόδικος για δωροδοκίες (μεταξύ άλλων, και από την τουρκική κυβέρνηση) και άλλες σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς. Βεβαίως, η γεροντοκρατία των Δημοκρατικών δεν αποκλείει έτσι εύκολα ανθρώπους επειδή απλά μπλέχτηκαν σε ένα σκανδαλάκι. Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο το κόμμα δεν θέλει να τον βλέπει ούτε ζωγραφιστό. Ολες οι πολύ σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς μπήκαν στο αρχείο από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Επειδή αποδείχτηκε αθώος; Οχι βέβαια. Επειδή, όπως πολλοί πλούσιοι και προβεβλημένοι υπόδικοι, αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές άρχισε να γλείφει πατόκορφα τον Τραμπ. Και έτσι τώρα ο ατιμασμένος αλλά ελεύθερος Ανταμς, που εξακολουθεί να είναι δήμαρχος, σκοπεύει να κατέβει ξανά, ως ανεξάρτητος, στις επερχόμενες εκλογές.
Στις οποίες εκλογές, εκτός από τον Ανταμς, μπορεί τελικά να είναι υποψήφιος και ο Κουόμο, που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να κατέβει κι αυτός ως ανεξάρτητος, καθώς και 71χρονος Κέρτις Σίλβα, ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, στον οποίο κανένας δεν δίνει σημασία. Θα μπορέσει ο 33χρονος μουσουλμάνος Ζοχράν Μαμντάνι να τους κερδίσει όλους αυτούς τους boomers; Κανείς δεν ξέρει.
Οι εκλογές εκείνες, πάντως, δεν θα διεξαχθούν με την ταξινομική ψήφο. Θα γίνουν με τον απλό, παραδοσιακό τρόπο του μοναδικού ψηφοδελτίου.

