Πότε ξέχασαν οι άνθρωποι να χτίζουν μεγάλης κλίμακας έργα, να λύνουν τεράστια προβλήματα του κόσμου; Αν κοιτάξει κανείς την Κίνα ή άλλα πρόσφατα μεγάλα επιτεύγματα του είδους μας, θα απαντήσει εύκολα: ποτέ. Αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς θα διαπιστώσει ότι σε κάποια σημεία του κόσμου –και μάλιστα σε μερικά από τα πιο προοδευτικά και εύπορα- υπάρχει πρόβλημα. Αυτή είναι η θέση ενός πρόσφατου βιβλίου που έγραψαν δυο Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ο Ντέρεκ Τόμσον και ο Εζρα Κλάιν (από το Atlantic και τους New York Times αντίστοιχα), με τ’ όνομα “Abundance”, για το οποίο σας έγραφα και πρόσφατα. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η χώρα τους εδώ και πολύ καιρό έχει χάσει την ικανότητα να υλοποιεί μεγάλα και φιλόδοξα σχέδια, τόσο στον τομέα των υποδομών όσο και στους τομείς της έρευνας, της επιστήμης και της γνώσης. Αυτό, λένε, είναι το σημαντικότερο στοιχείο της αμερικανικής παρακμής σήμερα. Μολονότι υπάρχουν και τα μέσα, και τα χρήματα, και η τεχνολογία και οι άνθρωποι για την παραγωγή αδιανόητης ευημερίας και προόδου για όλους, βασικά θεσμικά εμπόδια αλλά και μια κουλτούρα στάσης και επιφυλακτικότητας δεν επιτρέπουν να προχωρήσει τίποτε.
Για να τεκμηριώσουν το πρόβλημα, οι συγγραφείς προτείνουν την εξής νοητική άσκηση: φανταστείτε, γράφουν, ότι κοιμάστε το 1875 στη Νέα Υόρκη και ξυπνάτε τριάντα χρόνια αργότερα. Οταν κοιμηθήκατε δεν υπήρχε ηλεκτρικό, μπάσκετ, Coca Cola ή ασπιρίνες. Το ψηλότερο κτίριο της πόλης ήταν μια εκκλησία. Οταν ξυπνάτε, το 1905, βλέπετε μπροστά σας μια πόλη γεμάτη με ουρανοξύστες, αυτοκίνητα, ποδήλατα με λάστιχα, φωτογραφικές μηχανές και ηλεκτροδοτημένα πολυκαταστήματα. Και στον κόσμο υπάρχουν μηχανές που πετάνε. Τώρα φανταστείτε, λένε, ότι πέφτετε για ύπνο το 1990 και ξυπνάτε το 2020. Εκτός από τα κινητά, τους υπολογιστές και το σχήμα των τηλεοράσεων, όλα τα άλλα θα σας φανούν, λίγο πολύ, ίδια και γνώριμα.
Το βιβλίο είναι εστιασμένο στις ΗΠΑ, βεβαίως, και μάλιστα απευθύνεται αποκλειστικά στη «δημοκρατική», φιλελεύθερη πλευρά (που έχει χάσει τον έλεγχο του αφηγήματος περί προόδου και ανάπτυξης στον εκεί πολιτικό διάλογο) αλλά τα διδάγματα και τα μηνύματα που περιέχει έχουν χωρίς αμφιβολία εφαρμογή και αλλού.
Αλλά τι εννoούμε «έχουν χάσει την ικανότητα να υλοποιούν μεγάλα σχέδια»; Οι συγγραφείς αναφέρουν ως παράδειγμα τη χαρακτηριστική ανικανότητα της Πολιτείας της Καλιφόρνια να φτιάξει υπερταχεία σιδηροδρομική γράμμη που θα ενώνει το Σαν Φρανσίσκο με το Λος Αντζελες σε δύο ώρες. Το έργο βρίσκεται στη δημόσια σφαίρα από τη δεκαετία του 1980, εξασφάλισε χρηματοδότηση το 1996 και μπήκαν υπογραφές το 2008. Επιπλέον, έχει κερδίσει και την αμέριστη υποστήριξη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης (επί Ομπάμα) το 2009. Παρ’ όλα αυτά δεν έχει καν ξεκινήσει. Το 19ο αιώνα, λένε, οι ΗΠΑ έχτισαν ένα σιδηροδρομικό δίκτυο που εκτεινόταν από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό μέσα σε έξι χρόνια. Σήμερα έξι χρόνια τους παίρνει μόνο η απαλλοτρίωση ενός οικοπέδου. Αυτό, βεβαίως, είναι πρόβλημα σε πολλά άλλα μέρη του πλανήτη. Στις ΗΠΑ, όμως, είναι ακόμα χειρότερο. Η κατασκευή ενός χιλιομέτρου σιδηρόδρομου εκεί κοστίζει 609 εκατομμύρια δολάρια, την ώρα που στη Γερμανία το αντίστοιχο κόστος είναι 295 εκατομμύρια δολάρια και στην Πορτογαλία (που χρησιμοποίησε τα ΕΣΠΑ για να φτιάξει το δικό της δίκτυο), 96 εκατομμύρια δολάρια.
Η χώρα τους, λένε, έχει μάθει πολύ καλά να φτιάχνει πράγματα για να καταναλώνουμε, αλλά είναι σαν να έχει ξεχάσει να φτιάχνει τα σημαντικά και τα μεγάλα. Η κοινωνία τους έχει μετατραπεί από κατασκευαστική, που ήταν κάποτε, σε καταναλωτική. «Εχουμε μια καταπληκτική αφθονία σε αγαθά που γεμίζουν τα σπίτια μας», γράφουν οι συγγραφείς, «και τρομακτική έλλειψη σε αυτά που μας είναι απαραίτητα για μια καλή ζωή».
Τι είναι τα αγαθά που μας είναι απαραίτητα για μια καλή ζωή; Ας πούμε, σπίτια. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στη Γαλλία υπάρχουν περίπου 600 κατοικίες για κάθε 1.000 κατοίκους. O μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 517. Στην Ιαπωνία περίπου 500. Ο μέσος όρος στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι 470.
Στις ΗΠΑ; 425.
Υπάρχουν περιοχές στις ΗΠΑ όπου οι πολεοδομικοί κανόνες είναι τόσο ασφυκτικοί και η γραφειοκρατία τόσο εξοντωτική που πρακτικά είναι σχεδόν αδύνατο να κατασκευαστούν μεγάλοι αριθμοί νέων κατοικιών. Αυτό είναι κάτι που χειροτερεύει σταδιακά εδώ και έναν αιώνα περίπου. Το 1900 δεν υπήρχαν πολεοδομικοί κανόνες στις αμερικανικές πόλεις. Μέχρι το 1933, το 70% των κατοικημένων περιοχών είχαν τέτοιους κανόνες. Κι αυτό έχει συνέπειες. Τη δεκαετία του 1970 στο Λος Αντζελες κατασκευάστηκαν λιγότερα σπίτια από ό,τι στη δεκαετία του 1960. Τη δεκαετία του 1980, λιγότερα από ό,τι του 1970. Του 1990, ακόμα λιγότερα. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο πληθυσμός του Λος Αντζελες αυξανόταν. Σήμερα είναι μια από τις πόλεις με το μεγαλύτερο πρόβλημα αστεγίας στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Παρεμπιπτόντως, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα υποκεφάλαια του βιβλίου είναι αυτό στο οποίο οι συγγραφείς τεκμηριώνουν ότι το πρόβλημα της αστεγίας δεν οφείλεται ούτε σε οικονομικούς ούτε σε άλλους κοινωνικούς παράγοντες. Ούτε στα ναρκωτικά ούτε στην εκπαίδευση ούτε στην ψυχική υγεία. Ερευνητές εξέτασαν τα αντίστοιχα στοιχεία σε διάφορες κοινότητες και βρήκαν ότι κανένα από αυτά τα φαινόμενα δεν επηρεάζει πραγματικά αν μια πόλη έχει πολλούς ή λίγους άστεγους. Μόνο ένας παράγοντας επηρεάζε το πρόβλημα: η διαθεσιμότητα των κατοικιών.
Ολα αυτά, παρεμπιπτόντως, δεν είναι άγνωστα. Οι ειδικοί και εκεί και παντού τα ξέρουν. Πολιτική βούληση για την επίλυση του προβλήματος, ενίοτε, υπάρχει. Και, ενίοτε, ο λαός στηρίζει. Το 2016 οι πολίτες του Λος Αντζελες υπερψήφισαν ένα νόμο που θα αύξανε τους δημοτικούς τους φόρους για να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή 10.000 διαμερισμάτων για τους άστεγους. Το 2024 είχαν κατασκευαστεί λιγότερα από τα μισά, με ιλιγγιώδες κόστος: 600.000 δολάρια το κάθε διαμέρισμα, τιμή διπλάσια από τη μέση εμπορική τιμή ενός σπιτιού στο Χιούστον του Τέξας. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ούτε στην πολιτική βούληση ούτε στη λειτουργία της δημοκρατίας. Το πρόβλημα είναι στους θεσμούς, και δη στην εργαλειοποίηση των θεσμών από συμφέροντα.
Το βιβλίο εξηγεί με λεπτομέρειες πώς συνέβη αυτό σταδιακά.
Η συν τω χρόνω διάβρωση της ικανότητας του κράτους να χτίζει ξεκίνησε, μάλιστα, με ευγενή κίνητρα και σωστές προθέσεις. Προοδευτικοί ακτιβιστές τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 έθεσαν τις βάσεις για απαραίτητους περιορισμούς στην αυτοκίνηση (ζώνες ασφαλείας και άλλες προδιαγραφές που αύξαναν το κόστος των αυτοκινήτων αλλά έσωζαν ζωές), στην ανεξέλεγκτη δόμηση (εργοστασίων και άλλων δραστηριοτήτων που προκαλούσαν όχληση και ρύπανση στις πόλεις) και αλλού. Και η δράση τους είχε αποτέλεσμα. Τη δεκαετία του 1980 ο αέρας του Λος Αντζελες βρισκόταν πάνω από τα αποδεκτά όρια ρύπανσης 160 από τις 365 ημέρες του χρόνου. Τη δεκαετία του 2010 οι αντίστοιχες ημέρες ήταν κατά μέσο όρο 2. Τα ίδια, όμως, εργαλεία ακτιβισμού και αντίδρασης σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν για να πάνε τα πράγματα στο άλλο άκρο. Σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχουν 60 προγράμματα αδειοδότησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Οτιδήποτε χτίζεται πρέπει να υποβάλει αιτήσεις και να πάρει εγκρίσεις και άδειες από δεκάδες από δαύτα, ανάλογα με το έργο. Στο Σαν Φρανσίσκο χρειάζονται κατά μέσο όρο 1.128 ημέρες για να βγουν οι άδειες για την κατασκευή μιας πολυκατοικίας, αν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν νομικές παρεμβάσεις ή ενστάσεις από την τοπική κοινότητα. Δεν ξέρω αν σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές. Ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι καθυστερήσεις και οι δυσκολίες σε έργα μεγάλης κλίμακας προκύπτουν κυρίως μέσα από τη γραφειοκρατία και τις δομές του κράτους, στις ΗΠΑ (και, βέβαια, σε κάποιο βαθμό και στην Ελλάδα) αυτό πλέον γίνεται κυρίως μέσα από το δικαστικό σύστημα, με διαρκείς μηνύσεις και προσφυγές με στόχο την παρεμπόδιση ή την καθυστέρηση κάθε έργου. Κι η ισχύς αυτού του συστήματος αποτυπώνεται και με έμμεσους τρόπους στη δημόσια ζωή. Στις ΗΠΑ το 1% του πληθυσμού είναι νομικοί, αλλά το 1/3 της Βουλής των Αντιπροσώπων και οι μισοί γερουσιαστές είναι νομικοί. Με όλο, όμως, το γραφειοκρατικό θεσμικό πλαίσιο που έχει σταδιακά δημιουργηθεί, και τη γενικότερη κουλτούρα του NIMBY και της δικομανίας, το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση όπου τα συμφέροντα κάνουν πάρτι. Κι όταν λέμε «συμφέροντα» δεν έννοούμε μόνο κακές εταιρείες και μοχθηρούς καπιταλιστές. Στην περίπτωση της κατοικίας, τα «συμφέροντα» είναι κυρίως οι ιδιοκτήτες ακινήτων. Απλοί πολίτες.
Τη δεκαετία του 1970, λέει, το σπίτι έγινε το πολυτιμότερο περιουσιακό στοιχείο των νοικοκυριών. Και επειδή ήταν τόσο σημαντικό για τα οικονομικά των πολιτών, αναπτύχθηκε έντονα η ανάγκη να προστατευτεί η αξία του. Πώς εξασφαλίζεις ότι η αξία του περιουσιακού σου στοιχείου θα μείνει ψηλά; Εξασφαλίζοντας ότι δεν θα κατασκευαστούν δίπλα του πράγματα που θα ρίξουν την αξία του, και ότι δεν θα φτιαχτούν υπερβολικά άλλα παρόμοια σπίτια, ώστε να μην υπάρχει μεγάλη προσφορά (και άρα χαμηλές τιμές) για όσους θέλουν να αποκτήσουν και αυτοί σπίτι. Ενα μεγάλο κίνητρο για την επιβολή αυστηρών πολεοδομικών κανόνων (και όχι μόνο στις ΗΠΑ) ήταν πάντα τα συμφέροντα των ιδιοκτητών. Οσο πιο δύσκολο γίνεται σε ανθρώπους που δεν έχουν σπίτι να αποκτήσουν, τόσο πλουσιότεροι γίνονται οι υπάρχοντες ιδιοκτήτες σπιτιών. Οι συγγραφείς εξηγούν πώς σε κοινωνίες όπως η αμερικανική, τα συμφέροντα των ιδιοκτητών εκφράζονταν με τη δράση και τον ακτιβισμό των πολιτών που σταδιακά διεκδικούσαν και εξασφάλιζαν τον περιορισμό κάθε οικοδομικής δραστηριότητας στις γειτονιές και τις πόλεις τους. Κι όσο πιο πλούσιοι οι ιδιοκτήτες, τόσο πιο έντονες και αποτελεσματικές οι αντιδράσεις και οι διεκδικήσεις.
Αυτή η κουλτούρα έχει διαποτίσει τους περισσότερους κλάδους της αμερικανικής οικονομίας. Γράφαμε πρόσφατα για τις επιπτώσεις στην έρευνα και την καινοτομία. Η Πολιτεία της Καλιφόρνια, θυμίζουν, δαπάνησε 500 εκατομμύρια δολάρια πρόσφατα για να φτιάξει μια κοινή ηλεκτρονική πλατφόρμα για τη διαχείριση των εγγράφων των δικαστηρίων της Πολιτείας –και απέτυχε. Το σύστημα δεν λειτούργησε ποτέ. Το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας προσπαθεί να αναβαθμίσει το σύστημα χορήγησης βίζας και διαβατηρίων από το 2009 χωρίς επιτυχία. Η Εφορία τους προσπαθεί να αναβαθμίσει το εσωτερικό της δίκτυο από το 2000. Το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2030.
Ποια είναι η λύση; Οι συγγραφείς είναι σαφείς: περισσότερο, πιο ευέλικτο και καλύτερο κράτος. Μόνο το κράτος μπορεί να δώσει τη λύση σε αυτό το πρόβλημα. Γιατί, όπως το αναλύουν, στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η διάβρωση της εξουσιοδότησης του κράτους να λύνει τα μεγάλα προβλήματα και να χτίζει τα μεγάλα έργα τα τελευταία τουλάχιστον 50 χρόνια, μετά την κατάρρευση του αφηγήματος του “New Deal”. Η ιδέα ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι «μικρή» πηγάζει από οικονομικές θεωρίες ηλικίας ενός αιώνα, και αποτελεί τον πυρήνα της Δεξιάς εδώ και δεκαετίες. Από τη δεκαετία, όμως, του 1970 κιόλας έχει γίνει αποδεκτή και από μέρος του πολιτικού Κέντρου, έχει εισχωρήσει στο mainstream με τον τρόπο που αντιμεταναστευτικές ιδέες μπαίνουν στο mainstream σήμερα. «Η κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί να ορίζει το όραμά μας, να θέτει τους στόχους μας», έλεγε ο Τζίμι Κάρτερ το 1978. «Η εποχή των μεγάλων κυβερνήσεων έχει τελειώσει», δήλωνε ο Μπιλ Κλίντον το 1996. Το αποτέλεσμα; Το μπάτζετ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ έχει πενταπλασιαστεί από το 1960. Ο αριθμός, όμως, των δημοσίων υπαλλήλων έχει μείνει ο ίδιος. Δύο εκατομμύρια δημόσιοι υπάλληλοι δούλευαν τότε, δύο εκατομμύρια υπάρχουν και σήμερα, και προσπαθούν να αντεπεξέλθουν σε ολοένα και μεγαλύτερα γραφειοκρατικά φορτία.
Και αυτό έχει και άλλες συνέπειες. Η αποτελεσματικότητα ενός κράτους να υλοποιεί πράγματα έχει επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη του λαού. Το 1964 το 77% των Αμερικανών πίστευαν ότι «η κυβέρνηση κάνει το σωστό τις περισσότερες φορές». Το 2023 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 16%. Την επόμενη χρονιά, επανεξελέγη ο Τραμπ.
Οι συγγραφείς επιμένουν ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Οτι το κράτος, υιοθετώντας ένα εντελώς νέο αφήγημα, μπορεί να ρίξει τσεκούρι στις διαδικασίες και τη γραφειοκρατία, να προσλάβει ανθρώπους, να υιοθετήσει νέες, ευέλικτες διαδικασίες και να πυροδοτήσει μια ξέφρενη, βιώσιμη και καινοτόμα ανάπτυξη. Θεωρούν, μάλιστα, ότι στο σημερινό περιβάλλον του ακραίου διχασμού, όταν όλα τα προηγούμενα δεδομένα καταρρέουν, το έδαφος είναι γόνιμο για ένα τέτοιο νέο αφήγημα. Το κομμάτι του βιβλίου όπου ντύνουν την πρότασή τους για ένα νέο αφήγημα με ιδεολογικό πρόσημο είναι ίσως το πιο αδύναμο του βιβλίου, αλλά το συμπέρασμά τους είναι ξεκάθαρο: θεωρούν ότι γίνεται.
Τον Οκτώβριο του 2023 ένα βυτίο έπεσε πάνω σε μια γέφυρα στη Φιλαδέλφεια και τινάχτηκε στον αέρα, καταστρέφοντας τη γέφυρα ολοσχερώς. Αυτό ήταν πρόβλημα, καθότι αυτή δεν ήταν μια απλή γέφυρα. Από πάνω της περνούσε η Εθνική Οδός I-95, από την οποία διέρχονταν 160.000 αυτοκίνητα ημερησίως. Δεν ήταν απλό τροχαίο. Ηταν μια οικονομική καταστροφή. Κανονικά, σύμφωνα με όσα έχετε διαβάσει ήδη, θα υπέθετε κανείς ότι σήμερα, ενάμιση χρόνο αργότερα, το έργο της ανοικοδόμησης θα ήταν ακόμη στα χαρτιά ή, στην καλύτερη περίπτωση, στα δικαστήρια. Δεν έγιναν, όμως, έτσι τα πράγματα. Ο κυβερνήτης της Πολιτείας κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πράγμα που του έδινε το δικαίωμα να παρακάμψει κανόνες και διαδικασίες. Δεν υπήρξαν μακροχρόνιες μελέτες, πολλαπλές εγκρίσεις ή αργόσυρτες διαγωνιστικές διαδικασίες ανάθεσης. Το έργο ανατέθηκε αμέσως σε συνεργεία με βασικό κριτήριο την εγγύτητα: το ανέλαβαν συνεργεία που εργάζονταν ήδη σε άλλα, κοντινά, λιγότερο επείγοντα έργα που διακόπηκαν αμέσως. Τα συνεργεία με τα μηχανήματά τους μπήκαν στον χώρο μία ημέρα μετά το ατύχημα. Διατάχθηκαν να δουλεύουν σε βάρδιες 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Ηρθαν αμέσως εργάτες και επιστρατεύτηκαν προμηθευτές με απευθείας αναθέσεις από άλλα σημεία της Πολιτείας. Καθώς επιλέχτηκαν μόνο συνεργεία με συνδικαλισμένους εργάτες, που ανέλαβαν το έργο και με πατριωτική ζέση, δεν υπήρξαν αντιδράσεις ή προσφυγές κατά της διαδικασίας. Δόθηκαν, επιπλέον, τεράστιες ελευθερίες στους εργοδηγούς να παίρνουν αποφάσεις και πρωτοβουλίες κατά την εξέλιξη του έργου. Αποτέλεσμα;
Η γέφυρα ξαναχτίστηκε και δόθηκε στην κυκλοφορία μέσα σε δώδεκα ημέρες.

