Σε μία συνέντευξή του στην ιστοσελίδα athletestories.gr, για τον θρίαμβο της Εθνικής επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό του Μουντομπάσκετ 2006, είχε εξηγήσει ότι «λένε συχνά πως είναι καλύτερο, και σαφώς προτιμότερο, να μιλούν οι άλλοι για την επιτυχία σου. Να πουν οι άλλοι αν έγραψες ιστορία».
Ο Νίκος Χατζηβρέττας(Φωτο: ΙΝΤΙΜΕ) αποφάσισε να «υποδυθεί» τον ρόλο του αφηγητή για ένα άλλο μπασκετικό κατόρθωμά του, το οποίο έρχεται και πάλι στο μυαλό του λόγω δύο γνώριμων προσώπων.
Ο 47χρονος παλαίμαχος διεθνής γκαρντ στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική στο Ευρωμπάσκετ 2005 στο Βελιγράδι. Αν και από «σεσημασμένος» σκόρερ στον Ηρακλή προσαρμόστηκε σε άλλους ρόλους στον Παναθηναϊκό, πανηγύρισε δύο τρόπαια Ευρωλίγκας με το «τριφύλλι», το 2007 στην Αθήνα και το 2009 στο Βερολίνο. Τη δεύτερη φορά είχε συμπαίκτες τους Βασίλη Σπανούλη και Σαρούνας Γιασικεβίτσιους.
Ο κ. Χατζηβρέττας, νυν «ψυχή» (και ιδρυτής) της πετυχημένης ακαδημίας ΔΕΚΑ (10Α), η οποία πρόσφατα κατέκτησε το Πανελλήνιο πρωτάθλημα μπάσκετ εφήβων, γνωρίζει καλά τους δύο παλαίμαχους σταρ, οι οποίοι συνεχίζουν στο μπάσκετ ως προπονητές και είναι αντίπαλοι των «αιωνίων» στο επερχόμενο Final Four της Ευρωλίγκας.
Ο Λιθουανός προπονητής της Φενερμπαχτσέ αντιμετωπίζει τον Παναθηναϊκό στον πρώτο ημιτελικό (23/5, 18:00) και ο ομοσπονδιακός προπονητής της Ελλάδας, ως κόουτς της Μονακό, τον Ολυμπιακό στο δεύτερο ματς (23/5, 21:00) στο Αμπου Ντάμπι.
From playing together as players…to facing each other as coaches 😍
Vassilis Spanoulis 🤝 Sarunas Jasikevicius pic.twitter.com/PgIqk3al8Y
— AS Monaco Basket EN (@asmonaco_en) December 12, 2024
Ο ρούκι σε Final Four Ευρωλίγκας ως κόουτς, Βασίλης Σπανούλης και ο Σάρας στην έκτη προσπάθειά του (μία με Ζαλγκίρις, τρεις με Μπαρτσελόνα και δεύτερη με «Φενέρ») θα επιχειρήσουν να γίνουν μόλις ο τέταρτος κόουτς που θα στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης έχοντας κατακτήσει το άλλοτε Κύπελλο Πρωταθλητριών και ως παίκτης. Οι τρεις προηγούμενοι ήταν ο Αρμενακ Μισάκοβιτς Αλαχαχιάν (ΤΣΣΚΑ Μόσχας, 1961 και 1963 ως παίκτης και το 1969 από τον πάγκο), ο Λόλο Σάινθ με τη Ρεάλ Μαδρίτης (1964, 1965, 1967, 1968 στο παρκέ και 1978, 1980 ως κόουτς) και ο Σβέτισλαβ Πέσιτς (1979 παίζοντας για την Μπόσνα Σεράγεβο και το 2003 ως προπονητής της Μπαρτσελόνα).
«Προπονητές του παρκέ»
Ο Νίκος Χατζηβρέττας επισήμανε στην ιστοσελίδα της «Καθημερινής» ότι «ως παίκτες, στη θέση που έπαιζαν και οι δύο – αν και ο Σπανούλης ήταν περισσότερο στο “2” και ο Σαρούνας ως κλασικός πλέι μέικερ – ήταν λογικό να τους αποκαλούν “προπονητές” του παρκέ. Για να αγωνιστείς και να πρωταγωνιστήσεις σε αυτό το επίπεδο, πρέπει να “διαβάζεις” καλά τον αγώνα. Αμφότεροι καταλάβαιναν απόλυτα το παιχνίδι και η εξέλιξή τους σε προπονητές έμοιαζε φυσιολογική, αφού λατρεύουν το μπάσκετ και ασχολούνταν με αυτό όλη μέρα. Πάντοτε σκέφτονταν λίγο περισσότερο από τους υπόλοιπους και έψαχναν την πιο σωστή επιλογή».
Ο άλλοτε παίκτης και των ΤΣΣΚΑ Μόσχας και Αρη εξήγησε πως «λέγαμε από τότε ότι έχουν τα φόντα να γίνουν κόουτς, αρκεί να είχαν τις αντοχές να μπουν ξανά στη διαδικασία του πρωταθλητισμού και του να ζεις στο κόκκινο. Εχουν το “μικρόβιο” να συνεχίζουν και κυρίως, εκτός από έξυπνοι στο παρκέ, ήταν νικητές και τελειομανείς για να είναι οι καλύτεροι, κάτι που τους κρατά σε εγρήγορση και το μεταδίδουν και στους παίκτες τους. Ηταν τέτοιου είδους χαρακτήρες και για αυτό έχουν αυτήν την πρόοδο και βρέθηκαν και ως προπονητές σε αυτό το επίπεδο».
«Οι διαφορές Σπανούλη-Σάρας»
Ο Νίκος Χατζηβρέττας αγωνίστηκε με τον Παναθηναϊκό στο πλευρό των κόουτς των Μονακό και «Φενέρ» και τονίζει ότι «ο Σάρας ήταν πιο εκδηλωτικός. Φαινόταν από τις κινήσεις και τον τρόπο που μιλούσε στους συμπαίκτες του. Ολοι σέβονταν και αναγνώριζαν την αξία του και αποδέχονταν τον ηγετικό χαρακτήρα του. Ηταν ένας προπονητής στο παρκέ, διόρθωνε την ομάδα και ήταν εξωστρεφής. Σε αντίθεση με τον Βασίλη που ήταν μεν απαιτητικός, αλλά σαφώς πιο χαμηλών τόνων, ωστόσο επρόκειτο για έναν αγωνιστή και νικητή. Ηταν πιο πολύ της ελληνικής νοοτροπίας, που σέβεται την ιεραρχία και τον προπονητή. Και ο Γιασικεβίτσιους το έκανε, απλώς ήταν πάντα πιο ομιλητικός, ρωτούσε διαρκώς τους κόουτς και ήθελε να μαθαίνει.
»Για τον Σπανούλη δεν ήμουν βέβαιος, παρά τη μεγάλη αγάπη του για το άθλημα, ότι θα επέλεγε να ακολουθήσει το απαιτητικό πόστο του προπονητή, όμως έφτασε άμεσα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Μαζί με τον Σάρας είχαν αυτή την κοινή φλόγα στα μάτια, την αύρα του νικητή και του πρωταθλητή και ξέρουν πως δεν είναι κανόνας ένας σπουδαίος παίκτης να γίνει και μεγάλος κόουτς, αλλά πρέπει να έχει την αν(τ)οχή να το μεταλαμπαδεύσει στον αθλητή. Ο κόουτς δεν είναι μόνο για τα συστήματα στα μπλοκάκια, αλλά και για να εμπνέει τον παίκτη και να τους οδηγήσουν και σε αυτό που έχει ζήσει ο ίδιος στο παρκέ».
Νοοτροπία και μαθητές του Ζοτς
Για τον Νίκο Χατζηβρέττα, «η νοοτροπία είναι σημαντική, είτε μιλάς σε επαγγελματίες και καταξιωμένους παίκτες είτε σε μικρά παιδιά. Η φιλοσοφία του προπονητή καθορίζει αυτή τη νοοτροπία, για κάθε ξεχωριστή ομάδα, που διεκδικεί υψηλούς στόχους ή απλώς πρόκειται για μια ακαδημία. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται συνέπεια από όλους».
Πάντως, πρόσθεσε πως «ομολογώ ότι δεν μπορώ να παρατηρήσω άμεσα στοιχεία του παίκτη Σπανούλη και Γιασικεβίτσιους με τους ίδιους ως κόουτς, ωστόσο και οι δύο, όσο μεγάλοι και αν υπήρξαν, συνεργάστηκαν με σπουδαίους προπονητές και πήραν προφανώς ερεθίσματα, τα οποία και τους εξέλιξαν ως αθλητές και τους διαμόρφωσαν λογικά την προπονητική προσέγγιση. Οταν έχεις παίξει για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, δεν γίνεται να μην επηρεαστείς, σε ό,τι αφορά στον τρόπο που προετοίμαζε την ομάδα και τελειοποιούσε τη νοοτροπία και τη λειτουργία της ομάδας. Για να γίνεις κόουτς οφείλεις να πάρεις μηνύματα που καθορίζουν την πορεία σου».
Το «συνηθισμένο» Final Four και η απελευθέρωση
Η σκηνή ενός Final Four Ευρωλίγκας μοιάζει με κάτι για άλλους άπιαστο ή, ακόμη και για εκείνους που το έχουν ζήσει, ξεχωριστό και μοναδικό. Για τον Νίκο Χατζηβρέττα, όμως, είναι κάτι συνηθισμένο: «Κατανοώ ότι πολλοί αναζητούν μία μεταφυσική χροιά στο Final Four, όμως είναι απλώς η συνέχεια μίας διαδικασίας που κρατά έναν χρόνο για μια ομάδα και οι παίκτες πρέπει να κατανοήσουν πως καλό είναι να το θεωρούν “άλλη μία μέρα στο γραφείο”. Μία ομάδα δεν θα κάνει κάτι λιγότερο από αυτό που θα έκανε κάθε μέρα, σε κάθε άλλον αγώνα. Σαφώς το κίνητρο είναι μεγαλύτερο από έναν αγώνα στα μέσα της σεζόν, όμως φτάνεις εκεί με τη συνέπεια μηνών και οφείλεις να κάνεις απλώς το ίδιο».
Ο ίδιος ξεχώρισε τις δύο κατακτήσεις του τροπαίου, εξηγώντας αρχικά πως «το 2007 στην Αθήνα, η πίεση στο ΟΑΚΑ ήταν λογικό να είναι μεγαλύτερη και η σπουδαιότερη επιτυχία της ομάδας ήταν ο τρόπος που τη διαχειρίστηκε. Δεν είναι εύκολο να παίζεις στην έδρα σου και μπορεί εύκολα αυτό να μετατραπεί σε μειονέκτημα. Αλλά όταν μπαίνεις στο παιχνίδι τα ξεχνάς όλα. Η σημερινή εποχή είναι πιο έντονη. Η πληροφορία είναι πιο εύκολη και η πίεση είναι μεγαλύτερη γιατί πριν από 15-20 χρόνια δεν υπήρχαν social media. Κατανοούμε τη σημασία, όμως πάνω απ’ όλα είναι παιχνίδι. Κάποιος θα νικήσει και κάποιος θα ηττηθεί».
Καταλήγοντας, αναφέρθηκε και στο 2009 και επισήμανε ότι «σε αυτό το επίπεδο όλες οι ομάδες είναι υψηλού επιπέδου και γι’ αυτό σε Final Four θεωρώ πως ποτέ δεν υπάρχουν φαβορί. Αυτό που μετράει είναι η καλή μέρα και ποια ομάδα είναι πιο έτοιμη». Στο Βερολίνο, ο Νίκος Χατζηβρέττας και ο Παναθηναϊκός νίκησαν στον ημιτελικό τον Ολυμπιακό, σε μία αναμέτρηση που θύμισε τις «μάχες» σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα, στα Final Four του 1994 και 1995 αντίστοιχα και τόνισε πως «είναι απελευθερωτικό να πας μόνος σου στην τετράδα, δίχως τον μεγάλο αντίπαλο από τη χώρα σου. Είναι μεγαλύτερη η πίεση όταν είναι και οι δύο “αιώνιοι” και ειδικά όταν παίζουν και μαζί στον ημιτελικό, όπως κάναμε εμείς το 2009 με τον Ολυμπιακό. Είναι κάτι διαφορετικό, ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος και ο κόσμος το θέλει περισσότερο». Γνωρίζοντας, όμως, ότι «και αυτό δίνει μία αίγλη στη διοργάνωση και η κοινή παρουσία διαφημίζει το ελληνικό μπάσκετ, αν και η διαχείριση για τις ομάδες είναι δυσκολότερη».
