Κάπου έχουμε κολλήσει. Το έχουμε καταλάβει, νομίζω. Οι δημοσιογράφοι Εζρα Κλάιν και Ντέρεκ Τόμσον, από την εφημερίδα New York Times και το περιοδικό Atlantic αντίστοιχα, έγραψαν ένα καινούργιο βιβλίο με τ’ όνομα “Abundance“, στο οποίο περιγράφουν πώς το αμερικανικό κράτος έχει χάσει την ικανότητα να «χτίζει» μεγάλα και σημαντικά πράγματα. Κάθε είδους πράγματα. Σπίτια, δρόμους, σιδηροδρόμους, μεγάλα έργα υποδομής. Αλλά όχι μόνο έργα αλλά και ιδέες. Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου αναλύουν το πρόβλημα της έρευνας και της ανάπτυξης ειδικά στη δική τους χώρα, αλλά με ευρήματα και συμπεράσματα που ισχύουν και αλλού. Εξηγούν πόσο δυσκολότερο έχει γίνει να προκύπτουν νέες ανακαλύψεις και νέες επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, εν μέρει επειδή έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η έρευνα στην εποχή μας, σε σχέση με το πώς λειτουργούσε στο παρελθόν, αλλά και για άλλους, πιο θεμελιώδεις και οικουμενικούς λόγους.
Πρώτα απ’ όλα, όπως εξηγούν (και όπως έχουμε ξαναγράψει, με αφορμή ένα άλλο βιβλίο) αυτό που έχει αλλάξει περισσότερο είναι κάτι βασικό και θεμελιώδες, που δεν διορθώνεται: ότι όλες οι εύκολες ανακαλύψεις έχουν ήδη γίνει. «Πώς μπορούμε να έχουμε περισσότερους επιστήμονες», αναρωτιούνται οι συγγραφείς, «περισσότερα χρήματα, περισσότερα έτη εκπαίδευσης, περισσότερη γνώση, περισσότερη τεχνολογία, περισσότερες επιστημονικές δημοσιεύσεις αλλά, σε πολλά επιστημονικά πεδία, λιγότερες ανακαλύψεις;» Μέρος της απάντησης, λένε, έχει δοθεί με τη θεωρία του «βάρους της γνώσης», που διατύπωσε πριν από 20 χρόνια ο οικονομολόγος Μπέντζαμιν Τζόουνς. Είναι το γνωστό πρόβλημα των “low hanging fruits”. Οταν πας να μαζέψεις μήλα απ’ τη μηλιά, μαζεύεις πρώτα τα μήλα που κρέμονται από τα χαμηλότερα κλαδιά. Τα πιο εύκολα. Οταν αυτά τελειώσουν, όμως, πρέπει να αρχίσεις να σκαρφαλώνεις. Ενα ενδεικτικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου στην επιστήμη είναι η διαφορά στο πώς ανακαλύφθηκε το πρώτο χημικό στοιχείο (ο φώσφορος) και πώς ένα από τα τελευταία (το τενέσιο). Ο φώσφορος ανακαλύφθηκε όταν ένας Γερμανός αλχημιστής (ναι, αλχημιστής), το 1669, έβρασε ούρα και μετά, όταν εξατμίστηκε όλο το νερό, θέρμανε ό,τι είχε απομείνει. Κι έτσι ανακάλυψε, για πρώτη φορά από την αρχαιότητα, ένα νέο στοιχείο. Ολομόναχος. Το τενέσιο, το προτελευταίο στοιχείο του περιοδικού πίνακα, ανακαλύφθηκε το 2010 ως εξής: ένα εργαστήριο από το Τενεσί έστειλε 22 mg μπερκελίου, που είναι ένα πολύ σπάνιο μέταλλο, σε ένα άλλο εργαστήριο στη Ρωσία. Εκεί, επιστήμονες έριξαν πάνω του μια ακτίνα που έφερε έξι τρισεκατομμύρια ιόντα ασβεστίου ανά δευτερόλεπτο, για 150 συνεχόμενες ημέρες. Σε αυτό το διάστημα, χρησιμοποιώντας καταγραφικά εργαλεία εξαιρετικής ευαισθησίας, ανίχνευσαν ίχνη τενεσίου που εμφανίστηκαν για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Ετσι γίνεται με την επιστημονική γνώση: από τη στιγμή που ανακαλυφθούν τα εύκολα (πράγμα που στα περισσότερα επιστημονικά πεδία συνέβη από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι, ας πούμε, τα μέσα του 20ού), μετά απομένουν μόνο τα πολύ δύσκολα. Κι αυτό εν μέρει εξηγεί γιατί πολλαπλές έρευνες καταγράφουν μια μεγάλη μείωση στην παραγωγικότητα της επιστημονικής έρευνας, μολονότι και περισσότεροι επιστήμονες υπάρχουν σήμερα, και περισσότερα χρήματα επενδύονται στην έρευνα από ό,τι στο παρελθόν.
Αυτό, όμως, δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Οι συγγραφείς επισημαίνουν άλλα δύο πολύ σημαντικά προβλήματα που επιβραδύνουν και δυσκολεύουν την επιστημονική έρευνα τις τελευταίες δεκαετίες: το πώς λειτουργεί η κρατική έρευνα, και τη μετανάστευση.
Μολονότι οι μετανάστες αποτελούν το 14% του πληθυσμού των ΗΠΑ, γράφουν, από μετανάστες προέρχεται το 23% των πατεντών που κατατέθηκαν στη χώρα από το 1990 μέχρι το 2016, το 38% των αμερικανικών Νόμπελ (χημείας, φυσικής, ιατρικής) που απονεμήθηκαν από το 2000 μέχρι το 2023, και περισσότερες από τις μισές εταιρείες κεφαλαιοποίησης άνω του 1 δισ. στη χώρα –κυρίως εταιρείες τεχνολογίας. Υπενθυμίζουν ότι η γενικότερη κινητοποίηση κατά της μετανάστευσης στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια δεν αφορά μόνο την παράνομη μετανάστευση, όπως υποστηρίζουν οι συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες. Στην πράξη έχουν επιβραδυνθεί και τα προγράμματα ενσωμάτωσης νόμιμων μεταναστών υψηλής κατάρτισης, καθώς και οι διαδικασίες χορήγησης βίζας για φοιτητές ή επαγγελματίες. Οι ΗΠΑ σήμερα δίνουν ετησίως όσες βίζες σε εργαζομένους υψηλής κατάρτισης έδιναν και πριν από 25 χρόνια, όταν οι ανάγκες ήταν πολύ μικρότερες (μόλις 85.000 τον χρόνο). Αυτή η τάση είναι καταστροφική, γιατί οι ΗΠΑ διαχρονικά συγκέντρωναν με διάφορες αφορμές τα καλύτερα μυαλά του κόσμου για να δουλέψουν και να κάνουν μεγάλες και σημαντικές ανακαλύψεις εκεί, και επίσης για να διδάξουν και τις επόμενες γενιές επιστημόνων, δημιουργώντας ένα ακαταμάχητο περιβάλλον καινοτομίας. Αυτό το τελευταίο διάστημα σαμποτάρεται μεθοδικά, μια παράπλευρη συνέπεια της αντιμεταναστευτικής υστερίας που έχει απλωθεί παντού στον δυτικό κόσμο.
Το άλλο μεγάλο πρόβλημα, λένε, είναι το πώς χρηματοδοτείται η επιστημονική έρευνα στη χώρα τους. Εδώ το πρόβλημα είναι διπλό: και το πού πάνε τα λεφτά, και το πώς πάνε τα λεφτά εκεί που πάνε. Το πρώτο μέρος του προβλήματος έχει να κάνει με τα ερευνητικά πρότζεκτ που χρηματοδοτούνται, και με τους επιστήμονες που παίρνουν τις χρηματοδοτήσεις. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις έγιναν από επιστήμονες που ήταν στην ηλικία των είκοσι κάτι (Αϊνστάιν, Σρέντιγκερ, Χάιζενμπεργκ). Το 1980 το 22% των κρατικών χρηματοδοτήσεων για ιατρική έρευνα στις ΗΠΑ πήγαινε σε επιστήμονες ηλικίας κάτω των 35. Το 2010 το ποσοστό είχε πέσει στο 2%. Επιπλέον, οι έρευνες που χρηματοδοτούνται, εκτός από το ότι γίνονται από μεγαλύτερους σε ηλικία ερευνητές, είναι ολοένα και περισσότερο για θέματα που πατάνε σε ήδη γνωστή γνώση, «ασφαλείς» απόπειρες έρευνας πάνω σε τομείς όπου ήδη ερευνούν και πολλοί άλλοι. Αυτό είναι σοβαρό πρόβλημα, επειδή πολλές φορές οι ενδιαφέρουσες επιστημονικές ανακαλύψεις προέρχονται κυρίως από έρευνες σε πεδία απροσδόκητα. Στο βιβλίο αναφέρουν το παράδειγμα μιας σαύρας. Οταν το 1990 ερευνητές δούλευαν με τη σαύρα Χίλα (τη μεγαλύτερη σαύρα της βόρειας Αμερικής), βρήκαν μια ορμόνη στο δηλητήριό της η οποία αποδείχτηκε ότι επέτρεπε στο συγκεκριμένο ερπετό να περνάει μήνες χωρίς να χρειάζεται τροφή. Το αποτέλεσμα; Τα φάρμακα GLP-1 όπως το Ozempic, που σήμερα χρησιμοποιούνται κατά του διαβήτη αλλά και για την ασφαλή απώλεια βάρους και άλλες ευεργετικές επιπτώσεις σε όλο τον κόσμο. Αν γίνεται πιο δύσκολο σε ερευνητές, οι οποίοι θέλουν να μελετήσουν τα σάλια που φτύνει μια ταπεινή σαύρα, να βρουν χρηματοδότηση, ποιος ξέρει τι άλλα θαύματα δεν θα ανακαλυφθούν ποτέ.
Το δεύτερο μέρος του προβλήματος της χρηματοδότησης έχει να κάνει με τη γραφειοκρατία. Η επιστημονική έρευνα γίνεται μια ολοένα και περισσότερο γραφειοκρατική διαδικασία. Οι επιστήμονες καλούνται να γράφουν εκτενέστατες αιτήσεις, να υποβάλλουν πολυάριθμες προτάσεις και να κάνουν δημόσιες σχέσεις για να πείσουν οργανισμούς και φορείς για να χρηματοδοτήσουν την έρευνά τους. Αφιερώνουν μεγάλο μέρος του χρόνου (συνήθως πάνω από 40%) σε αυτή την αναζήτηση, και όχι για την έρευνα καθαυτήν. Ο τρόπος που έχει λυθεί αυτό είναι σε οργανισμούς όπως η DARPA, που διαθέτει πόρους για να υλοποιηθούν έρευνες με έμφαση στην αποτελεσματικότητα και τη συνεργασία, χωρίς ασφυκτική γραφειοκρατία ή πολλαπλά επίπεδα λογοδοσίας. Η συγκεκριμένη πρακτική έχει οδηγήσει σε σημαντικές ανακαλύψεις όπως, για παράδειγμα, το ίντερνετ. Αλλά πλέον αυτοί οι τρόποι είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας.
Και οι συγγραφείς επισημαίνουν –στο επόμενο, το πέμπτο κεφάλαιο– ότι το πρόβλημα δεν σταματάει εκεί. Οι ΗΠΑ, λένε, ανακαλύπτουν μεν λιγότερα καινούργια πράγματα, αλλά επιπλέον έχουν χάσει σχεδόν ολωσδιόλου την ικανότητα να μετατρέπουν ό,τι νέο ανακαλύπτουν σε προϊόντα και υπηρεσίες για τους πολίτες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ανακαλύφθηκαν τα ασανσέρ στα μέσα του 19ου αιώνα. Σήμερα η χώρα δυσκολεύεται να χτίσει πολλά πολύ ψηλά κτίρια, επειδή ένα ασανσέρ κοστίζει τέσσερις φορές περισσότερο για να εγκατασταθεί σε ένα κτίριο της Νέας Υόρκης, από ό,τι σε ένα αντίστοιχο κτίριο στην Ελβετία. Αντίστοιχα παραδείγματα είναι άπειρα: στις ΗΠΑ ανακαλύφθηκε πώς λειτουργούν οι μπαταρίες λιθίου. Αλλά σήμερα καμία αμερικανική εταιρεία δεν ξέρει να κατασκευάζει τέτοιες μπαταρίες, και σχεδόν όλες κατασκευάζονται πολύ πιο αποδοτικά και φτηνά στην Κίνα. Στις ΗΠΑ ανακαλύφθηκαν και τα φωτοβολταϊκά τη δεκαετία του 1950. Η χώρα θα μπορούσε να χτίσει τη βιομηχανική βάση για να αποτελέσει τον πυρήνα της εξάπλωσής τους στην εποχή μας. Απέτυχε για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους (μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρει η κυβέρνηση Ρέιγκαν) που αναλύονται στο βιβλίο, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία φωτοβολταϊκών πάνελ στον κόσμο μας σήμερα να παράγεται, ξανά, στην Κίνα.
Μία εξαίρεση υπήρξε πρόσφατα σε αυτόν τον κανόνα: η επιχείρηση “Warp Speed”. Το πώς η αμερικανική κυβέρνηση κατόρθωσε να κινητοποιήσει κρατικούς πόρους και ιδιωτικές εταιρείες σε μαζική κλίμακα και με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να καταφέρει να σχεδιάσει, να κατασκευάσει, να μεταφέρει και να χορηγήσει δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων κατά μιας ολοκαίνουργιας ασθένειας που σκότωνε εκατομμύρια ανθρώπους. Η ανάπτυξη των εμβολίων κατά της Covid, ίσως το πιο πετυχημένο ΣΔΙΤ στην παγκόσμια ιστορία, ήταν ένα παράδειγμα αποφασιστικής και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους για την αντιμετώπιση μιας σημαντικής κρίσης. Αλλά ήταν εξαίρεση. Ακόμα και η κυβέρνηση που το πέτυχε έχει αποκηρύξει πια αυτόν τον θρίαμβο –ήταν η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ. Η ίδια η δημιουργός της τεχνολογίας mRNA που οδήγησε στην ανάπτυξη κάποιων από αυτά τα εμβόλια, δε, η Κάταλιν Καρικό (βραβείο Νόμπελ Ιατρικής, 2023) σήμερα μάλλον δεν θα κατάφερνε να βρει χρηματοδότηση για τις έρευνές της. Βασικά, μάλλον δεν θα μπορούσε καν να φτάσει και να δουλέψει στις ΗΠΑ.
Ηταν μετανάστρια, από την Ουγγαρία.
