Κάτι που δεν ήξερα: η παράδοση της μεγάλης παρέλασης για τη “dia de los muertos” στην Πόλη του Μεξικού κάθε Νοέμβριο δεν είναι ακριβώς «παράδοση». Η ημέρα των νεκρών, κατά την οποία οι άνθρωποι τιμούν τους νεκρούς τους εορτάζεται εδώ και αιώνες, αλλά η συνήθεια να γίνεται παρέλαση στους δρόμους με μασκαράδες και μουσική δεν υπάρχει εδώ και αιώνες. Υπάρχει μόλις από το 2016. Ξέρετε πώς ξεκίνησε; Από την ταινία «Spectre», με τον Τζέιμς Μποντ, που είχε μια συναρπαστική σχετική σκηνή.
Ολος ο κόσμος που έχουμε φτιάξει είναι μια σειρά από ιστορίες, παραμύθια που πιστεύουμε συλλογικά και συνθέτουν τις διάφορες πτυχές των ζωών μας. Ποιος λέει ότι ένα χαρτάκι με ένα νούμερο πάνω έχει αξία, κι ένα χαρτάκι με ένα άλλο νούμερο απάνω έχει μια άλλη αξία; Κάποιος το αποφάσισε, και μετά όλοι οι άλλοι το πίστεψαν. Συμφωνούμε να ζούμε τις ζωές μας σαν να είναι αλήθεια. Κι έχουμε συμφωνήσει συλλογικά να συμφωνούμε με πολλές τέτοιες αυθαίρετες επινοήσεις. Η ταυτότητα της καθεμιάς και του καθενός μας είναι μια σύνθεση από τέτοιες παραδοχές. Και δεν είναι μόνο τα μεγάλα. Οι θρησκείες, η δημοκρατία, η ανταλλακτική αξία του χρήματος, η έννοια του «έθνους» – όλα αυτά είναι τα μεγάλα. Υπάρχουν και μικρότερες ιστορίες και παραδοχές, οι οποίες συνθέτουν τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας στον κόσμο και υπαγορεύουν τις συνήθειές μας κάθε μέρα, χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Και το αγαπημένο μου υποσύνολο από αυτές τις παραδοχές, τις ιστορίες και τις συνήθειες, είναι αυτές που, όπως η παρέλαση της “dia de los muertos”, προέρχονται από απροσδόκητες πηγές.
Ξέρατε, ας πούμε, γιατί οι άνθρωποι χαμογελάνε στις φωτογραφίες; Γιατί; Για ποιο λόγο σκάμε χαμόγελο αυθόρμητα όποτε στρέφεται προς το μέρος μας μια κάμερα; Επειδή η Kodak το αποφάσισε. Στην αρχή, βλέπετε, οι άνθρωποι δεν χαμογελούσαν στις φωτογραφίες. Οταν πρωτοεμφανίστηκε αυτό το μέσο, οι άνθρωποι το αντιμετώπισαν ως φυσιολογική εξέλιξη της ζωγραφικής. Κι επειδή όταν οι άνθρωποι στήνονταν για να τους κάνουν το πορτρέτο έπρεπε να μένουν για πολλή ώρα ακίνητοι, έπαιρναν μια σοβαρή ή ουδέτερη έκφραση. Ηταν η κανονική έκφραση που έφεραν τα πρόσωπά τους με την ελάχιστη μυϊκή προσπάθεια, για να μην κουράζονται. Το ίδιο έκαναν και όταν άρχισαν να στήνονται για φωτογραφίες στην αρχή του 20ού αιώνα. Δεν ήξεραν κάτι άλλο. Γι’ αυτό η συντριπτική πλειονότητα των παλιών φωτογραφιών δείχνουν πρόσωπα βλοσυρά. Στα μέσα του αιώνα, όμως η εταιρεία Kodak, που ήθελε να αυξήσει τον αριθμό των φωτογραφιών που τραβάνε οι πελάτες της, ξεκίνησε μια διαφημιστική καμπάνια η οποία ως στόχο είχε να επαναλανσάρει την έννοια της «φωτογραφίας». Από ένα μέσο αποτύπωσης της στιγμής, ήθελαν να τη μετατρέψουν σε ένα μέσο αποτύπωσης της χαράς. Αντί να καταγράφετε γενικά στιγμές, τους είπαν, αρχίστε να καταγράφετε τις χαρούμενες στιγμές. Και η καμπάνια συνοδευόταν από όμορφα πρόσωπα που, για πρώτη φορά, χαμογελούσαν διάπλατα. Ετσι ο κόσμος άρχισε να χαμογελά στις φωτογραφίες.
H διαφήμιση, που εξ ορισμού υπάρχει για να κατασκευάζει ιστορίες, είναι μια μεγάλη πηγή τέτοιων ευρύτατα αποδεκτών μύθων. Ο Αγιος Βασίλης, με τη γενειάδα και την κόκκινη στολή, είναι μια επινόηση της Coca Cola, που ήθελε οι πελάτες της να αγοράζουν το προϊόν και τον χειμώνα. Η έννοια του «ανθρακικού αποτυπώματος», το πόσο δηλαδή καθένας και καθεμιά από εμάς επηρεάζουμε την κλιματική αλλαγή ως άτομα, είναι μια ιδέα που γεννήθηκε από διαφημιστική καμπάνια (ο ορισμός του greenwashing) της πετρελαιοβιομηχανίας BP (!) το 2006. Το ότι «δυο ποτηράκια» αλκοόλ με το φαγητό κάνουν καλό είναι μύθος που αναπαραγόταν ευρέως από τις εταιρείες που παράγουν αλκοολούχα ποτά. Κι έχετε ακούσει τον στόχο των «10.000 βημάτων την ημέρα»; Τόσα, λέει, πρέπει να κάνουμε για να καίμε αρκετές θερμίδες και να διατηρούμε καλή υγεία. Είναι, βεβαίως, ένα αυθαίρετο, αστήρικτο από επιστημονικά δεδομένα νούμερο. Αυτό το ήξερα. Αυτό που δεν ήξερα ήταν το από πού βγήκε το «10.000» ακριβώς. Γιατί όχι «9.000»; Γιατί όχι «11.000»; Επειδή, λέει, ένας κατασκευαστής συσκευών που μετράνε τα βήματα παρατήρησε ότι ο αριθμός 10.000 στα ιαπωνικά μοιάζει με άνθρωπο που περπατάει: 万
Κι υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα ιστοριών και αντιλήψεων που είναι πιο τεχνητές και διαχρονικές από ό,τι νομίζουμε. Η ιδέα της τοπικής «κουζίνας», ας πούμε, ως κάτι το διαχρονικό και το αιώνιο. Δεν υπάρχει ιστορικά αμιγώς «ντόπια» κουζίνα. Τι πιο παραδοσιακά ελληνικό από την ντομάτα της χωριάτικης σαλάτας; Οι ντομάτες όμως πρωτοήρθαν στον ελλαδικό χώρο μόλις τον 19ο αιώνα, και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρέως μόλις στις αρχές του 20ού. Το 60% όλων των αγροτικών προϊόντων που καταναλώνονται σήμερα στην Ευρώπη αλλά και στην Ασία προέρχονται από την Αμερική. Οι ντομάτες. Οι πιπεριές τσίλι. Οι πατάτες. Οι λαοί της Αμερικής είχαν εκατοντάδες είδη πατατών και τις ξεχώριζαν όπως εμείς ξεχωρίζουμε τις ποικιλίες σταφυλιών σήμερα. Στην αρχή οι Ευρωπαίοι εξερευνητές ούτε τα καταλάβαιναν ούτε τα ήθελαν όλα αυτά, βέβαια. Τα καρυκεύματα που έψαχναν (από τις Ινδίες) δεν τα βρήκαν εκεί, κι αυτό τους ένοιαζε. Σήμερα, βέβαια, όλες οι κουζίνες του κόσμου βασίζονται σε τέτοια τρόφιμα. Αλλά είναι «ντόπια»;
Γενικά το θέμα της κουζίνας και των προϊόντων που άνθρωποι πίνουν και τρώνε είναι γεμάτο με μύθους. Καμία κουζίνα δεν είναι «τοπική». Ολες δανείζονται και επηρεάζονται από άλλες. Το παστίτσιο (με ιταλική προέλευση) και ο μουσακάς (από τη Μέση Ανατολή), τα ντολμαδάκια, τα κεφτεδάκια, τα γιουβαρλάκια, το γιουβέτσι και το τζατζίκι (αντιλαμβανόμαστε την προέλευσή τους από τα ονόματά τους). Αυτά, όμως, τα γαστριμαργικά δάνεια και οι ανταλλαγές έχουν φτάσει σε άλλα επίπεδα στη δική μας εποχή: το κοτόπουλο tikka massala δεν είναι «ινδικό». Το επινόησε ένας τύπος στη Γλασκώβη το 1971. Το σούσι με σολωμό δεν είναι «ιαπωνικό». Το φτιάξανε στη Νορβηγία.
Το αγαπημένο μου παράδειγμα, όμως, δεν είναι μια ιστορία ή ένας μύθος, αλλά μια έκφραση. Εχετε ακούσει την έκφραση “bucket list”; Αναφέρεται στη λίστα με τα πράγματα που θέλει να δει ή να βιώσει κανείς πριν πεθάνει. Θεωρείται έκφραση της καθομιλουμένης στα αγγλικά, πια, και ο κόσμος νομίζει ότι από πάντα οι άνθρωποι έφτιαχναν “bucket lists”. Ε, δεν ισχύει. Η φράση βγήκε από την ομώνυμη ταινία με τον Τζακ Νίκολσον και τον Μόργκαν Φρίμαν από το 2007. Δεν υπήρχε πριν.
