Θυμάστε τη Μαχσά Αμινί; Ηταν η 22χρονη γυναίκα που σκοτώθηκε στα χέρια της Αστυνομίας Ηθών του ιρανικού καθεστώτος, που είχε συλληφθεί επειδή δεν φορούσε σωστά το χιτζάμπ της. Ο θάνατός της προκάλεσε μια έκρηξη διαμαρτυριών σε ολόκληρη τη χώρα, μια Ιρανική Ανοιξη που συντάραξε την κοινή γνώμη σε όλο τον κόσμο. Ο λαός βγήκε στους δρόμους, και το καθεστώς έμοιαζε να τρεκλίζει. Παρακολουθούσαμε τις εικόνες από τις διαδηλώσεις με θαυμασμό και αλληλεγγύη. Και μετά, όπως γίνεται συνήθως, το ξεχάσαμε. Τι έγινε όταν οι εικόνες διαδηλώσεων και τα μηνύματα ελπίδας σταμάτησαν, κι ο υπόλοιπος κόσμος άρχισε να ασχολείται με άλλα; Το καθεστώς αντεπιτέθηκε, αυτό έγινε. Κι όχι μόνο με τις μεθόδους αυταρχισμού και βίας που χρησιμοποιούσε ήδη.
Η τεχνολογία δεν είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται μόνο για να βελτιώσει τις ζωές των ανθρώπων. Το ιρανικό καθεστώς χρησιμοποίησε νέες και καινοτόμες τεχνολογικές λύσεις όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις και τις αντιδράσεις του λαού, που ζητούσε ελευθερία και δικαιοσύνη, αλλά και για να κάνει την επιβολή των προϋπάρχοντων αυταρχικών κανόνων για την ενδυμασία των γυναικών (και γενικότερα) ακόμα πιο αποτελεσματική. Πρώτα απ’ όλα, χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα παρακολούθησης πάνω από 19.000 άτομα συνελήφθησαν, και 500 διαδηλωτές εκτελέστηκαν. Πριν περάσει καν ένας χρόνος από το ξέσπασμα των αντιδράσεων, είχαν έτοιμο ένα νέο πρόγραμμα που χρησιμοποιούσε τις κάμερες της τροχαίας για να εντοπίζει αυτόματα τις γυναίκες που δεν φορούν χιτζάμπ ενώ βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητό τους. Μόλις η κάμερα εντόπιζε ένα τέτοιο συμβάν, ερχόταν κατευθείαν ένα SMS στο κινητό της ένοχης. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε δεύτερη φορά, το SMS θα διέταζε την προσωρινή ακινητοποίηση του αυτοκινήτου. Την τρίτη, θα της έπαιρναν το αυτοκίνητο. Μέσα σε δύο μήνες το σύστημα έστειλε πάνω από ένα εκατομμύριο SMS και πάνω από 2.000 οχήματα είχαν κατασχεθεί. Πάνω στην πρώτη επέτειο του θανάτου της Μαχσά Αμινί, έτσι, για να περάσει το μήνυμα πιο εμφατικά, το καθεστώς πέρασε έναν ακόμα πιο αυστηρό νόμο για τα χιτζάμπ, με βαριές ποινές φυλάκισης για τις γυναίκες αλλά και με σοβαρές συνέπειες για επιχειρήσεις που τις απασχολούν αλλά και για τους άνδρες. Ο νόμος, δε, προέβλεπε την ανάπτυξη νέων εργαλειών παρακολούθησης και συστημάτων ΑΙ για τον εντοπισμό ενόχων. Ο Τσαουσέσκου θα πάθαινε ντελίριο αν είχε στη διάθεσή του τέτοια εργαλεία.
Στο τελευταίο βιβλίο του “Nexus”, για το οποίο έχουμε ξαναγράψει εκεί και εκεί, ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι εξιστορεί μερικές από τις παραδοσιακές «αναλογικές» τεχνικές παρακολούθησης και επιβολής που ακολουθούσαν αυταρχικά καθεστώτα όπως του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία και του Στάλιν στη Σοβιετική Ενωση. Κάποιες από αυτές αποτυπώνουν τον παραλογισμό και τη σκληρότητα, αλλά και τους τεχνικούς περιορισμούς που αντιμετώπιζαν τέτοιες μέθοδοι ελέγχου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για παράδειγμα, πράκτορες της ρουμανικής Σεκουριτάτε ανακάλυψαν ότι κάποιοι Ρουμάνοι έστελναν ανώνυμα γράμματα στο Ράδιο Ελεύθερη Ευρώπη ασκώντας κριτική στο καθεστώς. Οπότε ο δικτάτορας Τσαουσέσκου έδωσε εντολή να ξεκινήσει μια εθνική εκστρατεία συλλογής δείγματος του γραφικού χαρακτήρα όλων των πολιτών –και των 20 εκατομμυρίων από δαύτους. Ολα τα σχολεία υποχρεώθηκαν να στείλουν στις κεντρικές υπηρεσίες του κράτους εργασίες των μαθητών, όλα τα πανεπιστήμια των φοιτητών, όλες οι εταιρείες και οι υπηρεσίες χειρόγραφα των εργαζομένων. Για τους συνταξιούχους και τους ανέργους σκάρωσαν νέες διαδικασίες υποβολής εγγράφων για να τα συμπληρώσουν. Για να πιάσουν, δε, τα μηνύματα που είχαν αποσταλεί δακτυλογραφημένα, ανακοίνωσαν πως οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών γραφομηχανών θα έπρεπε να τις δηλώσουν στις αρχές, υποβάλλοντας «αποτύπωμα»/δείγμα της γραφομηχανής τους, και ζητώντας εγγράφως άδεια για να συνεχίσουν να τη χρησιμοποιούν.
Τέτοια καθεστώτα είχαν, βεβαίως διάφορους τρόπους να ελέγχουν τις ζωές των πολιτών. Ο συγγραφέας Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν περιγράφει την ιστορία ενός περιφερειακού κομματικού συνεδρίου στην επαρχία της Μόσχας στα τέλη της δεκαετίας του ’30, όπου κάποια στιγμή αναφέρθηκε το πρόσωπο του συντρόφου Στάλιν. Φυσικά, οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αλλά ύστερα από λίγη ώρα, έγινε προφανές ότι υπήρχε ένα πρόβλημα: ποιος θα ήταν ο πρώτος που θα σταματούσε να χειροκροτά; Υστερα από πέντε λεπτά οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να πονάνε στις παλάμες. Οι γηραιότεροι είχαν κουραστεί και λαχάνιαζαν. Οι άνδρες της ΝΚVD που βρίσκονταν στην αίθουσα παρακολουθούσαν (χειροκροτώντας και οι ίδιοι) τους χειροκροτητές έναν έναν. Υστερα από 11 λεπτά, ένας διευθυντής εργοαστασίου χαρτιού, το πήρε απόφαση, σταμάτησε να χειροκροτά, και κάθισε. Ολοι οι υπόλοιποι σταμάτησαν αμέσως και κάθισαν –κάποιοι σωριάστηκαν– κάτω. Το ίδιο βράδυ η μυστική αστυνομία συνέλαβε τον άνθρωπο που σταμάτησε πρώτος, και τον έστειλε στο γκούλαγκ.
Ο Χαράρι τις γράφει αυτές τις ιστορίες, βεβαίως, για να τονίσει το εξής: όλα αυτά μπορούν να γίνουν πολύ ευκολότερα και μαζικά με τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία.
Ούτε το καθεστώς Τσαουσέσκου ούτε το απάνθρωπα σκληρό καθεστώς του Στάλιν μπορούσαν να παρακολουθούν όλους τους πολίτες όλη την ώρα. Είχαν εκατοντάδες χιλιάδες πληροφοριοδότες (και για να παρακολουθούν τους δεκάδες χιλιάδες επίσημους πράκτορες) αλλά δεν μπορούσαν να παρακολουθούν τους πάντες 24 ώρες το 24ωρο. Ο βασικός τους στόχος ήταν ο φόβος, η πρόκληση της υποψίας σε όλους ότι μπορεί και να τους παρακολουθούν. Οι υπολογιστές, όμως, σήμερα μπορούν να το κάνουν. «Ζούμε σε μια ψηφιακή γραφειοκρατία», γράφει ο Χαράρι, «όπου διαρκώς εισπνέουμε και εκπνέουμε δεδομένα». Κυβερνήσεις και εταιρείες συλλέγουν ωκεανούς δεδομένων, κάποια μέσα από διαδικασίες όπως η έκδοση διαβατηρίων, άλλα με την εθελοντική συμμετοχή όλων μας στην ψηφιακή ζωή. Οτιδήποτε κάνουμε κάθε ημέρα αφήνει ένα ίχνος στον ψηφιακό κόσμο, από το να περπατάμε στον δρόμο (οπότε η μορφή μας καταγράφεται σε κάμερες σε δημόσιους χώρους, και το γεωγραφικό μας στίγμα καταγράφεται ανά πάσα στιγμή από το κινητό που έχουμε στην τσέπη) μέχρι το να μιλάμε με άλλους ανθρώπους εντός της εμβέλειας των μικροφώνων των κινητών. Υπολογιστικά συστήματα μπορούν πλέον να βρίσκουν ακόμα και χαμένα παιδάκια δεκαετίες μετά, έχοντας προβλέψει με ακρίβεια πώς μοιάζουν ως ενήλικες –το βιβλίο έχει κάμποσα τέτοια παραδείγματα από την Κίνα. Και, βέβαια, το πώς ακριβώς μπορούν να συγκεντρωθούν και να αξιοποιηθούν όλα αυτά τα δεδομένα από κυβερνήσεις (και άλλους) χωρίς να το παίρνουμε καν χαμπάρι έχει αναλυθεί εξαντλητικά και από ένα άλλο σημαντικό βιβλίο της εποχής, το γιγάντιο “The Age of Surveillance Capitalism” της Ζοσάνα Ζούμποφ (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τίτλο «Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού»).

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, νομίζω, είναι αυτό του Ιράν. Γιατί μας δείχνει ότι επαναστάσεις σαν αυτές που έχουμε συνηθίσει να θαυμάζουμε και από τις οποίες έχουμε μάθει όλες και όλοι να εμπνεόμαστε, μάλλον στην εποχή μας δεν είναι πια αρκετές. Δεν είναι μόνο ότι νέες τεχνολογικές λύσεις μπορούν να γίνουν επικίνδυνα εργαλεία καταστολής και αυταρχισμού από ανελεύθερα καθεστώτα. Είναι και ότι οι λαοί είναι πλέον πιο αδύναμοι και απροστάτευτοι απέναντί τους. Μολονότι οι σημερινοί επαναστάτες χρησιμοποιούν και αυτοί την τεχνολογία για να οργανώνονται και να κινητοποιούνται πιο άμεσα και μαζικά, η ίδια η επανάσταση γίνεται όπως γινόταν πάντα: με κορμιά και φωνές στους δρόμους. Αλλά, στην πράξη, αν η αντίσταση γίνεται δύο φορές πιο αποτελεσματικά από ό,τι παλιά, φαίνεται ότι η καταστολή γίνεται δέκα φορές πιο αποτελεσματική. Κι η πολυσυζητημένη «Αραβική Ανοιξη» της προηγούμενης δεκαετίας με τα μηνύματα στα κινητά οργανώθηκε. Απέτυχε.
