Λένε πως η ζωή μιμείται την τέχνη, αλλά και ότι πολλές φορές η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία. Για την επαγγελματική διαδρομή του Τζέιμι Ρίτσαρντ Βάρντι ισχύουν και τα δύο. Και, αναμφίβολα, η ζωή και το έργο του βετεράνου επιθετικού δίνουν εύκολα υλικό για μια δίωρη (το λιγότερο) συγκινητική ταινία ή για μια μίνι σειρά 4-5 επεισοδίων σε διαδικτυακή πλατφόρμα.
Το φινάλε τους θα τον έβρισκε πιθανότατα στο χορτάρι του «King Power Stadium» να αναπολεί τις στιγμές που έζησε φορώντας την μπλε φανέλα της Λέστερ, η οποία θα κορνιζαριστεί και θα μπει σε περίοπτη θέση στο σαλόνι του σπιτιού του, μετά τις 25 Μαΐου και τον τελευταίο αγώνα με την Μπόρνμουθ.
Πριν από λίγες ώρες, ο 38χρονος επιθετικός από το Σέφιλντ ανακοίνωσε ότι στο τέλος της σεζόν αποχωρεί από τις «αλεπούδες», έπειτα από 13 χρόνια λαμπρής παρουσίας με σχεδόν 500 επίσημες συμμετοχές (496 προς το παρόν), σχεδόν 200 γκολ (198 προς το παρόν) και σχεδόν 70 ασίστ (69 προς το παρόν).
Παρά τα τρία αυτά «σχεδόν», τα 13 χρόνια του Τζέιμι στη Λέστερ δεν είχαν ποτέ αυτό το «σχεδόν», αφού μαζί της έφτασε σε επιτυχίες που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί για μια ομάδα που, προ Βάρντι και Σία, είχε σε 128 χρόνια ιστορίας τρία Λιγκ Καπ, το τελευταίο (2000) με στέλεχός την τον Θοδωρή Ζαγοράκη, και ένα Community Shield.
Οι φίλαθλοι ήξεραν απ’ έξω την ενδεκάδα της ασύλληπτης επιτυχίας της σεζόν 2015-16, όταν η Λέστερ του Κλάουντιο Ρανιέρι σόκαρε την παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα κατακτώντας, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά και τη «λογική», την Premier League. Το πιο δύσκολο, απαιτητικό και θεαματικό πρωτάθλημα του πλανήτη.
Εχουμε και λέμε: Σμάιχελ στο τέρμα, Σίμπσον, Μόργκαν, Χουτ και Φουκς στην άμυνα, Μαχρέζ, Ντρινκγουότερ, Καντέ, Ολμπράιτον στη μεσαία γραμμή, Οκαζάκι και Βάρντι στην επίθεση.
Από αυτή την ενδεκάδα, μόνο Τζέιμι είχε απομείνει στο ρόστερ μέχρι τώρα. Για να θυμίζει εκείνη τη σπουδαία ομάδα που, εκτός από το πρωτάθλημα, κατέκτησε ένα Κύπελλο και ένα Community Shield (αμφότερα το 2021), έφτασε μέχρι τα προημιτελικά του Champions League και κοίταξε στα μάτια μερικές από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να… κλαίει ο Βάρντι, ο οποίος πρόσφατα ξέσπασε δημόσια για τον δεύτερο υποβιβασμό της Λέστερ τα τελευταία τρία χρόνια, στα οποία η ομάδα έχει καταντήσει ασανσέρ μεταξύ της Premier League και της Championship.
«Συλλογικά, ως παίκτες και ως ομάδα, αποτύχαμε. Απλώς δεν υπάρχει κανένα κρυφτό και αρνούμαι να διασκεδάσω οποιαδήποτε πρόταση να το κάνω. Οντας σε αυτόν τον σύλλογο για τόσο καιρό, έχουμε βιώσει τόσο πολλές επιτυχίες – και αυτή η σεζόν δεν ήταν παρά άθλια και για εμένα προσωπικά, μια απόλυτη ντροπή», ανέφερε σε ανάρτησή του προς τους φίλους της ομάδας πριν από λίγες ημέρες, προσθέτοντας ότι «πονάει, και ξέρω ότι το νιώθετε κι εσείς. Προς τους οπαδούς: Λυπάμαι. Συγγνώμη που δεν παίξαμε και συγγνώμη που τελειώσαμε τη σεζόν του 2025 με τέτοιο χάλι».
Το έγραψε γιατί έτσι βγήκε από μέσα του, γιατί ο ίδιος στη ζωή του έχει μάθει να παλεύει και, συνήθως, να βγαίνει νικητής από τις μάχες του. Το έκανε, άλλωστε, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όταν ο βιολογικός του πατέρας, Ρίτσαρντ Τζιλ, εγκατέλειψε αυτόν και τη μητέρα του Λίζα όταν ο Τζέιμι ήταν ακόμα μικρός. Στη συνέχεια, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Φιλ Βάρντι, από τον οποίο και πήρε το επίθετό του.
Ηταν μαχητής, όμως, και στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, όταν έπαιζε σε ημιερασιτεχνική ομάδα, προτού κάνει αργά, αλλά σταθερά βήματα προς τον απόλυτο επαγγελματισμό. Το έκανε σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία (25 ετών) και αφού για χρόνια συνδύαζε την μπάλα με δουλειά σε ένα εργοστάσιο με προσθετικά μέλη, όπου έφτανε να κάνει ακόμα και δωδεκάωρες βάρδιες.
Το όνειρο μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας στο άθλημα που λάτρευε τον κρατούσε όρθιο και αποφασισμένο, αφού πιτσιρικάς είχε βιώσει την απογοήτευση της απόρριψης από τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ, την ομάδα της καρδιάς του. Τον απέρριψαν στα τμήματα υποδομής ως «πολύ μικρόσωμο», τα παράτησε για ένα χρόνο, αλλά επέστρεψε δριμύτερος.
Το 2007, όταν έπαιζε στην άσημη Στόσκσμπριτζ Παρκ Στιλς και έπαιρνε τριάντα λίρες την εβδομάδα, ενεπλάκη σε καβγά έξω από νυχτερινό κέντρο. Υποχρεώθηκε να φοράει ηλεκτρονικό βραχιολάκι στον αστράγαλο και να επιστρέφει σπίτι του πριν από τις έξι το απόγευμα, ώστε να τηρεί την απαγόρευση κυκλοφορίας που του είχε επιβληθεί.
Και, παρότι υπήρχαν παιχνίδια όπου γινόταν αλλαγή στη μια ώρα αγώνα για να προλάβει να γυρίσει σπίτι, έδειξε με εντυπωσιακούς αριθμούς την ικανότητά του στο σκοράρισμα, η οποία του άνοιξε τις πόρτες της Χάλιφαξ και της Φλίτγουντ, προτού έρθει η Λέστερ και τον κάνει δικό της αντί 1,2 εκατ. ευρώ.
Το ποσό θεωρήθηκε υπερβολικό για έναν ποδοσφαιριστή προερχόμενο από μη επαγγελματική κατηγορία, ζορίστηκε για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της Premier League, αλλά με σκληρή δουλειά έγινε πρωταγωνιστής και, τη σεζόν του τίτλου, έσπασε ένα εντυπωσιακό ρεκόρ με τα περισσότερα διαδοχικά ματς με γκολ στην κατηγορία (έντεκα), όντας το σημείο αναφοράς των «αλεπούδων» στην επίθεση.
Το 2016 απέρριψε την Αρσεναλ για να μείνει στη Λέστερ, με την οποία αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Premier League τη σεζόν 2019-2020 σε ηλικία 34 ετών, όντας ο γηραιότερος που καταφέρνει να πάρει αυτό το σημαντικό, ατομικό βραβείο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, θεωρεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αποχαιρετήσει την ομάδα που σημάδεψε την καριέρα και τη ζωή του και του επέτρεψε να παίξει στην εθνική Αγγλίας και να βιώσει την ξεχωριστή εμπειρία ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2018.
Μοναδικές, αξέχαστες στιγμές και εμπειρίες που του επιτρέπουν να κλείσει με χαμόγελο το εργοστάσιο ονείρων που άνοιξε πριν από 13 χρόνια…
