Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Πώς έγινε και ένα είδος σχετικά αδύναμων άτριχων πιθήκων, με κύριο εξελικτικό χαρακτηριστικό το ότι ιδρώνουν, έφτασε να κυριαρχεί στον πλανήτη και να στέλνει την Κέιτι Πέρι στο διάστημα; Υπάρχουν πολλές θεωρίες περί αυτού. Και με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί στον κόσμο μας ένα κυρίαρχο αφήγημα για το πώς η ανθρωπότητα βγήκε απ’ τις σπηλιές και έφτασε ώς τα αστέρια. Το αφήγημα αυτό, βεβαίως, είναι λάθος.
Πρόσφατα διάβασα ένα γιγάντιο και πυκνό βιβλίο με τον πομπώδη τίτλο “The Dawn of Everything”. Η αυγή των πάντων, λέει. ΟΚ. Οι συγγραφείς είναι δύο Ντέιβιντ, ο Γουένγκροου και ο Γκρέιμπερ, ένας αρχαιολόγος και ένας ανθρωπολόγος. Επιστήμονες, θα έλεγε κανείς, επιστημονικό και το βιβλίο τους. Περίπου. Ο δεύτερος, βλέπετε, δεν ήταν μόνο ανθρωπολόγος. Ηταν και κάτι άλλο: αναρχικός ακτιβιστής. Χρησιμοποιώ το “ήταν” επειδή ο Ντέιβιντ Γκρέιμπερ πέθανε το 2020. Στα 59 χρόνια που πέρασε σε αυτό τον πλανήτη, πρόλαβε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους παραγωγούς μιας εναλλακτικής, αριστερόστροφης μα και ορθολογικής σκέψης για τις οικονομίες, τις κοινωνίες και το είδος μας γενικότερα. Σας έχω ξαναγράψει για ένα άλλο, ελαφρύτερο βιβλιαράκι του, εκείνο για τις “bullshit” δουλειές. Ετούτο εδώ είναι πολύ πιο μεγάλο και φιλόξοδο. Και, μολονότι βασίζεται στην επιστημονικότητα, τα ευρήματα και η θέση που υποστηρίζει έχουν βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Τα παλιά τα χρόνια η ανθρωπότητα ήταν οργανωμένη σε μικρές ομάδες τροφοσυλλεκτών. Μετά ήρθε η αγροτική επανάσταση και οι πληθυσμοί άρχισαν να ζουν πιο μόνιμα σε συγκεκριμένες περιοχές και να δημιουργούν μεγαλύτερους οικισμούς. Αναπόφευκτα, ανέπτυξαν νέες μορφές διακυβέρνησης για να διοικηθούν και να επεκτείνουν την οικονομική τους δραστηριότητα. Χάρη σε αυτήν, την πολυπλοκότερη οργάνωση, κατάφεραν να πετύχουν την κατάκτηση της γνώσης και επίπεδα ευημερίας αδιανόητα για τους πρωτόγονους τροφοσυλλέκτες. Ετσι μάθαμε να πιστεύουμε ότι έγιναν τα πράγματα. Απλά και τακτοποιημένα, μια γραμμική και αναπόφευκτη πορεία από μια πρωτόγονη μορφή ύπαρξης, στην πιο «εξελιγμένη», «προηγμένη» και «πολιτισμένη» που μάθαμε μετά. Και τα δύο κυρίαρχα αφηγήματα περί αυτού θεωρούν αυτήν την πορεία αυτονόητη, και διαφέρουν μόνο ως προς επιμέρους χαρακτηριστικά της. Το ένα, που διατυπώθηκε από τον Ζαν Ζακ Ρουσό τον 18ο αιώνα, υποστηρίζει ότι εκείνες οι ομάδες τροφοσυλλεκτών που υπήρχαν παλιά, ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας και αθωότητας, σε αρμονία με τη φύση. Η οργάνωσή τους σε πιο μεγάλες δομές είχε και αρνητικές συνέπειες. Το άλλο αφήγημα, που προέρχεται από τον Τόμας Χομπς, δίνει μια αρκετά διαφορετική εικόνα για τον πρωτόγονο άνθρωπο: σύμφωνα με αυτό, καθώς το ανθρώπινο είδος συνίσταται από εγωιστικά πλάσματα που κοιτάνε το ατομικό τους συμφέρον πάνω απ’ όλα, οι πρώτες κοινότητες ανθρώπων ζούσαν σε μια κατάσταση διαρκούς πολέμου μεταξύ τους. Η ανάπτυξη κρατών, βασιλιάδων, νόμων και δικαστηρίων προέκυψε από την ανάγκη να τιθασευτούν αυτά τα ταπεινά ένστικτα των πρωτόγονων ανθρώπων.
Οι συγγραφείς του βιβλίου κοιτάζουν τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, βεβαίως, και διαπιστώνουν ότι τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Περιγράφουν παραστατικά πώς η ανθρώπινη ιστορία ήταν πολύ πιο πλούσια, περιπετειώδης, συναρπαστική και γόνιμη από ό,τι η σημερινή δυτική ιντελιγκέντσια θεωρεί, και ότι ενδιαφέρουσες ιδέες για το πώς οι ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν να ζουν ειρηνικά με ευτυχία και ευημερία είχαν διατυπωθεί πολύ πριν από τους Ελληνες φιλόσοφους ή τον διαφωτισμό. Είναι, από αυτήν την άποψη, αναζωογονητικό. Μας δίνουν μια ιστορία «βαρβάρων» που δεν ήταν καθόλου βάρβαροι, «πρωτόγονων» που είχαν πιάσει πολύ καλύτερα το νόημα της ζωής από τους δήθεν πολιτισμένους λευκούς κατακτητές τους. Κι αυτό χωρίς σε καμία περίπτωση να πέφτουν στην παγίδα του μυθικού σοφού και ενάρετου «ξένου», όπως τους φανταζόταν ο Ρουσό. Ισα ίσα. Οι συγγραφείς μας δείχνουν ότι ο κόσμος της προϊστορίας και, γενικότερα, η ανθρωπότητα που υπήρχε πέρα από τη σφαίρα του δυτικού πολιτισμού, ήταν το ίδιο. Πολύπλοκοι, καλοί, κακοί, ειρηνικοί, βίαιοι. Ανθρωποι. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, ζούσαν αντικειμενικά καλύτερα.
Το βιβλίο, που δεν είναι γραμμένο με στεγνό επιστημονικό ύφος, και τα λέει χύμα και τσουβαλάτα, μεταξύ άλλων ανασκολοπίζει τις ιδέες διάσημων ειδικών όπως ο Στίβεν Πίνκερ, που κατατάσσεται στο στρατόπεδο των χομπσιανών. Τονίζει ότι οι άνθρωποι στις πρώτες κοινωνίες του είδους μας ζούσαν σύντομες, σκληρές και βίαιες ζωές, και ότι εμείς σήμερα ζούμε πολύ καλύτερα και ειρηνικά. Το φάουλ που του καταλογίζουν είναι ότι στα πολύ επιτυχημένα βιβλία του “The Better Angels of our Nature” (έχουμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό) και “Enlightenment Now”, ο Πίνκερ παρουσιάζει παραδείγματα που ενισχύουν τη θέση του πολύ επιλεκτικά. Για παράδειγμα, επιλέγει κάποια προϊστορικά πτώματα που είχαν βρεθεί και τα οποία έφεραν σημάδια από τραύματα για να τεκμηριώσει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην προϊστορία πέθαιναν από βίαιους και πρώιμους θανάτους. Αλλά αγνοεί πολύ περισσότερα άλλα προϊστορικά πτώματα, τα οποία δεν υπάκουαν καθόλου σε αυτόν τον κανόνα. Επιπλέον, επιλέγει να αγνοεί ένα καλά γνωστό συμπέρασμα ότι σε πολλές προϊστορικές κοινωνίες οι μόνοι που τάφονταν επισήμως ήταν οι «περίεργοι» και ασυνήθιστοι άνθρωποι, που είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Κι αυτό, βεβαίως, δεν είναι πρόβλημα μόνο του Πίνκερ. Γενικά, λένε οι συγγραφείς, οι περισσότεροι μελετητές της προϊστορίας επιλέγουν παραδείγματα και τεκμήρια από μεμονωμένους λαούς ή αρχαιολογικά ευρήματα που τους βολεύουν. Οι ακόλουθοι του Ρουσό επιλέγουν τους Χάτζα, τους Πυγμαίους ή τους Κουνγκ από την Αφρική. Οι δε χομπσιανοί επιλέγουν τους Γιανομάμι του Αμαζονίου, οι οποίοι τη δεκαετία του 1960 απέκτησαν μια άδικη φήμη ως ακραία βίαιη και πρωτόγονη φυλή, επιτρέποντας σε πολλούς να ισχυριστούν ότι πράγματι έτσι ζούσαν οι άνθρωποι στην προϊστορία. Βεβαίως, στην πραγματικότητα οι Γιανομάμι δεν είναι πάρα πολύ βίαιη φυλή. Γενικά, όπως επισημαίνουν επικαλούμενοι τα πραγματικά αρχαιολογικά τεκμήρια, το όλο αφήγημα ότι οι λαοί πριν από την έλευση των «δυτικών» ιδεών διακυβέρνησης ζούσαν δύσκολες, σκληρές και βίαιες ζωές δεν επαληθεύεται καθόλου από τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, εμείς οι «δυτικοί» έχουμε κληρονομήσει μια εξαιρετικά στενή εικόνα για την ιστορία του ανθρώπινου είδους. Την εποχή του Σέξπιρ κανείς δεν ήξερε ότι είχαν υπάρξει δεινόσαυροι. Μέχρι σχετικά πολύ πρόσφατα, οι χριστιανοί πίστευαν ότι η Βίβλος περιέχει όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τους ανθρώπους της αρχαιότητας. Επιστήμονες και σοφοί πίστευαν ότι ο κόσμος δεν υπήρχε πριν από το 4.000 π.Χ. και ότι στην αρχή όλοι οι άνθρωποι μιλούσαν την ίδια γλώσσα (εβραϊκά), μέχρι την πτώση του πύργου της Βαβέλ. Εκ των υστέρων, οι επιστήμονες που ανέλαβαν να επινοήσουν μια ιστορία για τις αόρατες απαρχές του είδους, επηρεασμένοι από προκαταλήψεις και αγκυλώσεις της εποχής τους, έκαναν πολλά και κραυγαλέα λάθη. Οταν οι κοινωνίες ξεπερνούν ένα μέγεθος, χρειάζονται «αρχηγούς για να διευθύνουν, και αστυνομία για να επιβάλλει την τήρηση των κοινωνικών κανόνων», έλεγε ο Ρόμπιν Ντάνμπαρ. «Μεγάλοι πληθυσμοί δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς ηγέτες που παίρνουν τις αποφάσεις και χωρίς γραφειοκράτες που υλοποιούν τις αποφάσεις και τους νόμους», συμφωνεί και ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ. Η γραφή, δε, θεωρούσαν ότι εμφανίστηκε για να εξυπηρετήσει τέτοιες γραφειοκρατίες και μόνο. Ολα λάθος, λένε οι συγγραφείς.
Στην πραγματικότητα, ας πούμε, η προϊστορική Αφρική ήταν ένα μέρος γεμάτο από κάθε είδους ανθρώπινους πληθυσμούς, με ποικιλομορφία πολύ μεγαλύτερη από της σημερινής ανθρωπότητας. Τα διάφορα ανθρώπινα είδη συνυπήρχαν και μεταξύ τους και με άλλα, πιο πιθηκόμορφα είδη του γένους Homo, όπως π.χ. οι Homo nalendi. Ζούσαν σε μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία τοποθεσιών και ενδιαιτημάτων, αντιμετωπίζοντας πολύ διαφορετικές προκλήσεις. Η έρευνα για τους αρχαϊκούς πληθυσμούς φυσικά επικεντρώθηκε περισσότερο στην Ευρώπη, επειδή τα ευρωπαϊκά κράτη είναι πιο πλούσια και έχουν περισσότερους πόρους για να χρηματοδοτήσουν έρευνες. Ετσι έχουμε την Αλταμίρα και τη Λασό. Αλλες, όμως, τοποθεσίες σε άλλα μέρη του κόσμου, από το Βόρνεο μέχρι, φυσικά, την Αφρική, μας δείχνουν ότι υπάρχουν ακόμα πιο εντυπωσιακά ευρήματα, ακόμα παλαιότερα.
Και έτσι ανακαλύπτονται διαρκώς ευρήματα που αμφισβητούν το βασικό αφήγημα περί αγροτικής επανάστασης και αστικοποίησης. Ποιος έχτισε τα γιγάντια κτίρια του Γκεμπεκλί Τεπέ το 9000 π.Χ.; Αφού οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί τότε δεν ήταν αστικοποιημένοι αγρότες. Πώς είναι δυνατό παλαιότεροι πληθυσμοί, τροφοσυλλέκτες, ή άνθρωποι που ζούσαν σε διαφορετικά, υβριδικά μοντέλα, να έφτιαχναν τέτοια γιγάντια, μνημειώδη κατασκευάσματα; Υποτίθεται ότι τέτοια μνημεία μπορούσαν να χτίζουν μόνο εξελιγμένοι πολιτισμοί με βασιλιάδες, κεντρική διοίκηση, γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και στρατούς.
Στην πραγματικότητα η διαδικασία της «αγροτικής επανάστασης» ήταν πιο αργή και πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι θεωρούν πολλοί σήμερα. Χρειάστηκαν σχεδόν 3.000 χρόνια από τότε που κάποιες κοινότητες άρχισαν να καλλιεργούν χορτάρια για να χρησιμοποιούν την ψάθα, μέχρι να φτάσουν να εξαρτώνται από την αγροτική παραγωγή για την τροφή τους. Στο μεταξύ ζούσαν ως τροφοσυλλέκτες, ή άλλαζαν πηγή τροφίμων ανά περιόδους ή ανά εποχές, σε μια κατάσταση πολύ πιο δυναμική και ευμετάβλητη από αυτή που περιγράφει το κυρίαρχο αφήγημα. Και επιπλέον, όταν τελικά υιοθετήθηκε η γεωργία ως ο κύριος τρόπος εξασφάλισης τροφής, δεν οδήγησε παντού στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην εγκαθίδρυση μιας μορφής κεντρικής εξουσίας, με τη γραφειοκρατία της, και την επιβολή κατοχής γης και περιουσίας (και άρα την εμφάνιση ανισοτήτων). Τα πράγματα δεν έγιναν παντού έτσι. Μάλιστα, από ό,τι δείχνουν οι συγγραφείς, στις περισσότερες περιπτώσεις τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά. Η γεωργία, περμπιπτόντως, εμφανίστηκε ανεξάρτητα σε τουλάχιστον 15 διαφορετικές περιοχές του κόσμου. Σε καμία τα πράγματα δεν ακολούθησαν την απλή αλληλουχία γεγονότων που λέει το αφήγημα –εγκατάλειψη τροφοσυλλογής, ίδρυση κρατών, μονάρχες, ιδιοκτησία, πόλεις, μεγάλα μνημεία.
Η δημιουργία μεγάλων πόλεων, εξηγούν, έγινε με πολλούς, πολύ διαφορετικούς τρόπους. Σε κάποιες περιπτώσεις πόλεις επιβίωναν για αιώνες χωρίς μνημεία και παλάτια, ή άλλες ενδείξεις ηγετών και βασιλιάδων. Σε άλλες, ενδείξεις κεντρικής εξουσίας εμφανίζονταν και μετά εξαφανίζονταν (αλλά η πόλη συνέχιζε να υπάρχει). Στις πόλεις του Μεξικού, το Τεοτιχουακάν ή το Τενοτσιτλάν, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι αφενός το μέγεθός τους (έκαναν τις Μυκήνες να μοιάζουν με χωριουδάκι), αφετέρου πολλά από τα πράγματα που δεν είχαν: μεταλλικά εργαλεία, μεταφορικά ζώα, ο τροχός. Ηταν τεχνολογικά πολύ πίσω, παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ μεγαλύτερες και ανεπτυγμένες. Το Τεοτιχουακάν, μια πόλη που χτίστηκε ανάμεσα στο 100 μ.Χ και το 600 μ.Χ., είχε 100.000 κατοίκους και, από ό,τι φαίνεται, κυβερνιόταν χωρίς μονάρχες και ελίτ. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, γύρω στο 300 μ.Χ. εκεί είχε διαμορφωθεί κάτι σαν κολλεκτιβιστική διοίκηση της πόλης, χωρίς ηγεμόνες και άρχουσες τάξεις.
Αλλά η εντύπωση που έχουμε για το πώς εξελίχθηκε το ανθρώπινο είδος είναι λανθασμένη, είναι μόνο ένα από τα σημαντικά συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτό το βιβλίο. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι τα πολλά και διαφορετικά μοντέλα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που δοκίμασαν άλλοι λαοί, σε διάφορες γωνιές του πλανήτη, ανεξάρτητα από τη «δυτική» σκέψη και ανεπηρέαστοι από τις «δυτικές» προσλαμβάνουσες, σε πολλές περιπτώσεις ήταν πιο αποτελεσματικά, και οδηγούσαν σε επίπεδα ευτυχίας και ευημερίας που για εμάς φαντάζουν απλησίαστα.
Το θέμα της ελευθερίας είναι στον πυρήνα του επιχειρήματος του βιβλίου. Ανθρωποι που ζούσαν σε εντελώς διαφορετικά συστήματα, λέει, απολάμβαναν ελευθερίες που για εμάς μοιάζουν αδιανόητες. Τρεις βασικές κοινωνικές ελευθερίες εντοπίζουν: 1) την ελευθερία να φεύγεις, να πηγαίνεις αλλού 2) την ελευθερία να αγνοείς ή να αψηφάς εντολές άλλων και 3) την ελευθερία να επινοείς εντελώς νέες κοινωνικές πραγματικότητες, ή να εναλάσσεσαι ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες. Στις κοινότητες της βόρειας Αμερικής, που επικαλούνται πολύ, ας πούμε, είχαν και τις τρεις ελευθερίες. Κι όταν μια κοινότητα έχει τις δύο πρώτες, δεν είναι δυνατό να υπάρξει «βασιλιάς» ή δυνάστης. Μπορεί να υπάρξουν τιμητικά ή περιοδικά αξιώματα, που επιδίδονται για συμβολικούς ή τελετουργικούς λόγους. Αλλά αυτοί, όπως αναφέρουν σε πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα, ήταν κάτι σαν κλόουν της φυλής. Τους έδιναν τυπικές τελετουργικές εξουσίες, αλλά κανένας δεν ήταν υποχρεωμένος να τους υπακούει.
Οι κοινότητες των τροφοσυλλεκτών μάλιστα, λένε, δεν ήταν “egalitarian”. Οι άνθρωποι δεν ήταν «ίσοι», ουτε τους ένοιαζε να είναι ίσοι μεταξύ τους, ιδιαίτερα. Ηταν κάτι άλλο: ελεύθεροι. Σήμερα κι εμείς νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς να ακολουθούμε αυθαίρετες εντολές οποιουδήποτε. Εκτός κι αν πιάσουμε κάποια δουλειά, οπότε αποδεχόμαστε ένα αφεντικό τις εντολές του οποίου οφείλουμε να υπακούμε. Νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι να πάμε όπου θέλουμε. Φτάνει όμως να έχουμε λεφτά για τα εισιτήρια, και κατάλληλα χαρτιά, διαβατήρια και άδειες. Καταλήγουν σε μια ωραία ατάκα: οι Γουέντατ της βόρειας Αμερικής είχαν ψεύτικους «αρχηγούς» και πραγματικές ελευθερίες. Εμείς έχουμε πραγματικούς αρχηγούς και ψεύτικες ελευθερίες.
Ενα από τα προβλήματα στη μελέτη της ιστορίας, λένε οι συγγραφείς, είναι το πρόβλημα της φαντασίας. Δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πώς είναι να διοικείται μια πόλη χωρίς «αρχηγό» ή χωρίς οικονομικές/κοινωνικές τάξεις. Θεωρούμε ως δεδομένο το ότι, όταν πολλοί άνθρωποι ζουν μαζί, πρέπει μαγικά να εμφανιστεί μια ιεραρχία και δομές και ηγέτες ώστε να διοικούνται οι δομές. Μάλιστα, στο ευρύτερο αφήγημα που περιλαμβάνει μέσα και τη λογική κατάληξη αυτής της πορείας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν γίνεται σχεδόν ποτέ έτσι. Η αρχαία Αθήνα ήταν, άλλωστε, μια πρόσκαιρη και βραχύβια εξαίρεση.
Το αφήγημα της αποκιοκρατίας λέει ότι οι ανεπτυγμένοι εισβολείς έφερναν μαζί τους τεχνογνωσία και τεχνολογία (άλογα, όπλα, μεταλλικά εργαλεία) αλλά και φρέσκιες ιδέες περί ελευθερίας, δημοκρατίας και αυτοδιάθεσης (μολονότι οι Ισπανοί κονκισταδόρες, ας πούμε, όχι απλά δεν είχαν τίποτε από αυτά στη χώρα τους, αλλά πιθανότατα δεν είχαν καν ακούσει ποτέ πουθενά τέτοιες ιδέες) σε πληθυσμούς που ήταν τόσο πρωτόγονοι και καθυστερημένοι (μολονότι είχαν φτιάξει πόλεις μεγαλύτερες από τις πατρίδες των κατακτητών) που δεν θα μπορούσαν να έχουν σκεφτεί τέτοια πράγματα ποτέ, από μόνοι τους. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, τίποτε τέτοιο δεν συνέβη.
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου είναι τα διάσπαρτα παραδείγματα από τις δομές οργάνωσης που είχαν διάφοροι λαοί, για τους οποίους υπάρχουν πλούσια στοιχεία. Οι Ναμπικγουάρα του Αμαζονίου, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της εποχής των βροχών κατοικούσαν σε χωριά στην κορυφή λόφων και ασχολούνταν με τη γεωργία. Εκατοντάδες άνθρωποι ζούσαν μαζί. Οταν όμως η περίοδος των βροχών τελείωνε, διέλυαν τα χωριά και χωρίζονταν σε μικρότερες ομάδες που ζούσαν τροφοσυλλεκτικά. Στη δεύτερη περίοδο αναδείκνυαν «ηγέτες» που έδιναν εντολές, έλυναν διαφορές και καθοδηγούσαν τις μικρές ομάδες με αρκετά αυστηρό, ίσως και απολυταρχικό τρόπο. Στις βροχερές περιόδους, όμως, το μοντέλο της ηγεσίας άλλαζε. Οι ηγέτες «κέρδιζαν» την εύνοια των πολιτών εάν και εφόσον τους είχαν καθοδηγήσει καλά κατά τη διάρκεια της εποχής της τροφοσυλλογής και της περιήγησης και, ακόμα και έτσι, διοικούσαν πολύ πιο χαλαρά και συναινετικά στο χωριό. Επέλυαν διαφορές, φρόντιζαν τους αδύναμους ή τους αρρώστους, αλλά δεν έδιναν εντολές και κανένας δεν τους υπάκουε. Είχαν κάποια προνόμια (ήταν οι μόνοι που δικαιούνταν να έχουν περισσότερες γυναίκες) αλλά αυτά τα προνόμια συνοδεύονταν και από υποχρεώσεις (οι γυναίκες είχαν ως δουλειά τους να προετοιμάζουν τις γιορτές της φυλής, και ήταν επιπλέον ελεύθερες να έχουν άλλους εραστές). Λειτουργούσαν ως πολιτικοί, προσαρμοζόμενοι στις ανάγκες της κάθε περιόδου και προσπαθώντας πάνω από όλα να ευχαριστήσουν τους πολίτες ικανοποιώντας τις ανάγκες τους, για να εξασφαλίσουν την ανοχή τους.
Οι φυλές της βόρειας Αμερικής, δε, είχαν και το επιπλέον ενδιαφέρον χαρακτηριστικό ότι γνώρισαν δυτικούς αποίκους, και είχαν την ευκαιρία να συγκρίνουν το δικό τους τρόπο ζωής με των νεοφερμένων. Οι Μίκμακ της Νόβα Σκόσια το 1600, όταν συνάντησαν τους Γάλλους απέκτησαν μια τρομακτικά αρνητική γνώμη. Τους θεωρούσαν αγροίκους, ζηλόφθονες και κακότροπους και τους έκανε ιδιαίτερα μεγάλη εντύπωση ότι δεν μοιράζονταν τον πλούτο και την τροφή, με αποτέλεσμα μέλη της κοινότητάς τους να πεινάνε – κάτι που τους φαινόταν αδιανόητο και απάνθρωπο. Την ίδια άποψη είχε μια άλλη φυλή, οι Γουέντατ, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι που τους περιέγραψαν ότι υπάρχει στις γαλλικές πόλεις: ζητιάνοι. Οι Μοντανιέ-Νεσκάπι, λέει, θεωρούσαν ότι με τη γέννησή τους κερδίζουν την ελευθερία να μην υποτάσσονται σε κανέναν. Κορόιδευαν τους Γάλλους στρατιώτες επειδή φοβούνταν τους ανωτέρους τους, ενώ οι ίδιοι κορόιδευαν και αγνοούσαν τους δικούς τους, όταν το επέλεγαν. Οι Μοντανιέ-Νεσκάπι έβλεπαν τις ζωές των Γάλλων του 17ου αιώνα ως παρόμοιες με τις ζωές των σκλάβων.
Αυτές οι φυλές δεν ήταν υποδειγματικές, ουτοπικές ειρηνικές κοινωνίες. Και εγκλήματα είχαν, και δυσκολίες. Απλά είχαν υιοθετήσει άλλες ιδέες και μεθόδους για να διαχειρίζονται την κοινή τους ζωή και να λύνουν τα κοινά τους προβλήματα. Κι αν και οι δυτικοί εισβολείς θεωρούσαν τους δικούς τους, «πολιτισμένους» τρόπους ως αυτονόητα καλύτερους, οι τρόποι των γηγενών δεν ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί. Σε κάποια θέματα, δε, όπως η καταπολέμηση των ανισοτήτων και της φτώχειας, έμοιαζαν εμφανώς ανώτεροι.
Τέτοιες κοινωνίες είχαν και πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις για διάφορα θέματα, από την περιουσία και την ιδιοκτησία της γης και αντικειμένων, μέχρι τον ρόλο των γυναικών. Οι Γουέντατ είχαν ιδιοκτησία: οι οικογένειες «κατείχαν» τη γη, την οποία δούλευαν οι γυναίκες και τα προϊόντα διοχετεύονταν στον κόσμο μέσω γυναικείων συνεταιρισμών. Ο «πλούτος» ήταν μικροαντικείμενα και διακοσμητικά, τα οποία οι πλούσιοι άνδρες συνέλεγαν με σκοπό να τα χαρίζουν σε τελετές ή άλλες αφορμές. Πολλοί χρησιμοποιούσαν την επιρροή που τους εξασφάλιζε αυτός ο πλούτος για να διεκδικήσουν αξιώματα και τιμές. Η διαφορά με ό,τι συνέβαινε στη Δύση, όμως, ήταν ότι αυτά τα αξιώματα είχαν πολύ περιορισμένη πραγματική ισχύ. Φανταστείτε μια κοινότητα με «ηγέτες» που μπορούν να δίνουν όσες εντολές θέλουν, αλλά που οι πολίτες δεν έχουν καμία υποχρέωση ή διάθεση να ακολουθούν. Οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι που τα κατέγραφαν αυτά, βεβαίως, ήταν σκανδαλισμένοι και απορριπτικοί. Τους έκανε τρομερή εντύπωση και το γεγονός ότι οι γυναίκες είχαν πλήρη έλεγχο στο σώμα τους, και ως εκ τούτου οι ανύπαντρες είχαν πλήρη σεξουαλική ελευθερία και οι παντρεμένες το δικαίωμα να χωρίσουν όποτε ήθελαν. Τους έμοιαζε αμαρτωλό ότι οι λαοί αυτοί ζούσαν με τέτοιες ελευθερίες, καθότι οι ίδιοι θεωρούσαν φυσιολογική την απόλυτη υποταγή του ανθρώπου σε ανώτερες αρχές, επίγειες ή ουράνιες. Τους προκαλούσε, δε, μεγάλη απορία ότι αυτοί οι λαοί ζούσαν καλύτερα από ό,τι οι ίδιοι. Μολαταύτα παραδέχονταν ότι οι κοινότητες αυτές ήταν πολύ πιο οργανωμένες, λειτουργικές και ειρηνικές από τις κοινότητες της Γαλλίας. Παρατηρούσαν, δε, ότι στις αποστολές τους στην Αμερική κατά κανόνα συναντούσαν ανθρώπους πιο εύστροφους και ευφυείς από αυτούς που συναναστρέφονταν στη Γαλλία. Διαπίστωσαν ότι οι ηγέτες κάποιων φυλών ήταν ιδιαίτερα έξυπνοι και εξαιρετικά καλοί ρήτορες, ακριβώς εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η «ηγεσία» στις φυλές τους. Οι αρχηγοί αυτοί δεν είχαν κανέναν άλλο τρόπο να πείσουν τους ανθρώπους τους να ακολουθήσουν τις εντολές τους παρά μόνο τα λόγια. Δεν ήταν διορισμένοι από τον Θεό ή από κάποιο κληρονομικό σύστημα νομής της εξουσίας, και δεν μπορούσαν να επιβάλλουν τίποτε σε κανέναν. Αν δεν τους ήθελαν, οι πολίτες τους αντικαθιστούσαν. Οπότε ο μόνος τρόπος να εξασκήσουν οποιασδήποτε μορφής εξουσία, ήταν η πειθώ. Επρεπε να γίνουν εξαιρετικοί ρήτορες ώστε να πείθουν με τη λογική και με στέρεα επιχειρήματα.
Στις περιπτώσεις αυτές, που λαοί με διαφορετικές δομές οργάνωσης ήρθαν σε επαφή με «δυτικούς», εμφανίστηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, συχνό και επίμονο φαινόμενο: «δυτικοί» που σε διάφορες ιστορικές περιόδους για διάφορους λόγους (έπειτα από απαγωγές ή άλλες αιτίες) βρίσκονται να ζουν ανάμεσα σε «πρωτόγονους» λαούς, όπως οι αυτόχθονες της βόρειας Αμερικής, ή οι Γιανομάμι του Αμαζονίου. Ηταν εκπληκτικό και καθολικό ότι, όταν αργότερα τους δινόταν η επιλογή να επιστρέψουν στον «πολιτισμένο» κόσμο, η συντριπτική πλειοψηφία επέλεγε τη ζωή ανάμεσα στους «πρωτόγονους». Αυτό το φαινόμενο είναι πολύ καλά καταγεγραμμένο, με πολυάριθμες σχετικές μαρτυρίες. «Πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν σε τέτοιους “διαγωνισμούς πολιτισμών”», γράφουν οι συγγραφείς, «μπόρεσαν να τεκμηριώσουν τους λόγους για τους οποίους επέλεγαν να μείνουν με τους άρπαγές τους. Κάποιοι έδιναν έμφαση στην ελευθερία που συναντούσαν στις κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής, η οποία περιελάμβανε τη σεξουαλική ελευθερία, αλλά και την ελευθερία από τις προσδοκίες για διαρκή μόχθο και προσπάθεια για τη συσσώρευση πλούτου και γης. Αλλοι επισήμαιναν ότι οι αυτόχθονες δεν επέτρεπαν σε κανέναν να περιέλθει σε κατάσταση φτώχειας ή πείνας. Κι όχι επειδή φοβούνταν τη φτώχεια οι ίδιοι, αλλά επειδή, όπως εξηγούσαν, έβρισκαν τη ζωή πολύ πιο ευχάριστη όταν κανένας δεν ζούσε σε μια κατάσταση απόλυτης δυστυχίας».
Εμάς σήμερα μπορεί να μας αρέσει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως το ζενίθ της εξέλιξης του είδους, ως μορφωμένοι, ενάρετοι και ελεύθεροι κατακτητές του πλανήτη, που φτιάχνουμε τεχνητές νοημοσύνες, TikTok και πυραύλους για την Κέιτι Πέρι. Το βιβλίο των δύο Ντέιβιντ, όμως, μας προσφέρει έναν άλλο, πιο προσγειωμένο και ολόφρεσκο τρόπο για να αναλογιστούμε τι είναι ακριβώς αυτό που έχουμε πετύχει. Και με τι κόστος.
