Χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, παραδέχθηκε ότι έπρεπε να είχε αντιδράσει διαφορετικά, έστω και αν δεν ήταν ποτέ υπέρ της βίας. «Επρεπε να είχα σηκώσει το χέρι και να του δώσω μια γροθιά στο σαγόνι» ανέφερε ο Λέο Μπενάκερ για την πιο δυσάρεστη εμπειρία της ζωής του σε έναν πάγκο, σε μια.. ευγενική χορηγία του Γιόχαν Κρόιφ.
Αποτελούσε κοινό μυστικό ότι ο απόλυτος θρύλος του ολλανδικού ποδοσφαίρου, ο άνθρωπος που επηρέασε όσο λίγοι την εξέλιξη του τρόπου παιχνιδιού, φερόταν πολλές φορές τυραννικά σε συνεργάτες του, χωρίς να υπολογίζει τα συναισθήματά τους.
Και, βεβαίως, δεν κρατούσε ποτέ το στόμα του κλειστό, αφού πάντα έλεγε αυτό που ένιωθε και θεωρούσε πως ήταν το σωστό επειδή, βεβαίως, ήταν η άποψή του. «Θα σταματήσω να μιλάω μόνο όταν πεθάνω» ξεκαθάριζε.
Στις 30 Νοεμβρίου του 1980, ο Αγιαξ με προπονητή τον Μπενάκερ έχανε με 3-1 στο γήπεδό του από την Τβέντε σε αγώνα πρωταθλήματος. Ο Κρόιφ, ο οποίος ήταν ακόμα εν ενεργεία ποδοσφαιριστής και έκανε ένα (μικρό) διάλειμμα προτού επιστρέψει στα γήπεδα για να κλείσει την καριέρα του τέσσερα χρόνια αργότερα, είχε τον άτυπο ρόλο του τεχνικού συμβούλου στον σύλλογο της ζωής του.
Βλέποντας την ομάδα ανήμπορη να αντιδράσει, άφησε τη θέση του στα επίσημα και κατέβηκε στον πάγκο. Κάθισε, μάλιστα, στην άκρη του, σαν να ήταν αυτός ο πρώτος προπονητής, με τον εμβρόντητο Μπενάκερ να αναγκάζεται να πάει μια θέση παραδίπλα, δείχνοντας με γκριμάτσες την έκπληξή του, χωρίς όμως να αντιδράσει περαιτέρω.
Ο Αγιαξ, υπό την καθοδήγηση πλέον του Κρόιφ, έφτασε σε μια εντυπωσιακή ανατροπή και νίκησε με 5-3. Εκείνο το απόγευμα ο Γιόχαν, το σαγόνι του οποίου γλίτωσε τη γροθιά του Μπενάκερ, διαπίστωσε ότι του αρέσει αυτός ο ρόλος και, λίγους μήνες αφότου κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, επέστρεψε στον Αίαντα ως προπονητής.
Ο Μπενάκερ, βεβαίως, είχε αποχωρήσει από το 1981, παρότι είχε κατακτήσει δύο διαδοχικά πρωταθλήματα. Εκείνο το επεισόδιο με τον Κρόιφ, το οποίο αποτέλεσε έμμεσα την αφορμή για να γίνει προπονητής ο «ιπτάμενος Ολλανδός», διέλυσε για πάντα τη σχετικά καλή σχέση που είχαν μέχρι τότε οι δύο άνδρες.
Μια σχέση που έγινε ακόμα πιο εχθρική την εποχή που βρέθηκαν αντίπαλοι ως προπονητές των δύο κορυφαίων ομάδων της Ισπανίας, ο Λέο στη Ρεάλ Μαδρίτης και ο Γιόχαν στην Μπαρτσελόνα. Ο Μπενάκερ κατέκτησε τρία διαδοχικά πρωταθλήματα με τη Βασίλισσα, αλλά είδε τον Κρόιφ να του «κλέβει» το στέμμα την τελευταία αγωνιστική, στη δεύτερη (και σύντομη) θητεία του στη Ρεάλ, το 1992.
Ενδιάμεσα, οι δύο άνδρες απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερη αντιπάθεια ο ένας για τον άλλο εξαιτίας της εθνικής Ολλανδίας, στον πάγκο της οποίας δεν κάθισε ποτέ ο Κρόιφ και στον οποίο ο Μπενάκερ θα ήθελε να μην είχε καθίσει ποτέ.
Μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988, το μοναδικό τρόπαιο μέχρι σήμερα στην ιστορία των Οράνιε, ο «πατριάρχης» Ρίνους Μίχελς αποφάσισε να αποσυρθεί από την προπονητική και ανέλαβε ρόλο τεχνικού διευθυντή στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία.
Για τη διαδοχή του επιλέχθηκε ο Τάις Λίμπρεχτς, ο οποίος από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εργάστηκε στην Ελλάδα (διαδοχικά σε Αρη, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό), ενώ μετά τη σύντομη και δυσάρεστη εμπειρία του στην εθνική ομάδα επέστρεψε ξανά στα μέρη μας για λογαριασμό Ηρακλή και Ολυμπιακού.
Γιατί σύντομη και δυσάρεστη; Επειδή έδειξε ανίκανος να διαχειριστεί την πλειάδα αστέρων που είχε στις οδηγίες του, όπως οι τρεις κολόνες της μεγάλης Μίλαν (Φρανκ Ράικαρντ, Ρούουντ Γκούλιτ, Μάρκο Φαν Μπάστεν) ή τους παίκτες που οδήγησαν την Αϊντχόφεν στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (Φαν Μπρόικελεν, Κούμαν, Φάνενμποργκ, Κιφτ κ.λπ.).
Η γεμάτη ταλέντο Ολλανδία προκρίθηκε άνετα στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990 στην Ιταλία, αλλά ο Λίμπρεχτς ήταν «σκοτωμένος» με τη μισή (και βάλε) ομάδα. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν κάποια ρατσιστικά και απαξιωτικά σχόλια που έκανε εις βάρος του Γκούλιτ στον Τύπο.

Οι παίκτες συναντήθηκαν με την ομοσπονδία και το ξεκαθάρισαν: «Ή εμείς ή αυτός!». Ο Λίμπρεχτς απολύθηκε εν μία νυκτί και ο Μίχελς είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει τους διεθνείς να ψηφίσουν ποιον θέλουν για επόμενο ομοσπονδιακό προπονητή, με υποψήφιους τον Κρόιφ, τον Μπενάκερ και τον Ααντ ντε Μος, επίσης με ελληνική εμπειρία (τη σεζόν 2009-10 στην Καβάλα).
Η πλειονότητα των παικτών, μεταξύ των οποίων οι τρεις της Μίλαν, ο Κούμαν, ο Μπλιντ, ο Βίτσχε ή ο Βάουτερς, ψήφισαν τον Κρόιφ. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που επέλεξαν τον Μπενάκερ ή τον Ντε Μος.
Το μπαλάκι ήταν πλέον στην πλευρά του Μίχελς, ο οποίος, παρότι με τον Κρόιφ ως ηγέτη στο γήπεδο δημιούργησε τον Αγιαξ, που άλλαξε το παγκόσμιο ποδόσφαιρο με το «total football», δεν τον ήθελε στο τιμόνι της εθνικής ομάδας για δύο λόγους.
Ο επίσημος, η δεδομένα κακή σχέση που είχαν οι δυο τους εκείνη την εποχή. Και, ο ανεπίσημος, ότι φοβόταν πως ο Κρόιφ θα οδηγούσε την Ολλανδία στην κατάκτηση του Μουντιάλ στα ιταλικά γήπεδα και θα τον ξεπερνούσε ως ο πιο πετυχημένος προπονητής στην ιστορία της χώρας!
Εντέλει, επέλεξε τον καλό του φίλο Μπενάκερ, αφού όπως είχε πει σε συνέντευξη Τύπου «ο προπονητής Κρόιφ είναι ψυχοπαθής»! Εχοντας στο τιμόνι τον «Don Leo» (κύριο Λέο), όπως ήταν το παρατσούκλι του λόγω του αρχοντικού του στυλ και των πούρων που κάπνιζε, η Ολλανδία απέτυχε παταγωδώς στο Μουντιάλ, αφού οι σχέσεις του με τους περισσότερους παίκτες ήταν κάκιστες.
Σε μια συνέντευξη Τύπου, μάλιστα, εμφανίστηκε με έναν μώλωπα στο μέτωπο. «Χτύπησα το κεφάλι μου στην πόρτα» υποστήριξε ο Μπενάκερ, αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι ο Φαν Μπάστεν του πέταξε ένα τασάκι στο κεφάλι (!), στη διάρκεια ενός τσακωμού. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο βοηθός του Νολ ντε Ρούιτερ εμφανίστηκε με μαυρισμένο μάτι.
Μετά τον αποκλεισμό της Ολλανδίας στον δεύτερο γύρο, ύστερα από τρεις ισοπαλίες στη φάση ομίλων και κόντρα στη μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία, οι δημοσιογράφοι ζήτησαν από τον Μπενάκερ να εξηγήσει γιατί απέτυχε μια ομάδα με τόσο ταλέντο και προσωπικότητες. Η απάντησή του; «Το 75% των όσων συνέβησαν στην Ιταλία δεν θα δουν ποτέ το φως της ημέρας».
Οχι, ο νεκρός δεν δεδικαίωται πάντα. Θα ήταν άδικο, όμως, ο Μπενάκερ να μείνει στην ιστορία μόνο για τις αποτυχίες του ή τις έχθρες του. Ο άνθρωπος που το απόγευμα της Πέμπτης (10/04) έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών διέγραψε μια αξιοπρόσεκτη πορεία στους πάγκους για πάνω από σαράντα χρόνια, οδήγησε την Πολωνία για πρώτη φορά σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και το άσημο Τρινιντάντ και Τομπάγκο στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας του.
Στις δύο χώρες έλαβε τιμητικά παράσημα που δίνονται μόνο σε ανθρώπους που έχουν προσφέρει σπουδαίο έργο. Το «παράσημο» του εναύσματος για την προπονητική καριέρα του Γιόχαν Κρόιφ δεν το ήθελε ποτέ, παρότι το βίωσε στο πετσί του εκείνο το κρύο απόγευμα του Νοεμβρίου του 1980…
