Πώς το αντέχουν; Ολόκληρες γενιές ανθρώπων ξαφνικά βλέπουν το αφήγημα που είχαν στο μυαλό τους για τον κόσμο τους και για τη χώρα τους να ανατρέπεται, να ακυρώνεται, να διαψεύδεται. Οπως λέει και ο Χαράρι, όλα ιστορίες είναι, και οι θρησκείες, και το χρήμα, και οι χώρες. Τι είναι το «έθνος»; Ενα παραμύθι που λέμε στον εαυτό μας. Μια ιστορία για να απαντήσουμε περιφραστικά στην ερώτηση «ποιοι είμαστε;»
Εδώ και δεκαετίες μας είχανε ζαλίσει τα αυτιά, σε ομιλίες, σε ταινίες, σε σειρές και σε βιβλία, για μια χώρα που την ίδρυσαν κάτι σοφοί κι ενάρετοι «πατέρες» πριν από δυόμισι αιώνες, και ήταν ο κολοφώνας του ανθρώπινου είδους, το ζενίθ. Το ιδανικό μείγμα των καλύτερων συστατικών που είχε παραγάγει η ανθρωπότητα, από την πολιτική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων μέχρι τον ορθολογισμό του διαφωτισμού, πασπαλισμένα με την ηθική του χριστιανισμού (και, βεβαίως, πατώντας επί ιθαγενών πτωμάτων, και διατηρώντας σκλάβους, αλλά τέλος πάντων). Πόσο το κατάπιαμε αυτό το αφήγημα; Πόσο μας ζάλισαν μ’ αυτό το παραμύθι;

Πολλές και πολλοί –ίσως οι περισσότερες και οι περισσότεροι– το πίστευαν στα αλήθεια. Μια Πέμπτη, στις 18 του Οκτώβρη του 2018, συνάντησα στο Χιούστον του Τέξας έναν συμπαθητικό, ευγενή και δαιμόνιο 63χρονο Αφροαμερικανό που δεν το πίστευε απλώς. Το είχε κάνει μέρος της ταυτότητάς του, και όχι μόνο της πολιτικής. «Γεννήθηκα σε μια οικογένεια με εννιά παιδιά, έκτος στη σειρά», μου είπε ο Σιλβέστερ Τέρνερ στο γραφείο του. «Ο μπαμπάς μου ήταν μπογιατζής. Το τραπέζι της κουζίνας μας χώραγε έξι, οπότε έπρεπε να τρώμε γρήγορα. Εβαζαν τους πρώτους έξι να φάνε, και ύστερα από λίγο έπρεπε αυτοί να σηκωθούν, και να έρθουν οι υπόλοιποι. Ο μπαμπάς μου έλεγε: “Ολοι δικαιούνται μια θέση στο τραπέζι”».
Ο Τέρνερ πίστευε βαθιά μέσα του ότι παρόμοιες (ηθικές, βασικά) αξίες ισχύουν σε ολόκληρη την κοινωνία. Οτι η γειτονιά του, η πόλη του, η χώρα του, με βάση αυτά τα ιδανικά και αυτούς τους κανόνες λειτουργεί, ανεξαρτήτως μικρών ή εφήμερων εξαιρέσεων. Ο ίδιος πήγε σχολείο σε μια εποχή που, για πρώτη φορά, επιτρεπόταν στα μαύρα παιδάκια να πάνε σε σχολεία λευκών. Επειδή, όμως, οι λευκοί είχαν χωρίσει τις γειτονιές τους έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα υπάρχουν αμιγώς «λευκές» περιοχές, και αμιγώς «λευκά» σχολεία, είχε ξεκινήσει μια πολιτική μεταφοράς παιδιών από τις φτωχές, «μαύρες» περιοχές, στα καλά «λευκά» σχολεία. Ο Σιλβέστερ Τέρνερ ήταν σε ένα από αυτά τα λεωφορεία κάθε μέρα, και πήγε σε ένα καλό «λευκό» σχολείο, και η ιστορία του μοιάζει σαν αρχετυπικό παράδειγμα του αμερικανικού παραμυθιού. Φτωχή οικογένεια. Ο μπαμπάς του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν 13 χρονών. Η μαμά του δούλευε ως καμαριέρα σε ξενοδοχεία για να ζήσει τα 9 παιδιά. Ο Σιλβέστερ ήταν πολύ καλός μαθητής, κέρδισε βραβεία και έγινε πρόεδρος του εκεί δεκαπενταμελούς. Επειδή ήταν τόσο καλός και εργατικός, μπόρεσε να σπουδάσει με υποτροφία –πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον και μετά νομικά στο Χάρβαρντ– και να βρει μια καλή δουλειά ως δικηγόρος. Μετά, χάρη στις διαπροσωπικές σχέσεις που είχε αναπτύξει και τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, μπήκε στον πολιτικό στίβο, μέχρι που κατάφερε να εκλεγεί δήμαρχος του Χιούστον, όπου και τον συνάντησα (στο δημαρχείο) εκείνη την Πέμπτη. Ο ορισμός του «αμερικανικού ονείρου». Σκληρή δουλειά, απεριόριστες ευκαιρίες, ανεξαρτήτως προέλευσης. «Ολοι δικαιούνται μια θέση στο τραπέζι».
Κι έτσι, σιγά σιγά, όταν τέτοιες ιστορίες γίνονται συχνές, φτιάχνουν τα πράγματα. Θεωρητικά. Λειαίνονται οι γωνίες, διορθώνονται οι αδικίες. Σταδιακά. Σήμερα φαινομενικά τα πράγματα δεν είναι όπως ήταν τη δεκαετία του ’60, όταν ο Σιλβέστερ Τέρνερ ήταν παιδί. Τα σχολεία είναι μεικτά. Το Χιούστον σήμερα είναι η πόλη με τη μεγαλύτερη φυλετική ποικιλομορφία στη χώρα: 1 στους 4 πολίτες έχει γεννηθεί αλλού, ενώ μαύροι, άσπροι, Λατίνοι κι Ασιάτες είναι όλοι μειονότητες. Εχει επίσης έναν από τους πιο νεανικούς πληθυσμούς της χώρας, μια οικονομία που καλπάζει, το μεγαλύτερο εξαγωγικό λιμάνι των ΗΠΑ, το μεγαλύτερο κέντρο ιατρικής έρευνας του κόσμου, μεγάλο πανεπιστήμιο, όλα τα καλά. Η πόλη (που, όπως όλες οι μεγάλες πόλεις στις ΗΠΑ, ψηφίζει Δημοκρατικούς) έχει εκλέξει δύο μαύρους και δύο γυναίκες δημάρχους (η μία λεσβία) τα τελευταία 40 χρόνια. Μου τα έλεγε όλα αυτά ο Τέρνερ, όπως επίσης πώς αντιμετώπισαν τον τυφώνα που τους έπληξε, και πώς η πόλη του ήταν μία από 407 πόλεις που έχουν δεσμευτεί να πετύχουν τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού (σήμερα είναι περισσότερες από 1.000), με καμάρι.
Μόλις επτά χρόνια πριν, αυτά. Μια εποχή που πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν πάλι ο Τραμπ.
Τι απέγινε αυτό το παραμύθι; Ενα μέρος του ξέραμε ότι είναι παραμύθι από τότε, βεβαίως. Τα στοιχεία υπήρχαν, τα δεδομένα μας τα έλεγαν. Ημουν με άλλους Ευρωπαίους στο γραφείο με τον Τέρνερ, και όλοι μας –πιθανότατα και ο Τέρνερ– ξέραμε ότι αυτό το αφήγημα ισχύει στην πραγματικότητα μόνο σε πλούσιες χώρες με στιβαρό κράτος πρόνοιας και υψηλούς φόρους, όπως οι σκανδιναβικές. Οτι στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ είναι 27ες στον κόσμο στον δείκτη κοινωνικής κινητικότητας, και ότι και εκεί, όπως και αλλού, η βασική μέθοδος οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης είναι να έχεις πλούσιους γονείς. Ο Τέρνερ ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Αλλά μου έμοιαζε πως είχε ενσωματώσει το αφήγημα ολόκληρο, αμάσητο. Νόμιζε ότι αποτελούσε παράδειγμα, όχι εξαίρεση. Και το αφήγημα, εκτός από την κοινωνική κινητικότητα, περιελάμβανε κι άλλα πράγματα. Τον μύθο των στιβαρών θεσμών, της ελευθερίας, της ισονομίας, της διάκρισης των εξουσιών. Της ανοιχτότητας σε ανθρώπους και σε ιδέες. Της υπεράσπισης των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τους ηθικούς κανόνες που ίσχυαν στο σπίτι του Σιλβέστερ Τέρνερ. Με σκαμπανεβάσματα και εξαιρέσεις, ναι, αλλά αναπόδραστα «το τόξο του ηθικού σύμπαντος είναι μακρύ, αλλά γέρνει προς τη δικαιοσύνη».
Αυτά πού πήγαν; Τι απέγιναν; Πώς μεμιάς, με μια επιλογή, σχεδόν οι μισοί πολίτες της χώρας το πέταξαν όλο μαζί στα σκουπίδια; Μέχρι τρεις μήνες πριν, αυτοί οι άνθρωποι, οι σαν τον Τέρνερ, νόμιζαν ότι ζουν σε μια χώρα όπου αυτό το παραμύθι είναι αλήθεια, μια πραγματικότητα –ακόμα και μέρος της ταυτότητάς τους. Σήμερα ζουν σε μια χώρα όπου ένας καταδικασμένος εγκληματίας νομοθετεί μόνος του συλλαμβάνοντας ανθρώπους από τον δρόμο χωρίς καμία νόμιμη διαδικασία. Απελευθερώνει εγκληματίες, ξεχαρβαλώνει τον κρατικό μηχανισμό, εκβιάζει τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια που δεν του αρέσουν, και γονατίζει την οικονομία, με μοχθηρία και εκδικητικότητα, χωρίς έλεγχο από τους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού. Το αμερικανικό παραμύθι είναι στα σκουπίδια. Οι ΗΠΑ μετατρέπονται με εκπληκτική ταχύτητα σε μια αντιδημοκρατική κλεπτοκρατία τύπου Ρωσίας. Οι υπόλοιποι πώς διαχειρίζονται αυτή τη ματαίωση;
Στις 4 του περασμένου Μαρτίου, ο Τραμπ έδωσε την ετήσια ομιλία που δίνει ο εκάστοτε πρόεδρος στο Κογκρέσο. Ο Σιλβέστερ Τέρνερ, ύστερα από οκτώ χρόνια υπηρεσίας ως δήμαρχος του Χιούστον (και μια περιπέτεια με τον καρκίνο), είχε κατέβει στις εκλογές και είχε εκλεγεί βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είχε ορκιστεί μόλις δυο μήνες νωρίτερα, και βρισκόταν στην αίθουσα, και άκουγε την αλληλουχία των κραυγαλέων ψεμάτων του Τραμπ. Τον άκουγε να υπόσχεται να ξεχαρβαλώσει τους πυλώνες που στήριζαν εκείνο το αμερικανικό παραμύθι που τόσες και τόσοι πίστεψαν, έναν έναν. Τι να σκεφτόταν άραγε; Πώς κόλλαγε αυτό το ζοφερό αφήγημα που διαμορφωνόταν μπροστά του, με τις εμπειρίες, τις αξίες και τη μακρόχρονη πορεία του στον δημόσιο βίο; Ποιος να ξέρει. Μακάρι να μπορούσα να τον ρωτήσω.
Μετά την ομιλία, ο Σιλβέστερ Τέρνερ γύρισε στο σπίτι του, και πέθανε.
