Ο δείκτης φτώχειας στην Αργεντινή αυξήθηκε κατά δέκα μονάδες μέσα σε έναν χρόνο και πλέον πάνω από τους μισούς πολίτες της χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, λίγους μήνες μετά τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου της θητείας του φιλελεύθερου Χαβιέρ Μιλέι στην προεδρία.
Στη χώρα όπου το ποδόσφαιρο είναι θρησκεία, δύο άνθρωποι της μπάλας θα μπορούσαν να βγουν (σχεδόν) παμψηφεί εάν έβαζαν υποψηφιότητα για τη διακυβέρνηση της Αργεντινής. Κατά σύμπτωση, αμφότερων το μικρό όνομα είναι Λιονέλ.
Ο ένας, βεβαίως, είναι ο Λιονέλ Μέσι, ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που αποδείχθηκε άξιος διάδοχος του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και, βάσει συνέπειας και διάρκειας, έχει ξεπεράσει προ πολλού σε επιδόσεις τον Πίμπε ντε Ορο.
Ο άλλος είναι ο Λιονέλ Σκαλόνι, ο οποίος ανέλαβε… από σπόντα τον Νοέμβριο του 2018 και, αφού ξεπέρασε τις αρχικές δυσκολίες, εξελίσσεται στον κορυφαίο προπονητή όλων των εποχών στο τιμόνι της Αλμπισελέστε.
Στις αρχικές δυσκολίες συμπεριλαμβανόταν και η σκληρή (έως άδικη) κριτική του Ντιεγκίτο, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν προπονητής της Ντοράδος Σιναλόα στο Μεξικό. «Εβαλαν για προπονητή τον Σκαλόνι, ο οποίος είναι σπουδαίο παιδί αλλά δεν μπορεί να κατευθύνει ούτε την κίνηση στον δρόμο. Πώς θα δώσουμε την Εθνική Αργεντινής στον Σκαλόνι, έχουμε τρελαθεί όλοι;» αναρωτιόταν ο Μαραντόνα, ο οποίος δεν πρόλαβε να δει την έμπρακτη απάντηση του Σκαλόνι στο γήπεδο.
Εφτά χρόνια μετά την ανάληψη της εθνικής ομάδας, η Αλμπισελέστε έχει γίνει και πάλι παγκόσμια δύναμη, κατέκτησε τίτλο ύστερα από 28 χρόνια ξηρασίας και αναδείχθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια ύστερα από 36 και την εποχή που μεσουρανούσε ο Μαραντόνα.
Και όλα αυτά, ο 46χρονος άλλοτε δεξιός μπακ – χαφ των Λα Κορούνια, Γουέστ Χαμ και Λάτσιο, μεταξύ άλλων, τα κατάφερε με ένα πολύ χαμηλό προφίλ και δίνοντας διαρκώς την εντύπωση ότι έχει τα πάντα υπό έλεγχο, όπως κάνει άλλωστε ο προπονητής που έχει ως σημείο αναφοράς, ο Κάρλο Αντσελότι.
Οπως ο «Καρλέτο», έτσι και ο Σκαλόνι αποφεύγει τις βαρύγδουπες δηλώσεις και τα ξεσπάσματα στον πάγκο. Για την ακρίβεια, είναι το εντελώς αντίθετο, όπως απέδειξε στο τελευταίο παιχνίδι, όπου η Αργεντινή πανηγύρισε τη μαθηματική πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026 με θρίαμβο επί της Βραζιλίας (4-1).
Ο Ραφίνια, ο οποίος πριν από τον αγώνα είχε κάνει προκλητικές (και εντελώς άστοχες) δηλώσεις και υποσχόταν ότι θα «δείρω και θα γαμ@@@ τους Αργεντινούς», πλήρωσε τα λεγόμενά του με σκληρά μαρκαρίσματα και… γαλλικά από τους ντόπιους ποδοσφαιριστές, αλλά και συνεχείς αποδοκιμασίες από το κοινό στο «Μονουμεντάλ» του Μπουένος Αϊρες.
Ο Σκαλόνι, κόντρα στο γενικό αίσθημα απέναντι στον Βραζιλιάνο, έσπευσε μετά τον αγώνα να τον αγκαλιάσει στον αγωνιστικό χώρο, υπερασπιζόμενος στη συνέχεια τον ποδοσφαιριστή, λέγοντας ότι «σίγουρα δεν το εννοούσε έτσι και παρερμηνεύτηκαν τα λεγόμενά του».
Και ο ίδιος, άλλωστε, νιώθει πάντα παίκτης, έστω και αν έχει κρεμάσει τα παπούτσια του εδώ και μια δεκαετία. Με αυτήν την ιδιότητα γεύτηκε τα πέτρινα χρόνια της εθνικής ομάδας, η οποία αναγεννήθηκε υπό την καθοδήγηση ενός ανθρώπου που πιτσιρικάς τον βάφτισαν «φοράδα» γιατί έτρεχε συνεχώς μέσα στο γήπεδο, ενώ πλέον ως πάτερ φαμίλιας δύο παιδιών έχει εξελιχθεί σε… καθαρόαιμο.
Οι αριθμοί, στην περίπτωσή του, λένε όλη την αλήθεια. Σε 85 παιχνίδια ως ομοσπονδιακός προπονητής, έχει 60 νίκες, ήτοι 77%, το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία της Αργεντινής, ενώ σε 50 παιχνίδια, ήτοι στο 58%, η ομάδα δεν έχει δεχθεί γκολ.
Στη διάρκεια αυτής της θητείας, η Αλμπισελέστε συμπλήρωσε 36 διαδοχικά παιχνίδια χωρίς ήττα, επίδοση που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ για εθνική ομάδα. Ο Σκαλόνι έγινε ο πρώτος προπονητής με δύο προκρίσεις σε τελική φάση Μουντιάλ, ο μοναδικός που έχει νικήσει τη Βραζιλία εντός και εκτός έδρας σε προκριματική φάση, σπάζοντας το ιστορικό αήττητο της Σελεσάο, η οποία ποτέ δεν είχε χάσει ως γηπεδούχος σε αγώνα για τα προκριματικά, μετρώντας 64 ματς (51 νίκες – 13 ισοπαλίες) μέχρι να τον επισκεφτεί η «Σκαλονέτα».
Αυτό το παρατσούκλι παραπέμπει στη furgoneta, ήτοι το βανάκι στα ισπανικά και, σε ελεύθερη μετάφραση, είναι «το αμάξι του Σκαλόνι», στο οποίο κανείς δεν ήθελε να ανέβει (μεταφορικά) στο ξεκίνημά του, αλλά πλέον όλοι ονειρεύονται να γίνουν… συνοδηγοί του πιο πετυχημένου προπονητή στην ιστορία της εθνικής ομάδας της χώρας.
Και να σκεφτεί κανείς ότι είχε σκεφτεί να αποχωρήσει μετά την ιστορική νίκη επί της Βραζιλίας στο «Μαρακανά», επειδή ένιωθε ότι δεν τον στήριζε η ομοσπονδία, παρά τις επιτυχίες του, αλλά και ότι τον ξεπερνούσε η κατάσταση, αφού ο κόσμος ζητούσε όλο και περισσότερα, μαθημένος πλέον στις νίκες και στους τίτλους. Τελικά έκανε πίσω, πάντα με χαμηλό προφίλ, και συνεχίζει με την ίδια φιλοσοφία, καθοδηγώντας τον Λιονέλ Μέσι στην πιθανότατα τελευταία μεγάλη διοργάνωσης της μυθικής καριέρας του.
«Οταν αποφασίστηκε να αναλάβουμε ως υπηρεσιακοί εγώ και ο Πάμπλο (σ.σ. Αϊμάρ, συνεργάτης του και το είδωλο άλλοτε του Μέσι), μιλήσαμε με τον Λέο και τον ενημερώσαμε, γιατί είναι ο αρχηγός. Γελούσε, γιατί δεν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη» θυμάται για την επαφή του με τον σούπερ σταρ, με τον οποίο βρήκαν έκτοτε κώδικες επικοινωνίας και απίστευτης επιτυχίας.
Οι δύο Λιονέλ οδήγησαν την Αργεντινή στη Γη της Επαγγελίας και ο μεγαλύτερος (κατά εννέα χρόνια), ο λιγότερο διάσημος, παραδέχεται ότι τις πρώτες μέρες δεν ήξερε ούτε πού είχε αφήσει το μετάλλιο, ότι δεν ξυπνάει κάθε μέρα σκεπτόμενος ότι είναι παγκόσμιος πρωταθλητής γιατί θα του είχε στρέψει. Ακόμη, δεν χάνει ευκαιρία να βγαίνει με το ποδήλατο και να κάνει βόλτα στο νησί της Μαγιόρκα, όπου διαμένει μόνιμα με την οικογένειά του.
Παρά τα ρεκόρ και τους τίτλους του, παραμένει το ίδιο προσγειωμένος και απλός, όπως όταν τον φώναζαν χαϊδευτικά «φοράδα» και επειδή πήγαινε παντού τρέχοντας, ως άλλος Φόρεστ Γκαμπ.
Ο Γκιγιέρμο Στάμπιλε, με 124 παιχνίδια στον πάγκο της εθνικής ομάδας και επτά τίτλους (κανένα, όμως, Παγκόσμιο Κύπελλο), είναι ο πρώτος και στις δύο σχετικές κατηγορίες. Ο Σκαλόνι, εφόσον ο ίδιος το θελήσει, είναι ικανός να σπάσει δεδομένα το πρώτο ρεκόρ. Για το δεύτερο, αν τα καταφέρει χωρίς τον Μέσι πλέον στη διάθεσή του, θα έχει απλώς γράψει ξανά ιστορία.
