Τίποτα στην περίπτωση των Κόρε.Υδρο δεν έγινε σύμφωνα με τους κανόνες. Θα έλεγα ότι όλα έγιναν σε πείσμα των κανόνων και κόντρα σε αυτούς. Αυτή ήταν η ευλογία τους και ίσως και ο λόγος που όσο το συγκρότημα βρισκόταν εν ζωή δεν συναντήθηκε πότε με το μεγάλο κοινό. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που 11 χρόνια μετά τη διάλυση του γκρουπ εξακολουθούμε να μιλάμε για αυτούς και να ψάχνουμε «τις λεπτομέρειες της διαδρομής τους».
Το «Εδώ Μιλάνε Για Λατρεία» προβλήθηκε πρόσφατα στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και ετοιμάζεται να συναντήσει και το αθηναϊκό κοινό στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αφηγείται την ιστορία του συγκροτήματος που ξεκίνησε από την Κέρκυρα και αναστάτωσε την Αθήνα αφού δεν έβαλε νερό στο κρασί του κρατώντας τη μουσική του και τα τραγούδια του «απείθαρχα και ανένταχτα», τη ματιά του ασυνήθιστη και λοξή και την αισθητική του χωρίς όρια και περιορισμούς.
Σε ελεύθερη απόδοση η λέξη λατρεία μεταφράζεται στα αγγλικά σε cult και οι Κόρε.Υδρο έχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που κάνει ένα μουσικό συγκρότημα να λειτουργεί ως μαγνήτης για αυτούς που θα νιώσουν ότι θέλουν να ανήκουν εκεί. Φαίνεται ξεκάθαρα και σε όποιον παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ. «Με χλεύασαν γιατί δεν ήμουν σαν κι αυτούς» είναι η ατάκα που ρίχνει ο φρόντμαν Παντελής Δημητριάδης για να συνοψίσει σε λίγες λέξεις τι ήταν και κυρίως τι δεν ήταν ο ίδιος και το συγκρότημα.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Βύρωνας Κριτζάς γίνεται με την πρώτη του κιόλας προσπάθεια ως σενάριογράφος και σκηνοθέτης ο ιδανικός κινηματογραφιστής του συγκροτήματος για το οποίο τρέφει μεγάλη αγάπη. Δεν είναι εύκολο να δημιουργήσει κάνεις ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, ειδικά αν δει κανείς πόσο πολύ σπάνιο αρχειακό υλικό υπήρχε στα συρτάρια του Παντελή Δημητριάδη. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι ασυνήθιστο ένα συγκρότημα να καταγράφει σε τέτοιο βαθμό την καθημερινότητά του. Είναι όμως μία μπάντα που μεγάλωσε με το MTV και προφανώς λάτρεψε την εικόνα. Γι’ αυτό ίσως και στα live τους οι Κόρε.Υδρο εξέπεμπαν τόσο δυνατά αυτήν την εικόνα.
Ο Βύρωνας Κριτζάς δεν αγνοεί καμιά πλευρά του συγκροτήματος, ούτε αυτήν που θαυμάστηκε και αποθεώθηκε ούτε αυτήν που χλευάστηκε. Προσεγγίζει και τις δύο πλευρές με μεγάλη αγάπη, με εκτίμηση και με το δικό του ιδιαίτερο χιούμορ. Νομίζω άλλωστε ότι το κλειδί και το μυστικό της επιτυχίας αυτού του ντοκιμαντέρ είναι το χιούμορ του σκηνοθέτη και η επίσης λοξή ματιά του. Είναι πάρα πολλές οι στιγμές που ενώ παρακολουθείς το ντοκιμαντέρ γελάς. Είναι επίσης πολλές αυτές που σε συγκινεί. Είναι όμως πέρα και πάνω από όλα ένα ντοκιμαντέρ άρτιο δημοσιογραφικά που φιλοτεχνεί το πορτρέτο του συγκροτήματος και συμπληρώνει όλα όσα δεν ξέραμε αλλά υποθέταμε αυτά τα χρόνια. Ταυτόχρονα φωτίζει και αναδεικνύει το γεγονός ότι στην τέχνη η αυθεντικότητα και η μοναδικότητα, όσο κι αν δυσκολεύονται να αναγνωριστούν στην εποχή τους, τοποθετούνται στην αληθινή τους διάσταση με την πάροδο του χρόνου.
«Το Νιώσιμο»
«Το Nιώσιμο» λέγεται το καινούργιο τραγούδι του Pan Pan. Είναι ο τραγουδοποιός που βίωσε μια απροσδόκητη μεγάλη επιτυχία. Ενα ευτυχές «ατύχημα», ένα ευτύχημα. Υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες περιπτώσεις τραγουδιών στην ιστορία της ελληνικής και παγκόσμιας μουσικής, που από μια καραμπόλα ξέφυγαν και έφτασαν να γίνουν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να είναι στις προθέσεις των δημιουργών τους. Νομίζω πως αξίζει κάποια στιγμή να κάνω ένα μεγάλο άρθρο με όλα αυτά που δεν είχαν τις προδιαγραφές να συναντήσουν το μεγάλο κοινό και όμως το πέτυχαν. Το τραγούδι του, η «Ανισόπεδη Ντίσκο», είχε τα χαρακτηριστικά μιας απολαυστικής συλλογικής υστερίας αφού αγαπήθηκε ακόμα και από το κοινό στο οποίο δεν απευθυνόταν. Το τραγούδι αυτό χορεύτηκε με μανία σε πάρτι, μπαρ, γάμους και βαφτίσια. Η αλήθεια είναι πως κανένας καλλιτέχνης δεν γνωρίζει πού θα πάει το τραγούδι του από τη στιγμή που θα φύγει από τα χέρια του. Και έτσι πρέπει. Φαντάζομαι επίσης ότι το επόμενο βήμα θα τον απασχόλησε κάποια στιγμή παρά πολύ. Οσο πιο μεγάλη η επιτυχία τόσο πιο μεγάλη και η φυλακή, συνηθίζουμε να λέμε. «Το Νιώσιμο» σηματοδοτεί την «απελευθερωσή» του. Κάνοντας μια πρόβλεψη θα πω ότι δεν θα το ζητήσουν να το χορέψουν σε γάμους και βαφτίσια αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρεις.
Ποίηση
Η κληρονομιά του Ντίλαν είναι πολύ μεγάλη. Εβαλε τον ηλεκτρισμό στη φολκ μουσική και έκανε τα γυαλιά ηλίου μέσα στα στούντιο ηχογραφήσεων cool. Μέχρι τον Ντίλαν η ποίηση υπήρχε ελάχιστα στα τραγούδια και νομίζω πως οι ηχογραφήσεις ποιημάτων με συνοδεία μουσικής χωρούσαν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Ντίλαν έκανε την ποίηση απαραίτητη στο rock n’ roll. Κάποιοι δημιουργοί ακολούθησαν και κάποιοι άλλοι τραγουδοποιοί απλά πήραν γνωστά ήδη ποιήματα και τα μελοποίησαν. Ο Πιτ Σίγκερ στα τέλη του ’50 έβαλε μουσική στους στίχους του Εκκλησιαστή στο περίφημο “Turn, Turn Turn”. Το 1965 το ηχογράφησαν οι Byrds και έγινε ο ύμνος της γενιάς της αντικουλτούρας. Η “Lucy Gray”, ένα τραγούδι των Βρετανών της φολκ μουσικής Fairport Convention στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήταν ένα ποίημα του Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ τραγουδισμένο από την αιθέρια φωνή της Σάντυ Ντένι. Η Εντι Ρίντερ ηχογράφησε το 2003 το πιο διάσημο ποίημα του εθνικού ποιητή της Σκωτίας, Ρόμπερτ Μπερνς, το “Red Red Rose” που είχε από μόνο του ρυθμό τραγουδιού. Οι Waterboys του Μάικ Σκοτ συμπεριέλαβαν στο άλμπουμ τους “Fishermans Blues” του 1988 το ποίημα του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, “No Second Troy” ενώ μια δεκαετία αργότερα η Καναδέζα Λορίνα ΜακΚένιτ έβαλε σε μουσική τους στίχους από το ποίημα του Ρόμπερτ Φροστ “Stopping by Woods on a Snowy Evening”. Η ΜακΚένιτ βάζει συχνά μουσική σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα. Η Τζόαν Μπαέζ που λάτρευε την ποίηση και τον Μπομπ Ντίλαν ηχογράφησε το 1967 το “Annabel Lee” σε στίχους του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Για κάποιο παράξενο λόγο οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς έχουν σκωτσέζικες ρίζες. Οι πιο ενδιαφέρουσες, όμως, μελοποιήσεις είναι αυτές όπου ο μουσικός διαβάζει τον ρυθμό και τη μελωδία ανάμεσα στις λέξεις και τους στίχους.
Τραγούδια από τη γενιά των αρχών του αιώνα
Με αφορμή την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ για τους Κόρε.Υδρο είπα να θυμηθώ την εποχή, από τις αρχές του 2000 μέχρι και το 2010, τους μουσικούς, τα συγκροτήματα και τα τραγούδια που τότε έκαναν αίσθηση. Από τη Monika και το πολυσυζητημένο τότε ντεμπούτο άλμπουμ της, το “Avatar”, στο “Love Story” του Monsieur Minimal που έχει γράψει τη δική του ιστορία στην ποπ μουσική. Από τη νεανική αισθητική και τα υπέροχα όλο φρεσκάδα remix των Imam Baildi σε τραγούδια του ’50 και του ’60 στο “Τυχερό Αστέρι” του Κ. Βήτα στην πρώτη του ηχογράφηση τότε για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης. Και από τους Κόρε.Yδρο στον Κωστή Μαραβέγια και τους Locomondo, μια γενιά νέων πολυσυλλεκτική, πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη.
