Το ποδόσφαιρο είναι το εθνικό σπορ στην Πολωνία, η οποία γέννησε σπουδαίους παίκτες όπως ο Γκρέγκορζ Λάτο, ο Ζμπίγκνιεβ Μπόνιεκ ή ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι. Οι Πολωνοί λατρεύουν την μπάλα και καμαρώνουν για τις επιτυχίες της εθνικής τους ομάδας, ανεξαρτήτως διοργάνωσης.
Φουσκώνουν από περηφάνια για τις δύο τρίτες θέσεις στα Μουντιάλ της Δυτικής Γερμανίας (1974) και της Ισπανίας (1982), αλλά και για το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο του Μονάχου (1972) και τα δύο ασημένια σε Μόντρεαλ (1976) και Βαρκελώνη (1992).
Υπάρχουν, βεβαίως, και μέρη όπου δεν ασχολούνται ιδιαιτέρως με την μπάλα, όπως το Ράβιτς. Μια πόλη 20.000 κατοίκων που έχει μεν ποδοσφαιρική ομάδα, τη Ράβια, αλλά οι κάτοικοι ποτέ δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτήν.
Αυτό άλλαξε άρδην τον Μάρτιο του 2021, όταν κλήθηκε στην εθνική ομάδα ένα παιδί που γεννήθηκε στην πόλη και πέρασε (για λίγο) από τα τμήματα υποδομής της Ράβια, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο άθλημα.
Η κλήση του Κάρολ Γκρέγκορζ Σφιντέρσκι από τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή Πάουλο Σόουζα (άλλοτε παίκτη του Παναθηναϊκού) έβαλε εμμέσως το ποδόσφαιρο στην καθημερινότητα του Ράβιτς, όπως παρατήρησε τότε ο περήφανος πατέρας του νυν επιθετικού του «τριφυλλιού».
«Χάρη στον Κάρολ οι άνθρωποι από το Ράβιτς παρακολουθούν την εθνική ομάδα, παρά το γεγονός ότι δεν τους ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο. Οταν όμως παίζει η εθνική, όλοι την βλέπουν τώρα», εξηγούσε ο μπαμπάς Γκρέγκορζ.
Η γκολάρα με την οποία ο Σφιντέρσκι άνοιξε τον δρόμο για τη νίκη του Παναθηναϊκού επί της Φιορεντίνα στους «16» του Europa Conference League κυριαρχεί τις τελευταίες ώρες στις τηλεοράσεις και στα social media των κατοίκων του Ράβιτς, μιας πόλης που πλέον παρακολουθεί στενά τι κάνει το αγαπημένο της παιδί, έστω και αν ο Κάρολ έμεινε πολύ λίγο εκεί.
Στα 13 του, άλλωστε, δεν δίστασε να αποδεχθεί την πρόσκληση των ακαδημιών της UKS SMS Λοτζ και να ταξιδέψει 270 χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του για να κάνει πραγματικότητα το όνειρό του να γίνει ποδοσφαιριστής.
Το όνειρο που δεν είχε μόνο εκείνος, αλλά και ο παππούς του Τσέσλαβ, ο οποίος ήταν αυτός που τον στήριξε περισσότερο στο ξεκίνημά του. Ο Κάρολ, για να τον τιμήσει, πήρε τη φανέλα με το «28» όταν πήγε στην Γιαγκελόνια Μπιάλιστοκ για να γίνει επαγγελματίας, αφού ο παππούς είχε γεννηθεί 28 Μαρτίου.
Στην επέτειο της γέννησής του, μάλιστα, σκόραρε το πρώτο του γκολ με την εθνική ομάδα και σήκωσε τα χέρια ψηλά στον ουρανό για να του το αφιερώσει, αφού είχε φύγει από τη ζωή και δεν πρόλαβε να δει το αγαπημένο του εγγόνι να φοράει τη φανέλα με το εθνόσημο.
Από μικρός κυνηγούσε το γκολ, παρότι ζοριζόταν στην αρχή, γιατί ήταν μικρόσωμος και δεν μπορούσε να τα βάλει με τους αντίπαλους αμυντικούς. Αναπτύχθηκε, δυνάμωσε και πάτησε γερά στα πόδια του στο Μπιάλιστοκ, όπου τον εντόπισε ο ΠΑΟΚ και τον έφερε στην Ελλάδα.
Λάτρεψε τον τρόπο ζωής στη Θεσσαλονίκη, το πάθος των φιλάθλων με τους οποίους πανηγύρισε το νταμπλ του 2019 και το Κύπελλο του 2021, κάνοντας απόσβεση και με το παραπάνω των 2,5 εκατ. ευρώ που έδωσε ο «Δικέφαλος» για να τον αποκτήσει.
Οταν η Σάρλοτ και η ευκαιρία να αγωνιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τού χτύπησαν την πόρτα, ένιωθε πως είχε έρθει η ώρα για το επόμενο κεφάλαιο στην καριέρα του. Το συζήτησε και το αποφάσισαν από κοινού με τη σύζυγό του, Μαρτίνα, στην οποία είχε κάνει πρόταση στη διάρκεια διακοπών στη Ζάκυνθο, προτού καν πάει στον ΠΑΟΚ (πάλι η Ελλάδα στη μέση).
Ηταν ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης της νεοσύστατης ομάδας στο MLS, το επαγγελματικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, σκόραρε με συνέπεια, έμενε δύο λεπτά με τα πόδια από το γήπεδο, ο μικρός γιος του Αντονι (Αντος για συντομία) γνώριζε μια διαφορετική κουλτούρα, αλλά δύο γεγονότα τον κλόνισαν και τον οδήγησαν στην απόφαση να επιστρέψει στην Ευρώπη.
Εγινε μάρτυρας ενός περιστατικού με πυροβολισμό και έκρινε ότι η Σάρλοτ δεν θα ήταν η ασφαλέστερη πόλη για την οικογένειά του, ενώ έχασε με τραγικό τρόπο τον καλύτερό του φίλο στην ομάδα, τον Αντον Γουόκς, ο οποίος σκοτώθηκε ενώ έκανε τζετ σκι στη Φλόριντα.
Επαιξε δανεικός για μισή σεζόν στην ιταλική Ελλάς Βερόνα (πάλι Ελλάς…) και, όταν ο Παναθηναϊκός τον προσέγγισε, είπε γρήγορα το «ναι», αφού φρόντισε πρώτα να πάρει σχετικές πληροφορίες από τον φίλο και συμπαίκτη του στις μικρές εθνικές ομάδες και τη Γιαγκελόνια, Μπαρτλομέι Ντραγκόφσκι, και τον άλλοτε συμπαίκτη του στον ΠΑΟΚ, Σβέριρ Ινγκι Ινγκασον.
Ο Παναθηναϊκός έχει μια ξεχωριστή σχέση με τους Πολωνούς και με τη φανέλα του έγραψαν τη δική τους ιστορία οι Κριστόφ Βαζέχα, Γιόζεφ Βάντσικ (κατά κύριο λόγο), Ιγκόρ Σιπνιέφσκι (είχε πρόωρο και τραγικό τέλος, έξι ημέρες πριν από τα 48α γενέθλιά του) και Εμάνουελ Ολισαντέμπε (Νιγηριανός, αλλά με πολωνικό διαβατήριο).
Ο Σφιντέρσκι είναι ο δέκατος Πολωνός στην ιστορία του «τριφυλλιού», έφτασε στην ομάδα όντας πιο ώριμος από ποτέ στα 28 του χρόνια και δεν δίστασε να υπογράψει για 3,5 χρόνια, γιατί θέλει να ριζώσει στους «πράσινους». Και, αν συνεχίσει να πετυχαίνει κρίσιμα, αλλά και εντυπωσιακά γκολ όπως αυτό εις βάρος της Φιορεντίνα, είναι δεδομένο ότι θα στεριώσει για πολλά, πολλά χρόνια στη δεύτερη πατρίδα του, όπως νιώθει την Ελλάδα.
