Παρέμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος για ώρα την σκακιέρα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε χάσει την παρτίδα. Πώς ο Μπόμπι Φίσερ, φίλος και μεγάλος του αντίπαλος, έστω και αν ήθελαν να τους παρουσιάζουν ως εχθρούς, είχε νικήσει σε μια παρτίδα που όδευε με μαθηματική ακρίβεια στην ισοπαλία.
Ο Δυτικογερμανός γκραν μετρ Λόταρ Σμιντ, ο οποίος είχε οριστεί διαιτητής του αγώνα, κάθισε δίπλα του για να εξετάσουν μαζί τα λάθη στα οποία είχε υποπέσει και του είχαν στοιχίσει μια προσωρινή ήττα που θα οδηγούσε εντέλει στην απώλεια του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Εκείνη η ήττα, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ενωσης, πόνεσε πολύ τον Μπόρις Βασίλιεβιτς Σπάσκι. Ταυτόχρονα, όμως, τον λύτρωσε, τον απελευθέρωσε.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ανακούφιση ένιωσα όταν ο Φίσερ πήρε τον τίτλο. Σοβαρά, εκείνη δεν ήταν μια στενόχωρη μέρα για εμένα. Το αντίθετο, έβγαλα από πάνω μου ένα μεγάλο βάρος και μπόρεσα ξανά να αναπνεύσω βαθιά», είχε πει χρόνια αργότερα για την ιστορική ήττα στον «αγώνα του αιώνα», όπως χαρακτηρίστηκε η μονομαχία του με τον Φίσερ το 1972 στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας.

Εκεί όπου αναπαύεται από τον Ιανουάριο του 2008, νικημένος από νεφρική ανεπάρκεια και τους αδυσώπητους δαίμονές του ο θρυλικός, ψυχωτικός Αμερικανός σκακιστής που έβαλε τέλος στην κυριαρχία των Σοβιετικών και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μάλιστα 64 ετών, όσα και τα τετράγωνα του αγαπημένου του παιχνιδιού.
Ο Σπάσκι, ο οποίος αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο την Πέμπτη (27/02) σε ηλικία 88 ετών, όντας μέχρι τότε ο μεγαλύτερος εν ζωή παγκόσμιος πρωταθλητής, δεν είχε δώσει το «παρών» στην κηδεία του Φίσερ. Οχι γιατί δεν τον συμπαθούσε, κάθε άλλο, αλλά γιατί δεν τον άφησε η τρίτη σύζυγός του.
Χρόνια αργότερα και παρά την ταλαιπωρημένη του υγεία, ταξίδεψε στο Ρέικιαβικ και άφησε λουλούδια στον τάφο του ανθρώπου που γνώρισε πρώτη φορά όταν ήταν ένα παιδαρέλι 14 ετών, το οποίο όμως έδειχνε από τότε την ξεχωριστή του σχέση με ένα άθλημα που απαιτεί απίστευτη συγκέντρωση και ευελιξία.
Ο Φίσερ, μέσα στην ψυχωτική ιδιοφυΐα του, είχε σχεδιάσει λεπτομερώς την κηδεία του. Είχε δώσει οδηγίες για το πού ήθελε να τον θάψουν, το τραγούδι που θα έπαιζε στη διάρκεια της τελετής (το «Green Green Grass of Home» του Τομ Τζόουνς), αλλά και τους τρεις σκακιστές που ήθελε να τον συνοδεύσουν: Τον Αντορ Λίλιενταλ, τον Λάγιος Πόρτις και τον Μπόρις Σπάσκι.
Ο Σοβιετικός, ο οποίος στη διάρκεια του περιβόητου αγώνα σηκώθηκε και χειροκρότησε τον αντίπαλό του μετά από μία από τις νίκες του, χαρακτηριζόταν από φίλους και εχθρούς ως ένας τζέντλεμαν των ταμπλό.
Οι Σέρβοι, οι οποίοι φιλοξένησαν είκοσι χρόνια μετά τη ρεβάνς όπου νίκησε και πάλι ο Φίσερ, τον βάφτισαν «Πούσκιν του σκακιού». Και αυτό γιατί ο τρόπος που έπαιζε ήταν ποιητικός, γεμάτος φινέτσα, θυμίζοντας τον Ρώσο ποιητή και πεζογράφο Αλεξάντερ Πούσκιν. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του και αρκούσε να διαβάσει μία φορά τους στίχους ενός ποιήματός του για να τους μάθει.
Η ίδια η ζωή του Σπάσκι, άλλωστε, ήταν γεμάτη ποιητική αδεία, η οποία του επέτρεψε όχι μία, ούτε δύο, αλλά πέντε φορές να ξεφύγει από τον θάνατο, όταν αυτός έμοιαζε αναπόφευκτος.

Λίγο έλειψε να πεθάνει από ασιτία στο ορφανοτροφείο που βρήκε καταφύγιο όταν μαζί με την οικογένειά του απέδρασαν από το Λένινγκραντ (νυν Αγία Πετρούπολη), στη διάρκεια της πολιορκίας από τους ναζί, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαζί με τον στρατιώτη πατέρα, τη δασκάλα μητέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό του Γκεόργκι επιβιβάστηκαν σε ένα τρένο, στο οποίο ο μικρός Μπόρις είχε την πρώτη του επαφή με το σκάκι, σε ηλικία πέντε ετών.
Εκείνη την ημέρα, τρία τρένα έφυγαν από την πόλη. Το πρώτο και το τρίτο βομβαρδίστηκαν από τους ναζί, με τους περισσότερους επιβάτες να βρίσκουν τραγικό θάνατο. Η οικογένεια του Σπάσκι ήταν στο ενδιάμεσο τρένο, το οποίο γλίτωσε από τις βόμβες.
Αυτή ήταν η πρώτη, άτυπη (και κερδισμένη) μάχη του με τον θάνατο. Προέκυψαν και άλλες στο μέλλον, όπως όταν λιποθύμησε ύστερα από ένα τουρνουά στην Ισπανία, γιατί για πολλές ώρες δεν έτρωγε τίποτα και το μόνο που έκανε ήταν να πίνει καφέ και να καπνίζει αρειμανίως, με αποτέλεσμα να πέσει και να χτυπήσει το κεφάλι του στο μαρμαρένιο δάπεδο.
Οταν άρχισε να βγάζει χρήματα και να τα επενδύει-σπαταλάει σε αυτοκίνητα (κάποτε είχε αγοράσει και ένα… τανκ!), τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι και, ως εκ θαύματος, δεν τράκαρε, αλλά ξύπνησε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, για να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, προτού συνεχίσει το ταξίδι του.
Τα τελευταία χρόνια, όταν είχε επιστρέψει πλέον στη Ρωσία, παρότι ποτέ δεν την ένιωσε απόλυτα ως πατρίδα του, κάτι που αντίθετα συνέβη με τη Γαλλία, έπαθε δύο εγκεφαλικά επεισόδια, εξαιτίας των οποίων δεν μπορούσε πλέον να κινεί κανονικά το αριστερό μπράτσο και το αριστερό πόδι.
«Είναι σε απεργία» έλεγε με το ξεχωριστό, φλεγματικό του χιούμορ ο Σπάσκι, ο οποίος είχε ανακοινώσει μέσω τηλεφώνου στον διαιτητή Λόταρ Σμιντ ότι αποσύρεται από τον αγώνα με τον Φίσερ που σημάδεψε τη ζωή του, αλλά ταυτόχρονα τον απελευθέρωσε από τα λιγότερο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του, όπως είχε χαρακτηρίσει εκείνη την τριετία κατά την οποία κουβαλούσε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Σοβιετικοί και Αμερικανοί χρησιμοποίησαν εκείνον τον αγώνα για την απόλυτη προπαγάνδα τους, ο Σπάσκι μέχρι να φύγει είχε την εντύπωση, τη βεβαιότητα ότι στη διάρκεια του αγώνα τον σημάδευαν με ραδιενεργά κύματα για να επηρεάσουν το παιχνίδι του (!), αλλά ακόμα και έτσι δεν σηκώθηκε ποτέ από την καρέκλα του.
Δεν σκαρφιζόταν ποτέ κόλπα για να επηρεάσει διαιτητές ή κοινή γνώμη, δεν έδινε σόου όπως έκανε ο Φίσερ. Είχε την ψυχή ενός αθλητή, για τον οποίο η νίκη είναι ό,τι πιο σημαντικό, αλλά χωρίς αυτό να αγιάζει τα μέσα για να φτάσει στον πολυπόθητο σκοπό.
Το μικροσκοπικό σπίτι όπου διέμενε στη Μόσχα, στον πρώτο όροφο ενός παλιού κτιρίου, ήταν γεμάτο από βιβλία Ιστορίας για τη Ρωσία των τσάρων (δηλωμένος φιλοβασιλικός άλλωστε), φωτογραφίες από τους αγώνες του, το μετάλλιο του παγκόσμιου πρωταθλητή και ένα στεφάνι ελιάς που έπαιρναν τότε για νίκες σε μεγάλα τουρνουά, αλλά και μια φωτογραφία του Μπόμπι Φίσερ σε νεαρή ηλικία.
Ο Μπόρις Σπάσκι άνοιξε μια σχολή σκακιού στη Σάτκα, όπου δίδασκε μικρά παιδιά. Για όσο του το επέτρεπε η υγεία του, μετέδιδε τις γνώσεις του στις νέες γενιές για ένα άθλημα που είναι απείρως πιο συναρπαστικό απ’ ό,τι μπορεί να πιστέψει κάποιος που δεν το γνωρίζει εκ βαθέων.
Και, εκτός από τις γνώσεις του, μοιραζόταν τις ιστορίες μιας ξεχωριστής, γεμάτης ζωής, το νήμα της οποίας κινδύνευσε επανειλημμένως να κοπεί, αλλά άντεξε 88 ολόκληρα χρόνια, προτού έρθει το νομοτελειακό ρουά ματ.
