Σκεφτείτε το εξής: αν ξυπνούσαμε μια μέρα και διαπιστώναμε ότι όλες οι νοσοκόμες και οι νοσοκόμοι, οι σκουπιδιάρηδες, οι οδηγοί, οι πυροσβέστες, οι δάσκαλοι και οι μανάβηδες είχαν εξαφανιστεί, τι θα γινόταν; Να σας πω τι θα γινόταν: χάος. Χάος. Οι κοινωνίες μας θα αντιμετώπιζαν μια τρομακτική, πρωτοφανή κρίση. Ανθρωποι θα πέθαιναν. Η οικονομική και η κοινωνική δραστηριότητα θα πάταγαν απότομα φρένο.
Σκεφτείτε, τώρα, το άλλο: τι θα γινόταν αν εξαφανίζονταν όλοι οι καλλιτέχνες, οι ηθοποιοί, οι μουσικοί ή οι συγγραφείς; Να σας πω τι; Τίποτε τόσο τραγικό, βραχυπρόθεσμα. Αλλά ο κόσμος σχεδόν αμέσως θα γινόταν ένα πιο δυσάρεστο, πιο φτωχό και βαρετό μέρος. Οι ζωές όλων θα συνεχίζονταν, αλλά θα γίνονταν χωρίς καμία αμφιβολία πολύ χειρότερες.
Τέλος, σας παρακαλώ σκεφτείτε το εξής: τι θα γινόταν, αν αύριο εξαφανίζονταν όλοι οι μάνατζερ των hedge funds, οι λομπίστες, οι πολιτικοί σύμβουλοι και σύμβουλοι μάρκετινγκ από τον κόσμο; Τίποτε. Δεν θα γινόταν σχεδόν τίποτε. Οικονομίες δεν θα κατέρρεαν. Βραχυπρόθεσμα δεν θα καταλάβαινε κανένας τη διαφορά. Μεσοπρόθεσμα ακόμα και τυχόν επιπτώσεις στις «αγορές» θα ήταν ανεπαίσθητες. Αντιθέτως, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι σε κάποιες περιπτώσεις, αν εξαφανίζονταν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα που φιλοξενούν εταιρείες τέτοιων κλάδων, όχι απλά δεν θα υπήρχε καμία αρνητική συνέπεια, αλλά τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα. «Υπάρχει λόγος», γράφει ο αναρχικός ανθρωπολόγος Ντέιβιντ Γκρέιμπερ σε ένα βιβλίο του, «που οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους κλάδους δεν κάνουν ποτέ απεργία». Αντίθετα με τους εργαζόμενους στην καθαριότητα ή τους δασκάλους, αν κάνουν απεργία οι εργαζόμενοι στις επενδυτικές τράπεζες, δεν θα ενοχληθεί και δεν θα ξεβολευτεί κανένας. Κι όμως, στον κόσμο μας οι άνθρωποι της τρίτης κατηγορίας είναι κατά κανόνα αυτοί που αμείβονται με τα περισσότερα λεφτά.
Το βιβλίο που έγραψε ο Γκρέιμπερ λέγεται “Bullshit Jobs” (2018) και το θέμα του είναι ακριβώς αυτό: η εμφάνιση μιας σειράς από επαγγέλματα που είτε δεν έχουν λόγο ύπαρξης είτε, αντίθετα, προκαλούν περισσότερο κακό παρά καλό στις οικονομίες και τις κοινωνίες. Το κόνσεπτ το περιέγραψε για πρώτη φορά σε ένα άρθρο του το 2013, το οποίο έγινε viral και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Τι όριζε ως “bullshit” επάγγελμα; Ενα επάγγελμα «τόσο ανούσιο και άχρηστο, που ακόμα και ο εργαζόμενος που το κάνει δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του». Υπάρχουν τόσο πολλά τέτοια επαγγέλματα; Υπάρχουν, και ο Γκρέιμπερ υποστηρίζει ότι η ύπαρξή τους είναι δείγμα μιας σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής παθογένειας της εποχής μας. Μετά την απήχηση του άρθρου, το YouGov συμπεριέλαβε την εξής ερώτηση σε μια από τις έρευνές του: «Πιστεύετε ότι η δουλειά σας έχει σημαντική επίπτωση στον κόσμο;». Και το 37% των Βρετανών ερωτηθέντων απάντησαν «όχι». Μόνο οι μισοί είπαν «ναι».
Υστερα από όλα αυτά, ο Γκρέιμπερ, που ήταν καθηγητής στο LSE, έκανε μια έρευνα συγκεντρώνοντας μαρτυρίες και προσωπικές ιστορίες πολλών ανθρώπων που θεωρούν ότι κάνουν τέτοια επαγγέλματα. Και έγραψε ένα βιβλίο, αναλύοντας την ύπαρξη, τα αίτια και τις συνέπειες του φαινομένου των “bullshit jobs”, το οποίο, παρεμπιπτόντως, με ζόρισε πολύ ως προς την απόδοσή του στα ελληνικά. «Σκατοδουλειές»; Οχι, δεν αποδίδει σωστά το νόημα. «Αχρηστες» δουλειές; Ισως. Ας παρακάμψουμε αυτό το δίλημμα κάνοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ, χρησιμοποιώντας το εγγλέζικο “bullshit” μέσα στα εισαγωγικά του. Καταλαβαίνουμε όλες και όλοι τι εννοεί.
Αλλά ποια είναι αυτά τα επαγγέλματα; Ενα παράδειγμα λέει, ας πούμε, είναι οι πορτιέρηδες σε πολυτελείς πολυκατοικίες μεγάλων πόλεων. Ενα επάγγελμα που σε κάποιες περιπτώσεις περιλαμβάνει και διοικητικά καθήκοντα (τη διαχείριση της πολυκατοικίας) αλλά που συνήθως περιορίζεται σε ένα βαριεστημένο άνθρωπο που ανοίγει την πόρτα στους ενοίκους, για να νιώθουν πιο προνομιούχοι. Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα στο βιβλίο, από ρεσεψιονίστ σε εταιρείες χωρίς καθόλου επισκέπτες, μέχρι τηλεφωνητές για χρηματιστές που δεν θέλουν να παίρνουν τους πελάτες απευθείας. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα παραδείγματα αναδεικνύουν έναν ενδιαφέροντα διαχωρισμό. Κάποιοι (συνήθως κάποιες) βοηθοί/γραμματείς στελεχών επιχειρήσεων κάνουν, ουσιαστικά μια “bullshit job”, καθώς επιτελούν ελάχιστα και πολύ απλά καθήκοντα τα οποία το στέλεχος θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει μόνος του, αλλά δεν θέλει για λόγους στάτους και προσωπικής προβολής. Μα άλλες βοηθοί καταλήγουν να κάνουν το 80-90% της ίδιας της δουλειάς του στελέχους, το οποίο την ίδια ώρα κάθεται, σκέφτεται ή πηγαίνει σε «επαγγελματικά γεύματα». Σε αυτήν την περίπτωση, την “bullshit job” την έχει το στέλεχος.
Γενικά, ο Γκρέιμπερ χωρίζει τις δουλειές αυτές σε πέντε κατηγορίες:
- Αυτές που κάνουν τα τσιράκια. Ανθρωποι που εργάζονται ως «βοηθοί», διακοσμητικές εργασίες οι οποίες κατά μία έννοια είναι παρόμοιες περιπτώσεις με τις δουλειές των αυλικών φεουδαρχών του παρελθόντος. Προσωπικοί βοηθοί, πορτιέρηδες και άλλες υποστηρικτικές εργασίες κυρίως γραμματειακής φύσεως, οι οποίες όμως υπάρχουν μόνο και μόνο για να κάνουν κάποιον άλλο να μοιάζει πιο σημαντικός από ό,τι είναι.
- Αυτές που κάνουν οι τραμπούκοι. Ανθρωποι που εργάζονται για να καλύψουν ανάγκες τις οποίες είτε δημιουργούν οι ίδιοι είτε δεν θα έπρεπε, αντικειμενικά, να υπάρχουν, όπως τηλεπωλητές παραπλανητικών υπηρεσιών ή βλαβερών προϊόντων. Τέτοιου τύπου δουλειές εμπεριέχουν μια δόση επιθετικότητας και πολλές είναι στα όρια της νομιμότητας.
- Οι δουλειές-αυτοκόλλητα. Πρόκειται για δουλειές που υπάρχουν για να διορθώσουν κενά και προβλήματα που δημιουργούνται από την ανικανότητα άλλων –και κυρίως άλλων που καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις. Αυτές είναι δουλειές βαρετές και κραυγαλέα ανούσιες. Απασχολούν ανθρώπους που περνούν ώρες καταχωρώντας στοιχεία σε βάσεις δεδομένων που δεν χρησιμοποιεί κανείς, συγκεντρώνοντας στοιχεία που δεν αξιοποιούνται πουθενά, ή καλύπτοντας κενά και προβλήματα απαρχαιωμένων ή προβληματικών συστημάτων που θα έπρεπε να είχαν αντικατασταθεί προ πολλού ή να μην υπάρχουν καν.
- Αυτές που κάνουν όσοι τικάρουν κουτάκια. Περιλαμβάνουν δουλειές ανθρώπων που ελέγχουν ή τσεκάρουν διαδικασίες, βάσεις δεδομένων ή τη δουλειά άλλων, χωρίς όμως να υπάρχει λόγος, και σχεδόν πάντα χωρίς να προκύπτει κανένα αποτέλεσμα ή βελτίωση.
- Αυτές που κάνουν οι μάνατζερ χωρίς αντικείμενο. Περιλαμβάνουν έναν ολόκληρο ωκεανό θέσεων στο μεσαίο επίπεδο εταιρειών, όπου μάνατζερ καλούνται να επιβλέψουν και να καθοδηγήσουν τη δουλειά ανθρώπων που σχεδόν πάντα μπορούν να την κάνουν χωρίς καμία επίβλεψη. Στα περισσότερα από τα παραδείγματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, οι μάνατζερ συχνά αναγκάζονται είτε να εφεύρουν νέα αντικείμενα και αρμοδιότητες για τους εργαζομένους τους, ώστε να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, είτε να τινάξουν στον αέρα τη δουλειά τους επεμβαίνοντας αχρείαστα για τον ίδιο λόγο.
Για ποιο λόγο εμφανίστηκαν τόσο πολλές τέτοιες δουλειές; Πώς προέκυψαν; Γιατί, ασφαλώς, δεν υπήρχαν από πάντα. Γενικά, λέει, ο τρόπος με τον οποίο η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει την εργασία σήμερα είναι εξαιρετικά πρόσφατο φαινόμενο.
Οι φεουδαλιστές αριστοκράτες, ας πούμε, δεν «δούλευαν». Τον περισσότερο καιρό δεν έκαναν τίποτε. Απλά κάθονταν, διοργάνωναν γιορτές και απολάμβαναν τον ελεύθερο χρόνο τους. Η μόνη περίπτωση που καλούνταν να κάνουν κάτι, ήταν οι μάχες και οι πόλεμοι. Στο υπόλοιπο διάστημα, κάθονταν. Ποιοι δούλευαν τα χωράφια; Ποιοι εξασφάλιζαν ότι το κάστρο είναι επαρκώς εφοδιασμένο σε προϊόντα; Ποιοι παρείχαν τις υπηρεσίες φροντίδας; Οι εργάτες, φυσικά. Αλλά κι αυτοί, δεν δούλευαν με ωράριο ή κάτω από πολλές βαθμίδες μάνατζμεντ. Εκαναν τις δουλειές που ήξεραν ότι έπρεπε να γίνουν. Σε κάποιες περιόδους, βεβαίως (όπως στη σεζόν συγκομιδής της σοδειάς) μπορεί να δούλευαν από το πρωί έως το βράδυ, σε άθλιες συνθήκες. Αλλά μόνο για λίγες εβδομάδες. Τον υπόλοιπο χρόνο, κάθονταν κι αυτοί.
Ο κύριος λόγος που δούλευαν τόσο σποραδικά, βεβαίως, ήταν ότι δεν υπήρχε κανείς να τους επιβλέπει. Κανενός η δουλειά δεν ήταν να «μανατζάρει» τους εργάτες στο χωράφι. Οπότε κανένας δεν χρειαζόταν να επινοήσει δουλειές γι’ αυτούς, ή να θέτει στόχους παραγωγικότητας. Οι στόχοι παραγωγικότητας ήταν να υπάρχει αρκετό φαγητό για το τραπέζι του φεουδάρχη. Κανένας δεν ασχολιόταν με οτιδήποτε άλλο. Το βιβλίο θέτει την άποψη πως η δημιουργία των άχρηστων επαγγελμάτων είναι μια πρόσφατη εφεύρεση, που προέκυψε όταν ο καπιταλισμός έστριψε προς τις “white collar” δουλειές και εταιρείες άρχισαν να οργανώνουν τη δομή τους σε βαθμίδες περιττού μάνατζμεντ. Και η αλλαγή συνέβη όταν η αντίληψη του «χρόνου» άλλαξε. Η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να νοικιάσει τον χρόνο κάποιου είναι σχετικά πρόσφατη. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας ακόμα και η ιδέα αυτή θα προκαλούσε έκπληξη και αποτροπιασμό. Σήμερα, σου λέει, ο εργοδότης θεωρεί ότι ο χρόνος του εργαζομένου του ανήκει. Οτι για οκτώ ώρες την ημέρα, τον έχει για δικό του, να τον κάνει ό,τι θέλει. Ακόμα και πράγματα άχρηστα ή άσχετα με τη δουλειά. Στο παρελθόν μόνο μία κατηγορία ανθρώπων λειτουργούσαν έτσι: οι σκλάβοι.
Σε σοσιαλιστικές χώρες “bullshit” επαγγέλματα ήταν εξαιρετικά συνηθισμένα, γράφει ο Γκρέιμπερ. Και μάλιστα, επίτηδες. Η πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης ήταν να μην υπάρχει κανένας άνεργος. Ετσι, δημιουργούσαν ακόμα και δουλειές χωρίς κανένα νόημα, για να υπάρχει κάτι να (υποκρίνονται ότι) κάνουν όλοι. «Εμείς υποκρινόμαστε ότι δουλεύουμε», που έλεγε και το παλιό σοβιετικό γνωμικό, «κι αυτοί υποκρίνονται ότι μας πληρώνουν». Οπως όλοι ξέρουμε, βεβαίως, αυτή ήταν μια οικονομία της ανέχειας και της μιζέριας. Από το τείχος του Βερολίνου δραπέτευαν μόνο προς τη μία κατεύθυνση. Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, όμως, υποτίθεται ότι θα περνούσαμε σε μια εποχή εργασιακής αποτελεσματικότητας. Ολα θα γίνονταν, υποτίθεται, με τον πιο απλό και αποτελεσματικό τρόπο. Ετσι έγινε; Οχι, λέει ο Γκρέιμπερ. Κάθε άλλο. Υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι η αλλαγή στα εργασιακά στον κόσμο μας έγινε επειδή οι δυτικές οικονομίες βίωσαν μια τεράστια στροφή από οικονομίες που στηρίζονταν στη βιομηχανία, σε οικονομίες που βασίζονται στις υπηρεσίες. Αυτό όμως δεν ισχύει ακριβώς. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή του βιομηχανικού κλάδου στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες παραμένει λίγο πολύ σταθερή εδώ και δεκαετίες. Ο τομέας των «υπηρεσιών», δε, αν τον ορίσουμε ως τους κλάδους που αμιγώς προσφέρουν υπηρεσίες σε άλλους (πωλητές, σερβιτόροι, οδηγοί κ.λπ.) επίσης παραμένει λίγο πολύ σταθερός εδώ και δεκαετίες. Οι τομείς που μεγεθύνθηκαν ραγδαία (υποκαθιστώντας, βασικά, τον αγροτικό τομέα, που συρρικνώθηκε), είναι μια κατηγορία επαγγελμάτων που, για να το πει κανείς απλοϊκά, περιλαμβάνει ανθρώπους που δουλεύουν σε κομπιούτερ. Είναι ο κλάδος των «πληροφοριών», και περιλαμβάνει όλα τα επαγγέλματα του χρηματοπιστωτικού, ασφαλιστικού και real estate κλάδου, μεταξύ λίγων άλλων. Διευθυντές, σύμβουλοι, δικηγόροι, λογιστές, μαρκετίστες και κάθε είδους υποστηρικτικό προσωπικό κυρίως σε αυτούς τους κλάδους είναι οι δουλειές που γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν στην εποχή μας. Είναι όλες “bullshit”; Ασφαλώς και όχι. Αλλά, όπως περιγράφει ο Γκρέιμπερ, οι περισσότερες “bullshit jobs” της εποχής μας, είναι σε αυτούς ακριβώς τους κλάδους.
Αυτό έχει συνέπειες, και πρώτα απ’ όλα για τους ανθρώπους που δουλεύουν σε τέτοια επαγγέλματα. Αυτοί, όπως διαπίστωσε ο Γκρέιμπερ, δηλώνουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό δυστυχισμένοι, όχι τυχεροί. «Είμαι δικηγόρος σε μεγάλη επιχείρηση», του έγραψε ένας. «Δεν συνεισφέρω τίποτε σε αυτό τον κόσμο, και είμαι διαρκώς απολύτως δυστυχισμένος». Η αίσθηση της αχρηστίας σε κάποια από τα παραδείγματα που μελέτησε ο Γκρέιμπερ οδήγησε και σε σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Οι άνθρωποι ένιωθαν να φθείρονται κάθε μέρα που περνούσαν σε τέτοιες δουλειές, με τα ανώφελα οκτάωρα να προστίθενται σαν βάρος στην ψυχή τους. Κανονικά, το επάγγελμα της καθεμιάς και του καθενός μας θα έπρεπε να είναι κάτι που μας δίνει στόχο και νόημα. Που γεμίζει τη ζωή μας με ουσία και σκοπό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συμβαίνει το αντίθετο. Οι άνθρωποι αυτοί αρρωσταίνουν από τη μιζέρια της ανώφελης δουλειάς τους. Νιώθουν κλινικά άχρηστοι, ακόμα κι αν βγάζουν χρήματα θεωρητικά ξεκούραστα.
Μια άλλη συνέπεια είναι ο πολιτισμικός ευτελισμός της εργασίας. Σήμερα μεγαλώνουν ολόκληρες γενιές θεωρώντας πως η δουλειά είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή, πως όποιος δεν εργάζεται είναι άχρηστος, και πως ο μόνος τρόπος να γίνει κανείς ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι να εργάζεται σκληρά, και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε αντικείμενα που δεν του είναι ευχάριστα. Η καθεστηκυία τάξη λοιδορεί τη νέα γενιά ότι τεμπελιάζει, ότι δεν θέλει να εργαστεί σκληρά, ότι βαριέται ή ότι δίνει υπερβολική έμφαση σε «ασήμαντα» πράγματα όπως ο ελεύθερος χρόνος και η ποιότητα ζωής.
Και ο ευτελισμός της εργασίας δεν είναι μόνο πολιτισμικός. Είναι και οικονομικός. Ασφαλώς έχετε δει τα διαγράμματα: τις τελευταίες δεκαετίες παρακολουθήσαμε την παραγωγικότητα παγκοσμίως να εκτοξεύεται, αλλά τις αποδοχές των εργατών να μένουν καθηλωμένες. Πού πήγε όλη αυτή η υπεραξία; Στους πλούσιους, ασφαλώς, αλλά και σε μια ολοκαίνουργια ισχυρή μειοψηφία ακριβοπληρωμένων εργαζομένων, στρατιές ολόκληρες λίγο πολύ άχρηστων καλοσπουδαγμένων μάνατζερ.
Στο βιβλίο ο Γκρέιμπερ αναφέρει το παράδειγμα ενός εργοστασίου τσαγιού στη Μασσαλία. Το εργοστάσιο ήταν αυτοδιοικούμενο από τους εργάτες του, και λειτουργούσε λίγο πολύ αυτόνομα. Οι ιδιοκτήτες (η πολυεθνική Unilever) για πολύ καιρό από τότε που το αγόρασαν δεν πολυασχολούνταν με το τι συμβαίνει εκεί μέσα. Στο διάστημα αυτό, οι εργάτες, που ήξεραν καλά τη δουλειά, βελτιστοποιούσαν τις διαδικασίες και αναβάθμιζαν τα μηχανήματα με τρόπους που έκριναν οι ίδιοι ως καλύτερους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγικότητα του εργοστασίου να αυξηθεί κατά 50%. Κι αυτό οδήγησε σε μεγαλύτερα κέρδη. Τότε αποφάσισε η Unilever ότι ήρθε η ώρα να επέμβει. Τι έκαναν; Επιβράβευσαν τους εργάτες για τη θεαματική βελτίωση της παραγωγικότητας; Τους ενδυνάμωσαν με μετοχές, μεγαλύτερη αυτονομία, με προσλήψεις, με επενδύσεις για επέκταση της παραγωγής; Οχι. Προσέλαβαν βαθμίδες μάνατζερ για να «επιβλέπουν» και να «διοικούν» τους εργάτες ώστε να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο η παραγωγικότητα. Αυτοί ήταν ακριβοπληρωμένοι κουστουμάτοι που περιφέρονταν στα γραφεία χωρίς να έχουν, πρακτικά, τι να κάνουν. Οπότε έγραφαν ριπόρτ, και έκαναν παρουσιάσεις. Και, τελικά, κατέληξαν στη μοναδική και κρίσιμη συνεισφορά τους: το 2010 πρότειναν να κλείσει το εργοστάσιο και να μεταφερθεί η παραγωγή στην Πολωνία, όπου τα εργατικά χέρια είναι φτηνότερα.
(παρένθεση: το τι έγινε μετά έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον)
Η σημαντικότερη συνέπεια, όμως, νομίζω ότι είναι αυτό που επισημάναμε στην αρχή. Οι “bullshit” δουλειές είναι σύμπτωμα μιας καθολικής στρέβλωσης ως προς το τι είναι η εργασία, ποια είναι η αξία και το νόημά της. Οι σημαντικότερες, πιο πολύτιμες και ουσιαστικές δουλειές που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι σήμερα, οι πιο κοινωνικά ωφέλιμες και χρήσιμες, είναι κακοπληρωμένες και καταφρονεμένες. Την ίδια ώρα, άχρηστα, ανούσια, ακόμα και βλαβερά επαγγέλματα είναι εξαιρετικά ακριβοπληρωμένα και επίζηλα.
Κάποιοι οικονομολόγοι, λέει, προσπάθησαν να υπολογίσουν την «κοινωνική αξία» κάποιων επαγγελμάτων, μεταφράζοντας την επίδραση κάθε εργαζομένου στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, και αποτιμώντας τη σε ευρώ. Σε μία τέτοια καταγραφή, για παράδειγμα, υπολόγισαν πως ένας επιστήμονας ερευνητής παράγει αξία 9 δολαρίων για την κοινωνία, για κάθε 1 δολάριο που πληρώνεται. Μια δασκάλα παράγει 1 επιπλέον δολάριο για κάθε 1 δολάριο που πληρώνεται. Ενας σύμβουλος, όμως, ή ένας “IT specialist”, δεν παράγει τίποτε. Για κάθε 1 δολάριο που πληρώνονται, παράγουν έργο αξίας 0 δολαρίου για την κοινωνία και την οικονομία τους. Και αυτοί δεν είναι οι χειρότεροι. Για κάθε 1 δολάριο που εισπράττει ένας εργαζόμενος στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λέει, αφαιρεί άλλο 1,5 δολάριο αξίας από την κοινωνία. Υπάρχουν επαγγέλματα που όχι μόνο δεν συνεισφέρουν, αλλά κάνουν ζημιά, αφαιρώντας πόρους από την κοινωνία.
Σε μια άλλη καταγραφή που υπολόγιζε την αξία που φέρνουν στην κοινωνία συγκεκριμένα επαγγέλματα ανάλογα και με το ύψος των αποδοχών τους, υπολόγισαν ότι ένα στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας που βγάζει 500.000 λίρες Αγγλίας τον χρόνο, προκαλεί ζημία 11,50 λίρες στην ευρύτερη κοινωνία για καθεμία από τις λίρες που εισπράττει. Αντίθετα, ένας καθαριστής σε ένα νοσοκομείο, που βγάζει 13.000 λίρες τον χρόνο, προσθέτει αξία 10 λιρών στην ευρύτερη κοινωνία, για κάθε λίρα που εισπράττει.
Πώς τα κάναμε έτσι; Πώς χάθηκε τόσο η μπάλα; Για σκεφτείτε το λίγο. Τι θεωρούμε σημαντικό και χρήσιμο; Σε τι αφιερώνουμε τον χρόνο μας; Με τι αντάλλαγμα πουλάμε κομμάτια του εαυτού μας; Ποιους επιβραβεύουμε ως κοινωνία, ως οικονομίες; Και, κυρίως, αναλογιστείτε λίγο και τη δική σας δουλειά. Μήπως είναι “bullshit”;
Το βιβλίο:
