«Είμαι συγκινημένος. Κάθε μέρα έρχεται τόσος πολύς κόσμος για αποχαιρετισμό. Δεν προλαβαίνουμε να τους εξυπηρετήσουμε όλους. Δεν έρχονται όλοι να φάνε, έρχονται για να πουν ένα αντίο». Ο Δημήτρης Καγιαμπάκης μου μιλάει βιαστικά στο τηλέφωνο. «Eτυχε να το σηκώσουμε, δεν προλαβαίνουμε να τα απαντήσουμε όλα» λέει απολογητικά.

Ο καφενές του Καγιαμπή, ένα θρυλικό στέκι 24 ετών και σημείο αναφοράς για την πόλη, θα παραδώσει τη θέση του σε ένα ακόμη ξενοδοχείο στις παρυφές του κέντρου. Από όταν έγινε γνωστή η είδηση για το κλείσιμο, οι ίδιοι αποφάσισαν να ανοίγουν και τις Κυριακές για να δώσουν περισσότερο χρόνο στους θαμώνες και φίλους να τους χαιρετήσουν με μια ρακή.

Ο Δημήτρης, ή Μήτσος, όπως τον λένε οι φίλοι, είχε φτιάξει εδώ ένα μέρος όπου οι ντόπιοι έρχονταν να συγχρωτιστούν και να ανταλλάξουν απόψεις για την πολιτική. Oι νεότεροι βρήκαν ένα καταφύγιο για να συζητούν τις αλλαγές που ήθελαν να φέρουν στον κόσμο, να ακούσουν ρεμπέτικα ή τζαζ, να γράψουν ποιήματα πάνω σε χαρτοπετσέτες. Οι τουρίστες έρχονταν για να φάνε έναν παραδοσιακό ντάκο ή να δοκιμάσουν καφέ στο μπρίκι και να αναρωτηθούν για όλες τις προσωπικότητες που κρέμονται σε φωτογραφίες στον τοίχο: προσωπογραφίες ηρώων της Αριστεράς, μορφές από το αντάρτικο, στιγμιότυπα από διαδηλώσεις και πολιτιστικές στιγμές της Κρήτης, πορτρέτα του Γιάννη Ρίτσου και του Ψαρογιώργη. Ο καφενές του ήταν «βουλή και ιατρείο», ένας τόπος συνάντησης διαφορετικών γενεών, μια ζωντανή σκηνή όπου η πολιτική, η τέχνη και η ιστορία μπλέκονταν, ένα ζυμωτήριο με τεζιάκι (το μέρος που παρασκευάζεται ο καφές στα καφενεία) και τραπεζοκαθίσματα, και βέβαια μεζέδες πρώτης τάξης.
«Σκέφτεστε να ανοίξετε αλλού;» ρωτάω πριν κλείσουμε. «Οχι κορίτσι μου, θα κάτσω να ξεκουραστώ. Υστερα από δυο τρία χρόνια, βλέπουμε» λέει ο Καγιαμπής.

Το ιστορικό αυτό μέρος, όπου γεννήθηκαν συζητήσεις, κινήματα και καλλιτεχνικές εμπνεύσεις, θα πάψει να υπάρχει στις 27 Φεβρουαρίου, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής. Οι τοίχοι του θα γκρεμιστούν, οι καρέκλες του θα αποθηκευτούν, οι ήχοι του θα σωπάσουν. Σε μια εποχή όπου οι πόλεις αλλάζουν γρήγορα, όπου το παλιό αντικαθίσταται από το νέο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η απώλεια αυτού του καφενείου είναι μια υπενθύμιση: κάποια μέρη δεν είναι απλώς μαγαζιά που κλείνουν, κάποια μέρη αξίζουν να θυμόμαστε πως υπήρξαν. Για όσους έζησαν λίγες στιγμές εδώ, για όσους άκουσαν από τον Δημήτρη την ιστορία του Ερνστ Τέλμαν, για αυτούς που ζωγράφισαν ένα σκίτσο στη στιγμή πάνω στη λαδόκολλα που στρώθηκε στο τραπέζι τους, έγραψαν ένα στιχάκι στη χαρτοπετσέτα τους, και αγάπησαν τον καφενέ, θα είναι το τέλος ενός κεφαλαίου στην ιστορία του Ηρακλείου – ενός κεφαλαίου που μάλλον κανένα ξενοδοχείο δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει.
