Οι ρόλοι που παίζουμε ασκούν πάντοτε μια γοητεία
Γιατί θρηνούμε τόσοι πολλοί και με τέτοια ένταση κάθε χρόνο τους ανθρώπους του πολιτισμού που φεύγουν από τη ζωή;
Ηταν στα μέσα Ιανουαρίου όταν έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου Ντέιβιντ Λιντς και προς το τέλος του ίδιου μήνα η τραγουδίστρια, τραγουδοποιός και εμβληματική περσόνα της δεκαετίας του ’60 Μάριαν Φέιθφουλ. Εχω την εντύπωση ότι κάθε χρόνο θρηνούμε και περισσότερο.
Είχα απέναντί μου, στο άλλο μικρόφωνο στο στούντιο του ραδιοφώνου, τον μουσικό Μπάρι Ανταμσον και σκέφτηκα ότι είναι από τους πιο κατάλληλους ανθρώπους για να του απευθύνω αυτήν την ερώτηση. Η ζωή που έζησε, οι εξαρτήσεις και οι καταχρήσεις και το γεγονός ότι απελευθερώθηκε από όλα αυτά τον καθιστούσαν ιδανικό για να δώσει μια απάντηση. Τον ρώτησα λοιπόν αν ο λόγος που θρηνούμε τόσο έντονα τα τελευταία χρόνια την απώλεια των καλλιτεχνών είναι γιατί πενθούμε και για ένα μεγάλο κομμάτι από τα δικά μας καλά χρονιά που φεύγουν ή αν απλά γιατί νιώθουμε ότι το κενό που αφήνουν αυτοί οι άνθρωποι στον χώρο της τέχνης και της ζωής μας είναι δυσαναπλήρωτο. «Είναι ωραία σκέψη» μου απάντησε. «Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. Να σου πω τι είναι για μένα όλο αυτό. Οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι κινηματογραφιστές, οι συγγραφείς είναι τα μέλη της οικογένειάς μας. Οπως συμβαίνει σε μία οικογένεια, έτσι και στη δική μας όταν φεύγει κάποιος, μαζευόμαστε για να τον αποχαιρετήσουμε και να τον ευχαριστήσουμε. Συμφωνώ μαζί σου. Δεν θα υπάρξει ξανά ούτε ο Ντέιβιντ Λιντς ούτε η Μάριαν Φέιθφουλ όμως αυτό που ξέρω είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι παίξανε τον ρόλο τους και τον παίξανε καλά. Και αυτό είναι που τιμούμε».

Με τη σειρά μου, μου άρεσε η σκέψη του. Οι ρόλοι που παίζουμε ασκούν πάντοτε μια γοητεία. Αναρωτήθηκα λοιπόν ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξε η Μάριαν Φέιθφουλ και ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που παίρνουμε από τη ζωή της.
Στην ιστορία της ποπ μουσικής δεν θυμάμαι να υπήρξε καλλιτέχνης που πήγε τόσο κόντρα σε όλα τα στερεότυπα –ειδικά στα γυναικεία– και τους ρόλους που του επιφύλαξαν το περιβάλλον και η κοινωνία. Ο Μπομπ Ντίλαν είχε πει κάποια στιγμή: «Η ζωή δεν είναι για να βρεις τον εαυτό σου αλλά για να τον δημιουργήσεις».
Δημιούργησε τον εαυτό της όπως η ίδια τον ήθελε και τον είχε φανταστεί και κατάφερε να βοηθήσει, όσους τη συνάντησαν, να γίνουν οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού τους. Οπως έκανε για παράδειγμα με τον Μικ Τζάγκερ, τον οποίο τον εισήγαγε στο θέατρο, στη λογοτεχνία, στο μπαλέτο και στις τέχνες.
Οταν τη συνάντησε το 1964 ο Αντριου Λουγκ Ολνταμ, ο δραστήριος εκείνη την εποχή μάνατζερ των Rolling Stones, δεν τη ρώτησε καν αν μπορεί να τραγουδήσει. Είχε αποφασίσει ήδη για αυτήν ότι δεν θα χρειαζόταν να τραγουδάει και ίσως και να αποφασίζει. Εφτανε για μία γυναίκα στα 17 της, με ένα πανέμορφο και γοητευτικό πρόσωπο και με ένα στυλ που σου έκλεβε τη ματιά, να παίζει απλά τον ρόλο της σεμνής και σιωπηλής ενζενί. Στην αυτοβιογραφία της με τίτλο“Faithfull” που κυκλοφόρησε το 1994, περιγράφει με ειλικρίνεια και απλότητα πώς βρέθηκε την επόμενη χρονιά σε ένα λεωφορείο να περιοδεύει με καμιά δεκαριά άντρες σε διάφορα κλαμπ της Μεγάλης Βρετανίας. Οι άντρες συνάδελφοι μουσικοί διάβαζαν κόμικ και έλεγαν σόκιν ανέκδοτα και η ίδια είχε μαζί της μερικά από τα σημαντικότερα έργα της αγγλικής λογοτεχνίας. Ηταν λίγο αργότερα επίσης όταν συνδέθηκε για τα καλά με τον Τζάγκερ και τους Rolling Stones που όλοι περίμεναν από αυτή να παίξει άλλον ένα στερεοτυπικό γυναικείο ρόλο, αυτόν της μούσας που με την ομορφιά της και την αυταπάρνηση γίνεται πηγή έμπνευσης για τον άνδρα καλλιτέχνη.
Η φθορά του χρόνου αλλά και οι καταχρήσεις συνήθως κάνουν πολύ κακό στη φωνή των τραγουδιστών. Στην περίπτωση της Φέιθφουλ ό,τι έζησε και ό,τι πέρασε από πάνω της έγινε κομμάτι της προσωπικότητάς της και παράσημο της επιβίωσής της. Ολα αυτά την έκαναν να είναι ακόμη πιο σαφής και ξεκάθαρη ως προς τα κίνητρά της. Της έδωσαν το βάθος και τον χαρακτήρα και κυρίως τη φωνή που τόσο λατρέψαμε. “After a certain age every artist works with injury” τραγουδάει στο “Bored By Dreams” που ηχογράφησε το 1995. Από μια ηλικία και μετά κάθε καλλιτέχνης γλείφει τις πληγές του. Από τις μεγαλύτερες αλήθειες που έχουν γραφτεί ποτέ σε τραγούδι.
Στην αυτοβιογραφία της διηγείται μια ιστορία που αφορά τον Μπομπ Ντίλαν. Ηταν στη δεκαετία του ’60 και βρισκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του ενώ ο Μπομπ ως συνήθως καθόταν στη γραφομηχανή του. «Τι γράφεις;», τον ρώτησε. «Ενα ποίημα», της απάντησε ενώ το πρόσωπό του φλεγόταν από επιθυμία. «Για σένα», συνέχισε. Οταν η ίδια αρνήθηκε να ενδώσει, ο Ντίλαν έσκισε το ποίημα.
Σε όλες τις δεκαετίες ήθελε κότσια για να είσαι η Μάριαν Φέιθφουλ!
Την είχα δει αρκετές φορές ζωντανά στη σκηνή. Τη δεκαετία του ’80 στο Παλλάς, τη δεκαετία του ’90 στο Ρόδον, αρκετές φορές. Ενιωθα κάθε φορά ότι η αληθινή παράσταση ήταν η ίδια της η ζωή. Με έναν παράξενο τρόπο η πορεία της Φέιθφουλ ήταν και ταξίδι και προορισμός. Σπάνιο, αλλά νομίζω ότι το κατάφερε.
