Ισως να μην περιμένατε από αυτή τη στήλη να σας μιλήσει για ένα τόσο κλασικό μαγαζί. Κι όμως, καμιά φορά αυτά που στέκουν πάντα εκεί, αμετακίνητα στον χρόνο, είναι και αυτά που μας διαφεύγουν- ακριβώς επειδή τα θεωρούμε δεδομένα.
Ο Μαύρος Γάτος πρωτολειτούργησε τη δεκαετία του ’60, όμως η σημερινή οικογένεια το ανέλαβε το 1991, ήταν ο Γιώργος Κολεζώης και η σύζυγός του, Παναγιώτα. Ο Γιώργος, πριν αναλάβει τον Γάτο, είχε περάσει από πολλές ταβέρνες—ήξερε τη δουλειά. Ο ψήστης τότε ήταν ο Ζαχαρίας, αδερφός της Παναγιώτας, ενώ η ίδια επί των μαγειρευτών, έκανε τις κατσαρόλες να «τραγουδούν», κάτι που συμβαίνει ακόμα. Σήμερα, η σκυτάλη έχει περάσει στα παιδιά τους—τη Βασιλική και τον σύζυγό της, Γιάννη Μάνθο.

Η ταβέρνα που έγινε γνωστή για τα παϊδάκια, τα μαγειρευτά και τις πίτες, λειτουργεί πλέον και με κάποιες προσθήκες στο μενού: σπαλομπριζόλα και κάποιες ιδιαίτερες κοπές από μοσχάρι. Φρέσκιες τηγανητές πατάτες υπάρχουν σε όλα τα τραπέζια, όπως και οι πίτες, εκ των ων ουκ άνευ της παραγγελίας, με το φύλλο της Ηπειρώτισσας Παναγιώτας να είναι απίθανο, σαν παλιό χειρόγραφο που τρίζει στα δάχτυλα.
Τα αμνοερίφια φτάνουν από τη Βόνιτσα, από την Παραμυθιά Θεσπρωτίας και, αυτή την περίοδο, από τη Λέσβο, ενώ τα βοοειδή συνήθως από τις Σέρρες ή και τον Ολυμπο. Προμηθεύονται τα ζώα ολόκληρα και τα κόβουν επί τόπου, όπως απαιτεί το μενού—είτε για σιγανό ψήσιμο στο φούρνο, είτε απευθείας στη φωτιά. Το μπούτι και το χεράκι θα τα βρείτε και στη γάστρα, ενώ τον χειμώνα σερβίρουν ένα ωραίο φρικασέ, αλλά και λαχανοντολμάδες που μοσχοβολούν, με το λάχανο να αγκαλιάζει χαλαρά τη γέμιση και το αυγολέμονο βελούδινο να τα περιβάλλει.

Στα κάρβουνα μπαίνουν μπριζόλες, μπιφτέκια, συκώτι, και βέβαια τα παϊδάκια. Θα σταθώ λίγο στο παϊδάκι, τη σημαία της ταβέρνας. Δεν θα πω υπερβολές, πως εδώ είναι πάντα τέλειο και τέτοια. Δεν είμαι πάντα εδώ, έχω φάει όμως πολλές φορές, όσα χρόνια έχω πολιτογραφηθεί κάτοικος Παγκρατίου. Αυτό που μου αρέσει σε αυτά τα παΐδια είναι πως είναι λεπτοκομμένα, μικρά, με το λίπος να στεφανώνει το ψαχνό και έχει χρώμα καραμελένιο, υπόσχεται ακριβώς τη γλύκα που θες. Υπάρχει και αρνίσιο φιλέτο, ένα μπον φιλέ με ηπειρώτικο pedigree, που ταιριάζει ιδανικά με ένα καλό Ξινόμαυρο. Από τους πιο ενδιαφέροντες μεζέδες είναι το συκώτι τυλιγμένο σε μπόλια, η οποία λειτουργεί σαν φυσική ενυδάτωση, αναδεικνύοντας τη ζωηρή του γεύση. Πολύ καλά και τα κεμπαπάκια Φλώρινας, φτιαγμένα από φρεσκοκομμένο κιμά, βοδινό και πρόβειο.
Εκτός από το κρέας, μεγάλη σημασία δίνεται και στα ίδια τα κάρβουνα. Ο Γιάννης, που είναι υπεύθυνος για τις κοπές και το ψήσιμο, έχει κάνει αρκετή έρευνα για να εξασφαλίζει ποιοτικό κάρβουνο—κάτι που γίνεται όλο και πιο δύσκολο, καθώς τα ελληνικά πλέον σπανίζουν. Μπροστά στην ψησταριά, στις κοπές και το ψήσιμο μαζί με τον Γιάννη είναι και ο Νίκος. Τους δυο τους πρέπει να ευχαριστούμε για τα τριζάτα ψητά που φτάνουν στο τραπέζι.

Στα συνοδευτικά βρίσκουμε και τυροκομικά από παραγωγούς που ξεχωρίζουν, κάποιους βραβευμένους παλαιότερα από τον Γαστρονόμο, όπως η γαλομυζήθρα και η γραβιέρα από τον Μανούσο Τσιτσιρίδη (Ασκύφου, Χανιά), αλλά και το υπέροχο βασιλοτύρι-γαλοτύρι Ζαγορίου από τους Ασπραγγέλους. Η φέτα από τον Μανιάτη της Τρίπολης είναι βαρελίσια, μαλακή, με ελαφρώς πιπεράτη επίγευση. Έχουν και καλό ψωμί, χωριάτικο αργής ωρίμανσης, που προμηθεύονται από φούρνο στα Ιλίσια.
Από την Πέμπτη το βράδυ ως την Κυριακή το μεσημέρι, το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά, και είναι αυτές οι μέρες που χρειάζεται να έχει γίνει κράτηση, ειδικά για τις μεγάλες παρέες. Πάντως, το προσωπικό κάνει ό,τι μπορεί να εξυπηρετήσει και τα walk ins, έχουν διάθεση αλλά και σεβασμό προς όσους περνούν την πόρτα τους.

Στην υπόγεια σάλα υπάρχει μια γοητευτική φασαρία, πιατοπότηρα να ακουμπάνε, πηρούνια να χτυπούν στις πιατέλες, αυτή η ωραία βαβούρα που προκαλείται από τον τρόπο που τρώμε το φαγητό της ταβέρνας. Αυτή η ατμόσφαιρα ενισχύεται από τις ζωγραφιές του Ντόρη Παπαγεωργίου, φιλοτεχνημένες τη δεκαετία του ’60, όταν ο καλλιτέχνης πληρωνόταν με το φαγητό του για την τέχνη του. Ο Παπαγεωργίου αποτύπωσε ένα ξεφάντωμα, με πρωταγωνιστή έναν μαύρο γάτο και διάφορες fauve πινελιές με χρώμα και σαμπανιζέ διάθεση.
Το κρασί εδώ δεν είναι διακοσμητικό. Προσπερνάμε το χύμα, καθώς αν και είναι επώνυμο, το εμφιαλωμένο έχει εξαιρετική τιμολόγηση, με ορισμένες ετικέτες να κοστίζουν ούτε μιάμιση φορά πάνω από τη χονδρική τους. Η λίστα έχει περίπου σαράντα ερυθρά από Νάουσα, Γουμένισσα, Αμύνταιο, Νεμέα, μαζί με 10-15 διεθνείς επιλογές από Νότιο Ροδανό, Ισπανία και Αργεντινή. Στα λευκά, ξεχωρίζουν οι Σαντορίνες και τα Σαββατιανά της Αττικής, ενώ στα ροζέ φιγουράρουν γαστρονομικές επιλογές από τον Θυμιόπουλο, τον Ανατολικό Αμπελώνα και το Οινοποιείο Μοσχόπολις. Και όταν όλα τελειώσουν, έρχεται το γλυκάκι κερασμένο – ένα απλό σοκολατένιο μπισκοτογλυκό, αυτό που ως παιδιά μάθαμε να λέμε «μωσαϊκό».
Πολέμωνος 4, Παγκράτι, Τ/210-72.36.903
*Τα καταστήματα και τα προϊόντα που προτείνονται είναι επιλογές της δημοσιογράφου και δεν έχουν εμπορικό σκοπό.
