Οι παίκτες-σημαίες, αυτοί που περνούν μια ολόκληρη ζωή σε μία και μόνο ομάδα, είναι είδος προς εξαφάνιση στο ποδόσφαιρο ειδικότερα και στον επαγγελματικό αθλητισμό γενικότερα.
Ο Φρανθίσκο Χαβιέρ Γκονθάλεθ Πέρεθ, κατά κόσμον Φραν, ήταν μια τέτοια (σπάνια) περίπτωση, αφού και στα 17 χρόνια της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής φόρεσε μόνο μία φανέλα, αυτήν της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια.
Ως ο παίκτης με τις περισσότερες συμμετοχές στην ιστορία της ομάδας της Γαλικίας, ο Φραν βίωσε την Ντέπορ τόσο στη δεύτερη όσο και στην πρώτη κατηγορία, παρέα μάλιστα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Χοσέ Ραμόν.
Ενας διορατικός μέσος με μπαλιά και πάσα ακριβείας, ένας προπονητής μέσα στο γήπεδο, αυτός ο 17 φορές διεθνής με την εθνική Ισπανίας ποδοσφαιριστής αποτέλεσε επιφανές μέλος της ιστορικής «Σούπερ Ντέπορ», με την οποία κατέκτησε δύο Κύπελλα, τρία Σούπερ Καπ και, κυρίως, ένα πρωτάθλημα, αυτό το 2000.
Ο σπουδαίος τίτλος θα μπορούσε να είχε έρθει έξι χρόνια νωρίτερα, εάν ο Μίροσλαβ Τζούκιτς, συμπαίκτης του Φραν, δεν έχανε πέναλτι στο τελευταίο λεπτό του τελευταίου αγώνα με την (αδιάφορη βαθμολογικά) Βαλένθια, με το πρωτάθλημα να «πετάει» από την Κορούνια και να προσγειώνεται στη Βαρκελώνη για τέταρτη διαδοχική σεζόν.
Ο προπονητής εκείνης της Μπαρτσελόνα ήταν ο θρυλικός Γιόχαν Κρόιφ. Μέσα στο γήπεδο, όπως ο Φραν στην Ντεπορτίβο, αυτόν τον ρόλο τον είχε ο Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος με τα χρόνια εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους τεχνικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Φέτος, όμως, ο 54χρονος Καταλανός βιώνει την πιο δύσκολη σεζόν της καριέρας του, αφού για πρώτη φορά ομάδα που προπονεί, εν προκειμένω η Μάντσεστερ Σίτι, δέχεται 4+ γκολ σε τέσσερα παιχνίδια.
Το 5-1 από την Αρσεναλ την Κυριακή (02/02) συνιστά τη βαρύτερη ήττα του Πεπ ως προπονητή και τον ώθησε να κάνει μια κουβέντα με τη διοίκηση για την εύρεση, στο… παρά ένα της χειμερινής μεταγραφικής περιόδου, ενός κεντρικού μέσου που θα μπορούσε, στο μέτρο του δυνατού, να καλύψει το τεράστιο κενό που άφησε ο Ρόδρι με τον σοβαρό του τραυματισμό.
Ο εκλεκτός γι’ αυτή την κομβική θέση, με τη Σίτι να έχει τέσσερις μήνες μπροστά της για να σώσει ό,τι σώζεται στη φετινή σεζόν, ονομάζεται Νικολάς Γκονθάλεθ Ιγλέσιας.
Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 2002 στην Κορούνια, μεγάλωσε ποδοσφαιρικά στα τμήματα υποδομής της Μπαρτσελόνα, όπως ο Πεπ, αλλά τα βασικά του αθλήματος τα έμαθε στο σπίτι από τον πατέρα του, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Φραν.
Παρότι δεν μπόρεσε να στεριώσει στην Μπάρτσα, ο Νίκο προόδευσε τη σεζόν του δανεισμού του στη Βαλένθια και ξεδίπλωσε τις πραγματικές του δυνατότητες στην Πόρτο, όπου οι «μπλαουγκράνα» τον παραχώρησαν το καλοκαίρι του 2023 αντί 8,5 εκατ. ευρώ, κρατώντας ένα πολύ υψηλό ποσοστό μεταπώλησης (40%), θεωρώντας ότι, αργά ή γρήγορα, οι «δράκοι» θα τον (μοσχο)πουλούσαν σε αγγλική ομάδα.
Και, μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα, η Σίτι δεν δίστασε να καλύψει τη ρήτρα αποδέσμευσης του 23χρονου ποδοσφαιριστή, ύψους 60 εκατ. ευρώ, φτάνοντας συνολικά τα έξοδα στο χειμερινό μεταγραφικό παζάρι σε ιστορικό υψηλό: 218 εκατ. ευρώ, τα οποία χωρίζονται σε πέντε παίκτες, τους Ομάρ Μαρμούς (75), Νίκο (60), Αμπντουκοντίρ Κουσάνοφ (40), Βίτος Ρέις (37) και Τζούμα Μπα (έξι).
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επένδυση που έχει κάνει ποτέ ο σύλλογος του Μάντσεστερ σε χειμερινό μεταγραφικό παζάρι, αλλά και η δεύτερη συνολικά στην ιστορία του ποδοσφαίρου (!), πίσω μόνο από τα 330 εκατ. ευρώ που είχε δώσει η Τσέλσι τον χειμώνα του 2023.
Μόνη της, η Σίτι ξόδεψε σχεδόν όσα χρήματα έδωσαν όλες οι υπόλοιπες 19 ομάδες της Premier League μαζί (257,5 εκατ. ευρώ), με τον Γκουαρδιόλα να πείθει τη διοίκηση ότι ήταν απαραίτητη και η προσθήκη ενός κεντρικού μέσου, ακόμα και αν ο Ρόδρι έχει ήδη ξεκινήσει προπονήσεις και μπορεί να γυρίσει στη δράση πολύ νωρίτερα από τις προβλέψεις που τον ήθελαν να επιστρέφει την επόμενη σεζόν πλέον.
Ο Νίκο δεν πήρε τις ευκαιρίες που πιθανόν να άξιζε στην Μπαρτσελόνα, αλλά ξέρει ότι στα 23 του έχει μπροστά του την ευκαιρία της ζωής του, ώστε να κερδίσει μια θέση στο ρόστερ μίας εκ των κορυφαίων ομάδων του πλανήτη και στο πιο απαιτητικό πρωτάθλημα.
Ο Γκουαρδιόλα, ο οποίος έπαιζε σε μια θέση παρεμφερή με αυτή του Νίκο, είναι δεδομένο ότι θα τον έχει από κοντά και ήδη θα έχει μιλήσει με τον άλλοτε συμπαίκτη του στην εθνική Ισπανίας, Φραν, για να λάβει τις κατάλληλες συμβουλές για το πώς να διαχειριστεί έναν ποδοσφαιριστή με πολλές προοπτικές.
Εναν παίκτη που, πέρα από την πίεση που θα έχει να αντιμετωπίσει σε Premier League και Champions League, θα κληθεί να ξορκίσει και την «κατάρα» που κυνηγάει τις περισσότερες από τις ακριβές μεταγραφές που έχουν γίνει Γενάρη μήνα.
Ο Φιλίπε Κοουτίνιο, ο οποίος το 2018 στοίχισε 135 εκατ. ευρώ στην Μπαρτσελόνα, δεν στέριωσε ποτέ στους «μπλαουγκράνα» και ποτέ ξανά δεν έβγαλε στο γήπεδο τον εξαιρετικό εαυτό που είχε δείξει ως παίκτης της Λίβερπουλ.
Ο Εντσο Φερνάντες, δεύτερος στη σχετική λίστα με τα 121 εκατ. ευρώ που έδωσε η Τσέλσι για να τον αποκτήσει από την Μπενφίκα το 2023, άργησε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και για πολύ καιρό… βολόδερνε στη μεσαία γραμμή των «μπλε».
Ο Φίρχιλ φαν Ντάικ, τρίτος στη λίστα με 84,6 εκατ. ευρώ από τη Λίβερπουλ στη Σαουθάμπτον το 2018, εξελίχθηκε στην κολόνα της άμυνας των «κόκκινων» και σε μία από τις πιο πετυχημένες μεταγραφές όλων των εποχών.
Ο Ολλανδός στόπερ, όμως, μοιάζει λίγο σαν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον… καταραμένο κανόνα, αν ρίξει κανείς μια ματιά στα ονόματα που ακολουθούν και τα οποία δεν έχουν δικαιολογήσει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τα πολλά χρήματα που δαπανήθηκαν γι’ αυτούς, όπως ο Ντούσαν Βλάχοβιτς (83,5 εκατ. ευρώ η Γιουβέντους στη Φιορεντίνα το 2022), ο Μιχάιλο Μούντρικ (70 εκατ. ευρώ η Τσέλσι στν Σαχτάρ Ντόνετσκ το 2023) ή ο Γκονσάλο Ράμος (65 εκατ. ευρώ η Παρί Σεν Ζερμέν στην Μπενφίκα το 2024)…
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε. Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
