Τετάρτη βράδυ, με έντονη περιέργεια και προσμονή, κατευθύνομαι προς την Αίγλη Ζαππείου, η οποία άνοιξε ξανά τις πόρτες της στις αρχές Δεκεμβρίου, αναβιώνοντας τη γοητεία της 120 χρόνια μετά την πρώτη λειτουργία το 1904. Στο μυαλό μου κυριαρχεί η σκέψη της μοναδικής τοποθεσίας της. Είναι ασύγκριτο πλεονέκτημα να τρως δίπλα στο πράσινο του Εθνικού Κήπου, περιτριγυρισμένος από την πόλη, αλλά ταυτόχρονα στην απόλυτη ησυχία. Η ίδια η τοποθεσία του εστιατορίου μπορεί να κάνει την έξοδό ξεχωριστή, ακόμα και πέρα από την εμπειρία του ίδιου του φαγητού.

Ωστόσο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες στην οδό Βασιλίσσης Ολγας, το να περπατήσεις ώς εκεί είναι μια μικρή πρόκληση. Ο πιο εύκολος τρόπος για να φτάσει κανείς είναι από τη Λεωφόρο Αμαλίας, περπατώντας τον πεζόδρομο τον οποίο στεφανώνουν οι τζακαράντες και οδηγούν στο Ζάππειο Μέγαρο. Αλλος τρόπος είναι από την Ηρώδου Αττικού, με λίγο λιγότερο περπάτημα στον δρόμο που βγάζει στην πίσω είσοδο του Ζαππείου και στο πλάι του θερινού σινεμά. Πάντως, επ’ ουδενί μην προσπαθήσετε να φτάσετε πεζή από τη σκαμμένη Βασιλίσσης Ολγας. Θα οδηγηθείτε στο ολοσκότεινο μονοπάτι που βρίσκεται στο πλάι του Φωκιανού και ίσως χρειαστεί να επιταχύνετε για να προσπεράσετε γοργά τη σιωπή του κήπου.
Ο χώρος έχει γίνει κούκλα, αν και αρκετά πιο πολυτελής από αυτό που θυμόμουν. Η Ελευθερία Ντεκώ έχει επιμεληθεί τον φωτισμό, ενώ η Ορσαλία Παρθένη έχει σχεδιάσει τις κομψές στολές του προσωπικού. Δύο κορυφαίες δημιουργοί, η καθεμία στον τομέα της, έχουν συμβάλει στη συνολικά φροντισμένη αισθητική. Στην μπροστινή σάλα, φυτά εσωτερικού χώρου κάνουν το μοντέρνο εστιατόριο να θυμίζει ίσως ασιατικό lounge. Αυτή η εντύπωση εξαφανίζεται στα πίσω, κατά τη γνώμη μου, πιο προνομιακά τραπέζια που μοιάζουν να αιωρούνται πάνω από πυκνές πρασινάδες και τα φωτισμένα δέντρα.

Στην κουζίνα παίζεται ένα ωραίο έργο. Υπό την καθοδήγηση των σεφ Δημοσθένη Μπαλόπουλου και Γιώργου Κηρύκου, η Αίγλη μεταμορφώθηκε σε μια μοντέρνα αθηναϊκή μπρασερί. Το μενού αφορά ελληνική κουζίνα με πιάτα-ήρωες, όπως οι λαχανοντολμάδες. Πρόκειται για μια δημιουργική προσέγγιση στο παραδοσιακό πιάτο, με το λάχανο να περνά πρώτα από τη σχάρα και ύστερα να ζυμώνεται στο μείγμα του κιμά, παρφουμάροντάς το ελαφρώς με μια καπνιστή αίσθηση.
Πολυφωτογραφημένο και σχεδόν σε όλα τα τραπέζια είναι και το χοιρινό σνίτσελ, με σος μπεαρνέζ, διαθέσιμο τόσο στο μεσημεριανό όσο και στο βραδινό μενού. Νόστιμο το κοτόπουλο στα κάρβουνα, ψημένο με δεξιοτεχνία και σερβιρισμένο με πλούσιο βούτυρο Café de Paris. Ξεχώρισα τις γαρίδες crudo, δηλαδή γαρίδες Κοιλάδος μέσα σε καλό ελαιόλαδο και ζουμί που έχει προκύψει από τα κεφάλια τους, ένα συμπυκνωμένης νοστιμιάς ζουμάκι, ιδανικός σύντροφος για το προζυμένιο ψωμί τους, το οποίο είναι ζυμωμένο με αλεύρι ολικής άλεσης. Τα γλυκά επιμελείται ο pastry chef Αλέξανδρος Κόνιαρης. Ξεχώρισα τον μπαμπά με αχλάδι, κρέμα σαντιγί και κραμπλ. Θα επιστρέψω για το προφιτερόλ, αλλά και την πάστα αμυγδάλου.

Εντυπωσιακή η λίστα κρασιού, περιλαμβάνει τόσο ελληνικές όσο και διεθνείς ετικέτες και μπορούν να την εκτιμήσουν τόσο οι entry level συνδαιτυμόνες όσο και οι σοβαροί, μελετημένοι οινόφιλοι. Υπολογίστε περί τα 50 ευρώ το άτομο με ποτήρι κρασί.
Ηταν μια καλή επιλογή για έξοδο, γι’ αυτό θα ξανάρθουμε σε λίγο καιρό για να δούμε την εξέλιξη της κουζίνας, να διαπιστώσουμε αν ξεπεράστηκαν οι «παιδικές ασθένειες» που μπορεί να αντιμετωπίζει το σέρβις μέχρι να συγχρονιστεί και για να απολαύσουμε ξανά την ατμόσφαιρα του φωτισμένου κήπου, που σίγουρα μας απομακρύνει από την ένταση της Αθήνας.
Καθημερινά από το πρωί για πρωινό και brunch, μεσημεριανό και δείπνο.
Εθνικός Κήπος, Ζάππειο Μέγαρο, Τ/2144099800
