Ο Κώστας Τασούλας θα είναι μια χαρά Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εχει και τις ικανότητες και το κύρος για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της θέσεις –που είναι, ούτως ή άλλως, συγκεκριμένες και λίγες. Επιπλέον, επιτρέψτε μου να πω ότι και οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε από τα ονόματα που ακούστηκαν το προηγούμενο διάστημα να εκλεγόταν, θα ήταν μια χαρά Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Και ο Ευ. Βενιζέλος, και η Λ. Κατσέλη, και ο Τ. Γιαννίτσης και όλοι οι υπόλοιποι. Μια χαρά επιλογές θα ήταν. Το τι θα γίνει τώρα, πώς θα αντιμετωπίσει το πολιτικό σύστημα τη σαφέστατα κομματική επιλογή του πρωθυπουργού και πώς θα πάει η διαδικασία, είναι ένα θέμα για τα τηλεοπτικά πάνελ και την εγχώρια κλωτσοπατινάδα. Αλλά όταν τελειώσουν όλα αυτά, η χώρα θα έχει μια χαρά Πρόεδρο. Το ερώτημα που απομένει μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού, όμως, είναι: είχαμε ήδη μια χαρά Πρόεδρο. Γιατί αλλάξαμε;
Μέσα στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού, υπήρχε το εξής απόσπασμα: «Κατά το επόμενο διάστημα και σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, η πατρίδα χρειάζεται Πρόεδρο της Δημοκρατίας με μακρά διαδρομή στα κοινά και με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά». Αυτή ήταν η μόνη αναφορά που αιτιολογεί, κάπως, το γιατί προτείνει άλλο Πρόεδρο, την ώρα που το Σύνταγμα έχει για όριο τις δύο θητείες. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να υπάρχει πιο πειστική, πιο πλήρης αιτιολόγηση για κάτι τόσο σημαντικό. Θυμίζουμε ότι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου ήταν η επιλογή του πρωθυπουργού για την αντικατάσταση του Προκόπη Παυλόπουλου το 2019, μετά τη μία και μοναδική δική του θητεία. Τότε δεν χρειαζόταν και πολύ να αιτιολογήσει την επιλογή του. Ο Κ. Μητσοτάκης ως βουλευτής δεν είχε ψηφίσει τον Π. Παυλόπουλο για Πρόεδρο και είχε τοποθετηθεί και δημοσίως αναφέροντας αναλυτικά τους λόγους. Το 2019, μάλιστα, ο πρωθυπουργός είχε θέσει αναλυτικά τις προδιαγραφές για το προφίλ που πρέπει να έχει ο/η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας:
«Πρέπει να συμβολίζει την ενότητα του έθνους», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του, «κατά συνέπεια, θα ήταν σημαντικό να μην εκλεγεί μόνο από την παράταξη που θα τον προτείνει». Ετσι είχε πει. «Είναι σημαντικό το πρόσωπο που θα μπορεί να συγκεράσει πολιτικές δυνάμεις εντός του Κοινοβουλίου», είχε δηλώσει. «Η εισήγησή μου θα είναι τέτοια», συμπλήρωνε, «που θα πρέπει τα άλλα κόμματα να κληθούν να αιτιολογήσουν γιατί δεν θα την ψηφίσουν». Πράγματι, η επιλογή του πρωθυπουργού ήταν ακριβώς αυτό. Με 261 ψήφους εξελέγη η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Ηταν μια εξαιρετική επιλογή. Πέντε χρόνια μετά, ο πρωθυπουργός επιλέγει έναν υποψήφιο που δεν πληροί αυτά τα κριτήρια. Τα άλλα κόμματα δεν θα έχουν καμία δυσκολία να αιτιολογήσουν γιατί δεν θα ψηφίσουν τον Πρόεδρο της Βουλής, από τον οποίο έχουν συγκεκριμένα και γνωστά παράπονα. Οπότε κάτι άλλαξε. Πλέον ο πρωθυπουργός, προφανώς, θεωρεί ότι δεν είναι πια σημαντικό ο/η Πρόεδρος να μην εκλεγεί μόνο από την παράταξη που θα τον προτείνει. Τι άλλαξε;
«Το ταραγμένο διεθνές περιβάλλον». Η μία, μεμονωμένη πρόταση που χρησιμοποίησε για να τεκμηριώσει ότι αλλάζει κριτήρια επιλογής γι’ αυτή τη θέση. Δεν είναι παράλογη άποψη. Μπορεί να έχει βάση, και οπωσδήποτε χωράει συζήτηση. Οντως το διεθνές πλαίσιο αλλάζει, το σκοτεινό σύννεφο της Ακροδεξιάς στέκεται πάνω από την Ευρώπη (και καταπνίγει τις ΗΠΑ), οι διεθνείς ισορροπίες ανακατεύονται, η γειτονιά μας, ούτως ή άλλως, φλέγεται. Ο/η Πρόεδρος δεν έχει καμία ευθύνη διαχείρισης καμιάς από αυτές τις προκλήσεις. Αλλά η στάση του προσώπου που έχει αυτή τη θέση έχει συμβολική σημασία. Το επιχείρημα ότι είναι καλύτερο σε μια τέτοια συγκυρία να κατέχει το αξίωμα πολιτικός, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί κανείς, υπό προϋποθέσεις μπορεί να στέκει.
Ομως κάποιος τότε θα επιχειρηματολογούσε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν αυτή τη στιγμή πολιτικοί με πολύ μεγαλύτερη διεθνή εμπειρία, επαφές και ειδικό πολιτικό βάρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον πρόεδρο της ελληνικής Βουλής. Αν όντως αυτή είναι η προτεραιότητα, πώς και δεν διάλεξε κάποια ή κάποιον από εκείνους; Μάλιστα, κάποια από αυτά τα πρόσωπα, που προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους, θα πληρούσαν και τα κριτήρια του 2019. Win win.
Εκτός αν, βεβαίως, η πραγματική αιτία για την επιλογή του πρωθυπουργού δεν είναι αυτή που είπε στο διάγγελμα. Αν στην πραγματικότητα τα κριτήρια είναι άλλα. Εδώ θα περάσουμε στο επίπεδο των εικασιών, αλλά επιτρέψτε μου αυτήν τη μικρή παρεκτροπή, καθότι εμπεριέχει ένα σοβαρό θέμα, μια τοξική απειλή και για τη δική μας δημοκρατία.
Την τελευταία πενταετία η Κατερίνα Σακελλαροπούλου δέχθηκε έναν ανελέητο και εν μέρει αόρατο πόλεμο. Αόρατο επειδή εσείς δεν ζείτε σε εκείνες τις εσχατιές του ίντερνετ, επειδή εσείς δεν τους παίρνετε χαμπάρι εκείνους τους ινφλουένσερ, επειδή στα δικά σας timelines δεν εμφανίζεται απευθείας αυτό το είδος του ζόφου, εκείνες οι υποκατηγορίες του οχετού. Εμφανίζονται μόνο οι συνέπειές του. Συστηματικά και επανειλημμένα τα τελευταία πέντε χρόνια οι πυρήνες παραπληροφόρησης και προπαγάνδας της Ακροδεξιάς επιτίθενται στην Πρόεδρο της χώρας με ύβρεις και συκοφαντίες. Ολοι οι πολιτικοί (βασικά, όλα τα δημόσια πρόσωπα) υφίστανται πόλεμο και ύβρεις, βεβαίως, αλλά οι επιθέσεις κατά της Προέδρου ήταν σε άλλη κλίμακα. Η Ακροδεξιά παγκοσμίως λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο: επιλέγουν ένα θέμα, ξεδιαλέγουν δυο τρία βασικά, απλοϊκά μηνύματα, και ξιφουλκούν στις φιλόξενες πλατφόρμες social media, με σκοπό να εξαγριώσουν και να ριζοσπαστικοποιήσουν όσο το δυνατό περισσότερους ευάλωτους ανθρώπους. «Οι μετανάστες είναι βιαστές», ας πούμε ή «άνδρες γίνονται τρανς γυναίκες για να κερδάνε στα αθλήματα» ή «στο υπόγειο μιας πιτσαρίας που δεν έχει υπόγειο πουλάνε παιδάκια». Τέτοια ωραία πράγματα. Και πιάνει. Πετυχαίνει. Οδηγεί σε ανισόρροπα άτομα να μπουκάρουν με όπλο σε πιτσαρίες χωρίς υπόγειο. Και όταν γίνονται συστηματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, και όταν κουμπώνουν και με τον έμφυτο και εγγενή ρατσισμό ή μισογυνισμό μιας κοινωνίας, τότε μπορεί να αλλάζουν πολιτικές αποφάσεις ακόμα και σε άλλους πολιτικούς χώρους.
Την τελευταία δεκαετία παρακολουθούμε με κατάπληξη και απόγνωση τα απλοϊκά talking points των πιο ακραία ρατσιστών ακροδεξιών για δύσκολα και περίπλοκα θέματα όπως η μετανάστευση να περνάνε στο mainstream, στο μέσο όρο, στον πολιτικό λόγο των μετριοπαθών και των κεντρώων. Ακούς Ευρωπαίους πολιτικούς του Κέντρου ή και της Κεντροαριστεράς να λένε τα ίδια πράγματα, ολόιδια, με αυτά που προ τριετίας έλεγαν οι απανταχού Σαλβίνι. Τους ακούς να παραδέχονται ως αληθινά προβλήματα που δεν υφίστανται, να συμφωνούν ότι προβλήματα που υπάρχουν δεν υπάρχουν, να αντιμετωπίζουν ως απειλή ή εισβολή κάτι που δεν είναι. Είναι μια στρεβλή, ηττοπαθής και λανθασμένη προσέγγιση της ανάγκης να «ακούσουμε» τι λέει ο κόσμος, να ανταποκριθούμε στις ανησυχίες και τις ανάγκες του «απλού λαού», επαναλαμβάνοντας τις ατάκες που τους κάνουν να νιώθουν περισσότερο όμορφα. Ακόμα και όταν οι ατάκες είναι κατασκευασμένες στους πιο ακραίους πολιτικούς χώρους της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα ή διαρκής μισογυνική επίθεση της Ακροδεξιάς στην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ήταν ανώδυνη. Με τον γνωστό τρόπο, έμμεσα, υπόγεια, περνούσε στο mainstream. Ετσι γίνεται με όλες τις επιτυχημένες καμπάνιες στα social media: έχουν σκοπό να περάσουν μια εντύπωση, θετική ή αρνητική, μέσα από επαναλαμβανόμενη και συνεχή τροφοδοσία απόψεων μπροστά σε αδηφάγα μάτια. Η προσπάθεια αυτή γινόταν άοκνα, χωρίς να ασχολείται κανείς, για χρόνια. Και το «κλίμα» περνούσε. Τα “vibes” άλλαζαν. Πες πες (ψέματα, συκοφαντίες, σκέτες ύβρεις), κάτι έμενε. Πολύς κόσμος σιγά σιγά διαμόρφωνε άποψη, ασαφή, γενική, ακόμα κι αν δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς το πού τη βασίζει (vibes). Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έφτασε στο σημείο να εμφανίζει ποσοστά αποδοχής κάτω του 30%, χαμηλότερα και από του προκατόχου της, μολονότι η παρουσία της δεν ήταν ούτε χειρότερη ούτε πιο παρεμβατική ούτε πιο αμφιλεγόμενη από εκείνου. Iσα ίσα, ήταν μια αξιοπρεπής, ήπιων τόνων θητεία, σε μια περίοδο εξωγενών κρίσεων και πολέμων. Η αιτία, βεβαίως, δεν ήταν ότι οι ρωσόφιλοι απογοητεύτηκαν από το ταξίδι της στην Ουκρανία, ή τα εορταστικά κρασιά για το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Η λύσσα προϋπήρχε, εκφραζόταν ανεξαρτήτως αφορμών. Το κλίμα περνούσε.
Τι κάνεις όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πώς αντιδράς όταν στραβώνει το κλίμα, όχι για ουσιαστικούς λόγους αλλά για τέτοιους;
Μια επιλογή είναι να πας κόντρα. Να αψηφήσεις τα τοξικά μηνύματα αναγνωρίζοντας από πού προέρχονται και τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν, να τα απομονώσεις και να τα καταδικάσεις με καθαρό και, όποτε χρειάζεται, σκληρό λόγο. Να δεχθείς πρόσκαιρες απώλειες ή ρηχό πολιτικό κόστος για να θωρακίσεις την αξιοπιστία, το κύρος, τη συνέπεια. Να υπερασπιστείς δημοκρατικές επιλογές απέναντι στον ανήθικο πόλεμο από τους εχθρούς της δημοκρατίας. Αυτή είναι η μία επιλογή.
Η άλλη επιλογή; Η άλλη επιλογή είναι η υποταγή.
