Ο Χα-Τζουν Τσανγκ είναι ένας διάσημος Κορεάτης οικονομολόγος ο οποίος στα γραπτά του κάνει κάτι πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο: καταρρίπτει μύθους για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των σύγχρονων κρατών με απλό και κατανοητό τρόπο, αμφισβητώντας τις πρακτικές και τις κυρίαρχες ιδέες του κλάδου του οι οποίες, όπως εξηγεί, έχουν οδηγήσει σε τεράστιες οικονομικές κρίσεις και στην έκρηξη των ανισοτήτων στον κόσμο μας σήμερα. Αν και πολλά από όσα γράφει επιδέχονται κριτική και αμφισβήτηση, ωστόσο προσφέρει πολύτιμη τροφή για σκέψη και υλικό για κουβέντα. Γιατί ασφαλώς τα πράγματα δεν μοιάζουν να πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση από πολλές απόψεις. Και η οικονομική ορθοδοξία, όντως, φαίνεται να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει.
Για το ένα από τα βιβλία του Τσανγκ, το σύντομο και εκλαϊκευμένο “23 Things They Don’t Tell You About Capitalism”, σας είχα γράψει εκεί, εκεί και εκεί. Πρόσφατα διάβασα το άλλο σύντομο και εξίσου εκλαϊκευμένο “Edible Economics”.

Η ιδέα πίσω από αυτό το βιβλίο είναι ενδιαφέρουσα: 17 κεφάλαια στα οποία, με αφορμή ένα είδος τροφής και την ιστορία πίσω από την παραγωγή του και τα δίκτυα με τα οποία έφθασε να συμπεριληφθεί στις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων, περιγράφει οικονομικές έννοιες και καταρρίπτει επίμονους οικονομικούς μύθους, όπως ο πραγματικός ρόλος του κράτους στις επιτυχημένες οικονομίες, ο ρόλος της βιομηχανίας στις σύγχρονες οικονομίες ή το αν το ΑΕΠ είναι όντως ένας καλός τρόπος μέτρησης της ευημερίας μιας χώρας. Το άλλο βιβλίο στο οποίο ο Τσανγκ έκανε λίγο πολύ το ίδιο, εξίσου εκλαϊκευμένα (και χωρίς τρόφιμα) ήταν καλύτερο. Εδώ, η σύνδεση της κάθε τροφής με το κάθε οικονομικό concept είναι αρκετά αδύναμη. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, η ιστορία των τροφίμων μας δίνει όντως ενδιαφέρουσες ιστορίες. Το όνομα της σοκολάτας π.χ. προέρχεται από το “xocolatl”, τη λέξη των Αζτέκων, από τους οποίους την πήραν οι Ισπανοί, αφού πρώτα τους σφαγίασαν.
Ενας από τους κυρίαρχους μύθους τον οποίο απολαμβάνει να ανασκολοπίζει ο Τσανγκ είναι ότι μεγάλες οικονομίες του κόσμου μας, όπως οι ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο, αναπτύχθηκαν οικονομικά επειδή εφάρμοσαν πολιτικές της ελεύθερης αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου. Στην πραγματικότητα, αναπτύχθηκαν χάρη στον λυσσαλέο κρατικό παρεμβατισμό και προστατευτισμό και, σε πολλές περιπτώσεις, στη δουλεία.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ας πούμε, ο καπνός και το βαμβάκι καταλάμβαναν από 25% μέχρι 65% των εξαγωγών των ΗΠΑ. Χωρίς αυτές τις εξαγωγές, οι ΗΠΑ δεν θα είχαν τους πόρους για να αγοράσουν τα μηχανήματα που χρειάζονταν από την Ευρώπη για να αναπτυχθεί η οικονομία τους. Ταυτόχρονα η Βρετανία δεν θα είχε πρόσβαση σε φθηνό βαμβάκι για να τροφοδοτήσει τις επεκτεινόμενες βιοτεχνίες της στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Και βέβαια, η παραγωγή αυτών των προϊόντων εξαρτιόταν αποκλειστικά από τι; Από τους σκλάβους. Χωρίς δουλεία αυτή η οικονομική δραστηριότητα ήταν αδύνατη. Χωρίς σκλάβους οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε οικονομική υπερδύναμη.
Η δουλεία, εξάλλου, διαμόρφωσε και τη μετέπειτα εξέλιξη των ΗΠΑ και με έναν έμμεσο τρόπο που δεν ήξερα. Η επανάσταση της Αϊτής, λέει, με την οποία οι πολίτες της χώρας αποτίναξαν τον αποικιοκρατικό ζυγό και κέρδισαν την ελευθερία τους, είχε μια παράπλευρη συνέπεια με κολοσσιαία αποτελέσματα. Οι Γάλλοι αποικιοκράτες και ιδιοκτήτες φυτειών της Αϊτής αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν απέναντι, στη Λουιζιάνα μαζί με τους σκλάβους τους, μεταφέροντας μαζί τους και όλη την τεχνογνωσία για την παραγωγή και αποκομιδή ζάχαρης. Τις επόμενες δεκαετίες εκείνη η περιοχή παρήγαγε το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής ζάχαρης. Το 1803, μετά την αποτυχία στην Αϊτή, μπαφιασμένος και απογοητευμένος ο Ναπολέων αποφάσισε να αποχωρήσει τελείως από τη βόρεια Αμερική. Ετσι, δέχθηκε να πουλήσει τη Λουιζιάνα (η οποία τότε είχε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή ομώνυμη Πολιτεία) στις ΗΠΑ, οι οποίες με αυτό τον τρόπο σχεδόν διπλασίασαν την έκτασή τους μεμιάς. Αν η εξέγερση των σκλάβων στην Αϊτή δεν είχε πετύχει, το γιγάντιο έθνος των ΗΠΑ ίσως να είχε καθυστερήσει πολύ να πάρει τη μορφή που ξέρουμε σήμερα. Οι Ευρωπαίοι κατακτητές μπορεί να είχαν φύγει πολύ αργότερα, ή και καθόλου. Αλλοι αιματηροί πόλεμοι μπορεί να είχαν μεσολαβήσει. Μπορεί οι ΗΠΑ όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ένα αχανές ενιαίο κράτος, που εκτείνεται από τον ένα ωκεανό έως τον άλλο, να μην είχαν εμφανιστεί ποτέ.
Κι αυτή η μεγάλη χώρα που δημιουργήθηκε στη βάση της ανθρώπινης σκλαβιάς, δε, στη συνέχεια εφάρμοσε έναν ακραία ασφυκτικό κρατικό προστατευτισμό για να διαφυλάξει τα συμφέροντα των εγχώριων επιχειρήσεων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Ο λόγος; Μα, για να δώσουν χώρο στις εγχώριες βιομηχανίες τους να αναπτυχθούν και να μάθουν να φτιάχνουν ανταγωνιστικά προϊόντα. Από το 1830 μέχρι το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου οι μέσοι δασμοί που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις εισαγωγές προϊόντων από τον υπόλοιπο κόσμο κυμαίνονταν μεταξύ 30% και 50%.
Αυτή, λέει ο Τσανγκ, δεν ήταν λανθασμένη επιλογή. Δεν ασκεί κριτική γι’ αυτό. Καλά έκαναν. Αλλες χώρες που ακολούθησαν αυτήν την πολιτική είχαν κι αυτές θεαματικά αποτελέσματα. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις τα κράτη δεν προστάτευαν απλώς τις υπάρχουσες επιχειρήσεις με δασμούς και περιορισμούς στα ξένα ανταγωνιστικά προϊόντα, αλλά τους υπεδείκνυαν και την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρουν τα προϊόντα στα οποία θα έπρεπε να επενδύσουν. Η κορεατική Huyndai ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Χάρη στην εμμονή και το όραμα των επιχειρηματιών που τη διοικούσαν και τα κίνητρα της κυβέρνησης, η εταιρεία αυτή επένδυσε πολλά χρήματα από άλλες, κερδοφόρες δραστηριότητές της σε κάτι εντελώς καινούργιο, που δεν γνώριζε καθόλου: στην παραγωγή αυτοκινήτων. Το κράτος έδωσε χώρο σε αυτή την προσπάθεια με σφιχτά, στοχευμένα κίνητρα και, κυρίως, με ακραίο προστατευτισμό. Η κορεατική κυβέρνηση στήριξε τις εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες απαγορεύοντας την εισαγωγή ξένων αυτοκινήτων μέχρι το 1998 (και ειδικά ιαπωνικών αυτοκινήτων μέχρι το 1998). Οταν άνοιξε η αγορά, η Κορέα παρήγαγε ήδη υψηλού επιπέδου, ανταγωνιστικά αυτοκίνητα –και τα εξήγαγε κιόλας.
Αυτός ο κρατικός παρεμβατισμός μπορεί στη σημερινή οικονομική ορθοδοξία να μοιάζει ξένος, εξωγήινος. Αλλά βοήθησε όλες τις μεγάλες σημερινές οικονομίες να αποκτήσουν το μέγεθος και την τεχνογνωσία που στην πορεία τις έκαναν ανταγωνιστικές. Μάλιστα, τέτοιες πολιτικές αποδείχθηκαν σωτήριες για οικονομίες που ήταν εξαρτημένες σε κλάδους που θα αποδεικνύονταν ευάλωτοι, όπως η εκμετάλλευση του φυσικού τους πλούτου. Το βιβλίο αναφέρει παραδείγματα χωρών όπως το Περού ή η Μαλαισία, που εξαρτιόνταν από τις εξαγωγές πρώτων υλών όπως γκουάνο ή καουτσούκ. Οταν η τεχνολογία σε άλλες χώρες βρήκε καλύτερες και φθηνότερες λύσεις που τις αντικαθιστούσαν πλήρως, αυτές οι οικονομίες αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα. Χώρες όπως η Ιαπωνία ή η Κορέα αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα επενδύοντας εγκαίρως σε άλλα πράγματα, που την εποχή τους θεωρούνταν αμφιλεγόμενα. Γιατί επένδυσε τόσα κρατικά κεφάλαια στην παραγωγή αυτοκινήτων η Ιαπωνία, την εποχή που έβγαζε πολλά λεφτά από τις εξαγωγές μεταξιού και υφασμάτων; Υπήρχαν αντιδράσεις ακόμα και μέσα στη χώρα γι’ αυτό. Δόθηκαν τότε κίνητρα σε βιομηχανίες που ασχολούνταν με άλλα πράγματα και δεν είχαν καμία εξειδίκευση στην παραγωγή οχημάτων, να στραφούν προς τέτοιες δραστηριότητες. Σταδιακά, βεβαίως, η επένδυση αυτή πέτυχε θεαματικά αποτελέσματα. Ο Τσανγκ θυμίζει ότι οι οικονομίες των χωρών δεν είναι νομοτελειακά καλές μόνο σε ένα πράγμα. Μπορούν να γίνουν καλές και σε άλλα πράγματα, φτάνει να επενδυθούν χρήματα σε μηχανήματα, τεχνογνωσία και εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού. Η Toyota έφτιαχνε μηχανές για την επεξεργασία υφασμάτων. Η Nokia ξεκίνησε ως βιομηχανία επεξεργασίας χαρτιού. Το 1950 η Ιαπωνία δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστεί τις ώριμες ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Το κράτος, όμως, έδωσε κίνητρα, έβαλε δασμούς για να προστατεύσει τα εγχώρια προϊόντα και έτσι μέσα σε λίγες δεκαετίες απέκτησε τις ισχυρότερες και πιο ανταγωνιστικές αυτοκινητοβιομηχανίες του κόσμου. Αυτό, παρεμπιπτόντως, είναι ένα ενδιαφέρον δίδαγμα για το πώς οι οικονομίες πρέπει να επενδύουν σε πολλά διαφορετικά πράγματα και να μην εξαρτώνται από την τύχη. Αφορά άμεσα και την Ελλάδα, που είναι τυχερή για τις παραλίες και τον καιρό, αλλά δεν μπορεί να εξαρτάται από τον (τόσο ευάλωτο στις κρίσεις και τις εξωγενείς ανακατωσούρες) τουρισμό.
Ο Τσανγκ δεν κατηγορεί τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου επειδή υιοθέτησαν όλες πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού και περιορισμών. Τις κατηγορεί, όμως, επειδή σταδιακά αυτή η πολιτική άλλαξε, και οι χώρες αυτές που κατοχύρωσαν έτσι την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών τους, στη συνέχεια δημιούργησαν ένα διεθνές κανονιστικό πλαίσιο για να εξασφαλίσουν ότι άλλες χώρες δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα ίδια κόλπα και τον ίδιο ενάρετο προστατευτισμό, αλλά θα πρέπει σώνει και ντε να έχουν ανοιχτές και ελεύθερες τις αγορές τους, για να εισάγουν τα δικά τους προϊόντα. Σήμερα μια φτωχή ή αναδυόμενη χώρα είναι δύσκολο να επιβάλει τέτοιους περιορισμούς για να στηρίξει τη δική της βιομηχανία καθώς θα συναντήσει τιμωρητικές κυρώσεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τις πλούσιες χώρες, αν το δοκιμάσει. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες χώρες που το προσπαθούν ακόμα και σήμερα μπορούν να καταφέρουν σημαντικά αποτελέσματα. Ο Τσανγκ φέρνει το (λίγο αμφιλεγόμενο) παράδειγμα της Βολιβίας επί Εβο Μοράλες, από το 2005 και μετά. Τι έκανε η Βολιβία; Ο Μοράλες, λέει, κρατικοποίησε την εταιρεία φυσικού αερίου (που ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας της χώρας) και επέβαλε υψηλότερους φόρους στις εταιρείες εξόρυξης του φυσικού πλούτου. Αυτό δεν είχε αποτέλεσμα μόνο να έχει έσοδα για να στηρίξει το κοινωνικό κράτος και να μειώσει τις οικονομικές ανισότητες, αλλά να τονώσει και το ΑΕΠ της χώρας, που άρχισε να αυξάνεται με ταχύτερους ρυθμούς από πριν. Από 0,5% ετησίως, όταν η χώρα ακολουθούσε την ορθοδοξία του ΠΟΕ, σε 3% ετησίως.
Ολα αυτά ο Τσανγκ τα αναλύει ακόμα καλύτερα στο άλλο του βιβλίο, βεβαίως. Σε αυτό, το πιο χρήσιμο κομμάτι είναι κάποιες επιμέρους ιστορίες που φωτίζουν ενδιαφέρουσες πτυχές της οικονομικής ιστορίας του 19ου και του 20ού αιώνα (και κάποια trivia, όπως η ιστορία για τον Σοβιετικό στρατάρχη Γκιόργκι Ζούκοφ, και το πόσο λάτρευε την Coca Cola).
Η πιο ενδιαφέρουσα από όλες αυτές είναι η ιστορία της φρικτής αποικιοκρατικής δράσης των αμερικανικών εταιρειών παραγωγής και εμπορίας μπανάνας. Ο Τσανγκ γράφει συνοπτικά το πώς η United Fruit Company (UFC, η πρόγονος της σημερινής Chiquita) και η Standard Fruit Company (SFC, η πρόγονος της σημερινής Dole) είχαν πρακτικά κατακτήσει το κράτος της Ονδούρας, ελέγχοντας πλήρως τους σιδηροδρόμους, την ηλεκτροδότηση, τα ταχυδρομεία, τα τηλεφωνικά δίκτυα και τον τηλέγραφο. Πώς η UFC τη δεκαετία του 1930 ήταν ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης, ο μεγαλύτερος εργοδότης και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στη Γουατεμάλα. Οι αμερικανικές εταιρείες μπανάνας σε εκείνες τις χώρες της κεντρικής και της νότιας Αμερικής είχαν τα δικά τους τελωνεία, τη δική τους αστυνομία και λειτουργούσαν αυτόνομα, εκτός του νομικών συστημάτων των χωρών αυτών. Ο έλεγχός τους πάνω στο πολιτικό σύστημα εκεί ήταν σχεδόν απόλυτος. Οποτε κυβερνήσεις προσπαθούσαν να πάρουν μέτρα που έπλητταν τα συμφέροντά τους, όπως να αυξήσουν έστω και ελάχιστα τους φόρους ή να περάσουν κανόνες για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, οι εταιρείες οργάνωναν ακόμα και πραξικοπήματα, με την ανοιχτή στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης, μάλιστα, που έστελνε ακόμα και στρατό για να καταπνίξει αντιδράσεις.
Το 1928 στην Κολομβία οι εργαζόμενοι της UFC έκαναν απεργία ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας. Και μ’ αυτό δεν εννοώ λιγότερες ώρες ή καλύτερους μισθούς. Ζητούσαν πρόσβαση σε τουαλέτες και βασική ιατρική περίθαλψη για να μη σκοτώνονται στη δουλειά και να τους πληρώνουν με χρήματα και όχι με κουπόνια (που εξαργυρώνονταν μόνο σε πανάκριβα καταστήματα της UFC). Το αμερικανικό κράτος απείλησε την κυβέρνηση της Κολομβίας με εισβολή, αν δεν έληγε η απεργία άμεσα. Οπότε ο κολομβιανός στρατός κατέπνιξε την απεργία μακελεύοντας εκατοντάδες εργαζόμενους. Η σκηνή περιλαμβάνεται στα «100 Χρόνια Μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Πώς αποκαλούσαν αυτές τις χώρες, όπου το κουμάντο έκαναν οι αμερικανικές εταιρείες της μπανάνας; «Μπανανίες».
Από εκεί βγήκε η λέξη.
διαβάστε ακόμα
Το Πρόβλημα Με Τον Καπιταλισμό
Δέκα Μύθοι Για Τον Καπιταλισμό
Περισσότερη χολή για τους οικονομολόγους
Το “Edible Economics”
Το “23 Things They Don’t Tell You About Capitalism” (κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τον Καστανιώτη)
