Στις 10 του περασμένου Μαρτίου ο τηλεπαρουσιαστής του ABC News Τζορτζ Στεφανόπουλος ανέφερε στην εκπομπή του πως δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήταν «υπόλογος για βιασμό». Ο Τραμπ δεν είχε καταδικαστεί για τον βιασμό της δημοσιογράφου Η. Τζιν Κάρολ, η οποία κατήγγειλε την επίθεση (που είχε συμβεί το 1996) και πήγε την υπόθεση δικαστικά. Ωστόσο, δύο διαφορετικά δικαστήρια τον χαρακτήρισαν, όντως, υπόλογο για «σεξουαλική επίθεση» και για τη συκοφάντηση του θύματος, και του επιδίκασαν πρόστιμα ύψους σχεδόν 90 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Στεφανόπουλος όμως χρησιμοποίησε της λέξη «βιασμός», και έτσι ο Τραμπ έκανε μήνυση στον ίδιο και το κανάλι του για συκοφαντική δυσφήμιση. Η αμερικανική νομοθεσία είναι γενικά πολύ ανεκτική στην ελευθερία του λόγου. Ο καθένας μπορεί να πει ό,τι τέρατα του κατέβουν στο κεφάλι. Οι θιγμένοι θα πρέπει εκ των υστέρων να αποδείξουν την «κακή προαίρεση» του θύτη, ότι δηλαδή ηθελημένα προσπαθούσε να προκαλέσει κακό στο θύμα με τα λεγόμενά του, κάτι γενικά πολύ θολό και δύσκολο. Ολοι οι ειδικοί θεωρούσαν πως εκείνη η μήνυση του Τραμπ δεν θα είχε καμία τύχη. Κανένας δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Την περασμένη εβδομάδα, όμως, ανακοινώθηκε ότι το κανάλι, που ανήκει στην Disney, κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με την πλευρά Τραμπ και δέχθηκε να δωρίσει 15 εκατομμύρια δολάρια στο Ιδρυμα Τραμπ που θα δημιουργηθεί μελλοντικά (από αυτά που φτιάχνουν οι πρόεδροι όταν αποχωρούν από την πολιτική) και να δημοσιεύσει και μια επίσημη συγγνώμη. Γιατί; Γιατί δέχθηκαν να υποχωρήσουν απέναντι σε μια μήνυση που έμοιαζε ανούσια και ανίσχυρη;

Πριν καν γίνουν οι εκλογές, δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες ΜΜΕ όπως ο Τζεφ Μπέζος (στον οποίο ανήκει και η Washington Post) και ο Πάτρικ Σουν-Σιονγκ (στον οποίο ανήκουν οι Los Angeles Times) επενέβησαν στη σύνταξη των εφημερίδων τους και «έκοψαν» τα κείμενα με τα οποία οι συντακτικές ομάδες τους δήλωναν τη στήριξή τους στην Κάμαλα Χάρις. Μετά τις εκλογές ο Μπέζος, αλλά και ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ (CEO της Meta, που έχει το Facebook) δώρισαν από 1 εκατομμύριο δολάρια για τη χρηματοδότηση της τελετής ορκωμοσίας του Τραμπ τον Ιανουάριο. Ο ιδιοκτήτης του περιοδικού Time Μαρκ Μπένιοφ (που είναι και CEO της Salesforce), με αφορμή την ανακήρυξη του Τραμπ ως «προσώπου της χρονιάς» από το περιοδικό του, έγραψε στο Twitter: «Συγχαρητήρια στον πρόεδρο Τραμπ. Είναι μια εποχή μεγάλης αισιοδοξίας για το έθνος. Προσβλέπουμε στη συνεργασία μαζί του για να προωθήσουμε την επιτυχία και την ευημερία για όλους». Για να μην αναφέρουμε τον ιδιοκτήτη του Twitter, που ξόδεψε 244 εκατομμύρια δολάρια από την τσέπη του για την καμπάνια του Τραμπ, και ξημεροβραδιάζεται μαζί του λιβανίζοντάς τον εδώ και μήνες.
Η διαπλοκή των media με την εξουσία δεν είναι βεβαίως καινούργιο φαινόμενο, ούτε αμερικανικής έμπνευσης. Σε πολλές χώρες του κόσμου (και σε πολλές δημοκρατικές) τα media ελέγχονται από ολιγάρχες που επιθυμούν και συχνά επιτυγχάνουν μια στενή σχέση με όποιους κυβερνούν. Και στις ΗΠΑ συμβαίνει, διαχρονικά. Ο Τζεφ Μπέζος είχε δώσει λεφτά (πολύ λιγότερα) και για την ορκωμοσία του Μπάιντεν. Αλλά σήμερα το φαινόμενο που βλέπουμε να εκτυλίσσεται τους τελευταίους μήνες μοιάζει σημαντικά διαφορετικό. Στο παρελθόν υπήρχε η αίσθηση ότι ναι μεν τα ΜΜΕ συναγελάζονται με την εξουσία με σκοτεινούς ή φανερούς τρόπους, αλλά διατηρούν ένα βαθμό ανεξαρτησίας και ελευθερίας να αναδείξουν και τα κακώς κείμενα της εξουσίας, χωρίς συνέπειες. Σήμερα αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά μας δεν είναι απλά ύποπτες συνδιαλλαγές ανάμεσα σε δυο πυλώνες της δημοκρατίας. Βλέπουμε τα πρώτα δείγματα της προκαταβολικής υποταγής του ενός στον άλλο.
Ο Τραμπ, που δεν καταλαβαίνει από διάκριση εξουσιών ή άλλες ενοχλητικές λεπτομέρειες, πάντα είχε μεγάλη πρεμούρα να εξαπολύει μηνύσεις κατά των ΜΜΕ που δεν τον εκθειάζουν –έχει πληρώσει και μεγάλα πρόστιμα για τέτοιες ανούσιες μηνύσεις στο παρελθόν. Αλλά πλέον, μετά την επανεκλογή του, η στρατηγική αυτή παίρνει άλλη μορφή. Δεν είναι απλά μηνύσεις για να κάνει φασαρία και να βγάζει άχτι. Είναι ευθείες απειλές. Μεταξύ άλλων, έχει μηνύσει το τηλεοπτικό δίκτυο CBS επειδή, λέει, έκανε μοντάζ σε συνέντευξη της Κάμαλα Χάρις αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της. Ζητά μάλιστα 10 δισεκατομμύρια δολάρια για αποζημίωση. Και την περασμένη εβδομάδα έκανε μήνυση σε εφημερίδα του Ντε Μόιν επειδή προεκλογικά είχε δημοσιεύσει μια δημοσκόπηση που έδειχνε την Κάμαλα Χάρις να προηγείται στην αμφιλεγόμενη Πολιτεία της Αϊοβα.
Οι μηνύσεις αυτές είναι γελοίες. Πριν από τις εκλογές, δεν είχαν καμία τύχη. Μετά τις εκλογές, επίσης, πιθανότατα δεν θα έχουν καμία τύχη, για όσο λειτουργεί ακόμα με κάποιο επίπεδο ανεξαρτησίας η αμερικανική δικαιοσύνη, τουλάχιστον. Οπως φαίνεται, όμως, ο στόχος πλέον δεν είναι μια νίκη στο δικαστήριο ή ο ντόρος. Αλλά να περάσει το μήνυμα στα ΜΜΕ ότι πλέον δεν επιτρέπεται να λένε καθόλου αρνητικά λόγια για τον πρόεδρο. Στο νέο καθεστώς, δεν επιτρέπεται να ενοχλούν. Ο Τραμπ έχει προτείνει για διοικητή του FBI έναν πιστό του δικηγόρο (και «ψεκασμένο» συνωμοσιολόγο) που έχει υποσχεθεί να κυνηγήσει ανελέητα αυτούς που ορίζει ως εχθρούς του καθεστώτος. Από τις 20 Ιανουαρίου και μετά, οι αρμοί της εξουσίας θα αρχίσουν να κινητοποιούνται προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η υποχώρηση του ABC News στην ανούσια νομική υπόθεση που εξαπέλυσε ο Τραμπ εναντίον του είχε άλλα κίνητρα. Μεταξύ άλλων, η υπόθεση είχε φτάσει στο στάδιο της συλλογής στοιχείων, οπότε το κανάλι και ο Τζορτζ Στεφανόπουλος θα έπρεπε να αρχίσουν να δίνουν αρχεία από emails και άλλα στοιχεία στις αρχές. Πράγμα που μπορεί, για δικούς τους λόγους, να μην ήθελαν να συμβεί. Αλλοι, όμως, πιθανολογούν ότι εδώ έχουμε ένα ακόμα τρανταχτό δείγμα της υποταγής μιας εταιρείας ΜΜΕ στο επερχόμενο καθεστώς.
Ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ έχει βγάλει ένα μικρό βιβλιαράκι στο οποίο συνοψίζει 20 πράγματα που μας διδάσκουν τα απολυταρχικά καθεστώτα του 20ού αιώνα. Πρώτο πρώτο από τα μαθήματα είναι: μην υπακούετε προκαταβολικά. «Το μεγαλύτερο μέρος της ισχύος στα αυταρχικά καθεστώτα τους έχει δοθεί εθελοντικά», γράφει ο Σνάιντερ. «Σε τέτοιους καιρούς τα άτομα σκέφτονται προκαταβολικά για το τι μπορεί να θελήσει μια πιο αυταρχική κυβέρνηση, και τους τα προσφέρουν χωρίς καν να τους ζητηθεί. Πολίτες που προσαρμόζονται με αυτόν τον τρόπο, διδάσκουν στους ηγέτες το τι μπορούν να κάνουν».
Οι δισεκατομμυριούχοι ολιγάρχες των ΗΠΑ μάλλον δεν το έχουν διαβάσει.
