Ωμό, ακατέργαστο και υποβλητικό ύφος
ΑΚΟΥΩ: «Το να γράφεις ένα τραγούδι μοιάζει με το να προσπαθείς να βάλεις ένα πουλί σε ένα κλουβί, την ώρα που αυτό πετάει ελεύθερο έξω από το παράθυρό σου. Είναι πολύ σπάνιο να το καταφέρεις» είπε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του ένας πραγματικά ολόφρεσκος καινούργιος μουσικός, ο μισός Αγγλος και μισός Γερμανός Σεμπαστιάν Σουμπ, χρησιμοποιώντας τα λόγια ενός άλλου τραγουδοποιού που εκτιμάει πάρα πολύ, του Γκλεν Χάνσαρντ. Κι όμως, μόλις με το πρώτο του τραγούδι που κυκλοφόρησε, με τίτλο “Sing Like Madonna”, πριν από περίπου ένα μήνα ο Σεμπαστιάν κατάφερε αυτό που σπάνια πετυχαίνει ένας καινούργιος καλλιτέχνης: να εκφράσει ξεκάθαρα και με ακρίβεια όλα αυτά που βράζουν μέσα του.
“I wanna live in a house by the water/I wanna have one son and 16 daughters/I wanna sing like Madonna/I wanna dance like a queen/Don’t want to look at the stars/I want them to look at me”
Ακούω λοιπόν τα μόλις τρία τραγούδια που έχει αυτή τη στιγμή στο Spotify ο Σεμπαστιάν Σούμπ. Αν ο Τζεφ Μπάκλεϊ και ο Χόζιερ είχαν υιοθετήσει ένα παιδί με καταγωγή από τη Γερμανία θα ακουγόταν ακριβώς όπως ο Σεμπαστιάν. Το “Sing Like Madonna” είναι από τα καλά τραγούδια που σπανίζουν αλλά και ξεχωρίζουν στην εποχή μας. Το BBC, που δεν αφήνει καινούργιο ταλέντο να του ξεφύγει, τον παρουσίασε πρόσφατα σε ένα πολύ μικρό venue στο Λονδίνο δίπλα από τη θρυλική Denmark Street, σε μια από αυτές τις βραδιές που το βρετανικό δίκτυο συστήνει τα καινούργια ταλέντα. Ο Σεμπαστιάν Σουμπ, που ξεκίνησε ως μουσικός του δρόμου, συνέχισε παίζοντας στα ψαγμένα μικρά μπαράκια του Λονδίνου. Απέκτησε αυτοπεποίθηση και την εκπέμπει από τη σκηνή έχοντας άνεση στην επικοινωνία με το κοινό. Το ωμό, ακατέργαστο και υποβλητικό ύφος του, η βαθιά ξεχωριστή φωνή του, οι ξεχωριστοί στίχοι του και η αφηγηματικότητά του τον κάνουν να ξεχωρίζει από το πρώτο λεπτό. Και το κοινό δείχνει έτοιμο να τον ακολουθήσει.
Στην ουσία του λανθιμικού σύμπαντος
Δεν είναι ούτε ακραίο ούτε εκτός πραγματικότητας να πει κανείς ότι οι Βρετανοί δημοσιογράφοι είναι διάσημοι και για το γεγονός ότι είναι αυστηροί και καυστικοί και σπανίως χαρίζονται σε κάποιον.
Αυτή την περίοδο ξεφυλλίζω περιοδικά και εφημερίδες που αναφέρονται στον απολογισμό της χρονιάς με τις καλύτερες μουσικές, τα καλύτερα λάιβ, τις καλύτερες ταινίες, βιβλία και σειρές. Διαβάζω όχι μόνον τα καλύτερα για τις δύο ταινίες που παρουσίασε μες στο 2024 ο Γιώργος Λάνθιμος, αλλά κυρίως διαβάζω γιατί τόσο το Poor Things όσο και το Kinds Of Kindness θεωρούνται μέσα στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Καταλαβαίνω ότι είναι κολακευτικό το γεγονός πως για τις ανάγκες του Poor Things ο Λάνθιμος πήρε τη νουβέλα του Βρετανού συγγραφέα Αλαστερ Γκρέι και ότι αυτό στα μάτια των Βρετανών δημοσιογράφων παίζει κάποιο ρόλο. Καταλαβαίνω ακόμη πως η Εμα Στόουν δίνει μια εμβληματική ερμηνεία για το σινεμά ως Bella Baxter που θα συζητιέται για πολλά χρόνια και θα είναι σημείο αναφοράς και όλο αυτό στρέφει τους προβολείς πάνω στην ταινία.
Ομως όταν φτάνει κανείς στο ζουμί, στο κέντρο της ταινίας, καταλαβαίνει ότι αρκετοί Βρετανοί δημοσιογράφοι έχουν μπει στην ουσία του λανθιμικού σύμπαντος και νιώθουν να το απολαμβάνουν σαν κάτι μοναδικό. Αναρωτιούνται μάλιστα αν αυτή η ταινία κυκλοφόρησε στις αρχές του 2024 γιατί ήδη νιώθει κανείς ότι είναι κλασική.
Το Poor Things είναι μια απ’ αυτές τις σπάνιες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου όπου ο σκηνοθέτης συναντάει την ιστορία και το σενάριο και μαζί συναντούν τον ηθοποιό και την ερμηνεία σε ένα γάμο για τρεις φτιαγμένο στον Παράδεισο. Η κορυφαία (αφού ήδη θεωρείται από αρκετούς η καλύτερη της χρονιάς) ταινία του Λάνθιμου είναι ένας κινηματογραφικός θρίαμβος. Μπορείς να τη γευτείς κυριολεκτικά και να την ακολουθήσεις από τη Λισαβόνα στην Αλεξάνδρεια και από την Αλεξάνδρεια στο Παρίσι, με εικόνες/πίνακες που εκπληρώνουν τη φαντασία και το όραμα του δημιουργού.
H αποδοχή του ως κορυφαίου δημιουργού φαίνεται όμως και από το γεγονός ότι στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς συμπεριλαμβάνεται KAI το Kinds Of Kindness. Αυτή η ταινία, σύμφωνα με κάποιους, «είναι και μια υπενθύμιση, μετά τη σαρωτική επιτυχία του Poor Things, της καταγωγής του σκηνοθέτη από το κινηματογραφικό Greek weird wave. Το Kinds Of Kindness μπορεί και να είναι η πιο καθαρή έκφραση ενός ιδιαίτερου δημιουργού που ακολουθεί το δικό του ξεχωριστό όραμα». Ο Γιώργος Λάνθιμος έχει κατακτήσει κορυφές που ελάχιστοι από εμάς είχαν φανταστεί…
Ευτυχώς που δεν επέμεινε στην πρώτη άποψη
ΔΙΑΒΑΖΩ: Τον Φεβρουάριο του 1918, μία δημοσιογράφος για τον New Republic έγραψε ότι το να αρθρογραφείς για τη μουσική είναι τόσο παράλογο όσο το να τραγουδάς για την οικονομία. Η επόμενη δεκαετία βέβαια έζησε το ντεμπούτο των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ στην περίφημη «Οπερα της Πεντάρας», έναν κύκλο τραγουδιών με επίκεντρο την οικονομία.
Μια παράσταση επίκαιρη ακόμη και σήμερα. Τη δεκαετία του ’70 ένας τραγουδιστής και τραγουδοποιός που έμεινε στην αφάνεια, ο Μάρτιν Μαλ, είπε κάτι άλλο για τη μουσική και το γράψιμο που έμεινε στην ιστορία. «Το να γράφεις, τέλος, για να εξηγήσεις τη μουσική είναι σαν να χορεύεις θέλοντας να ερμηνεύσεις την αρχιτεκτονική».
Η ρήση αυτή λανθασμένα έχει αποδοθεί κατά καιρούς σε διάφορους δημιουργούς: στον Φρανκ Ζάππα, στη Λόρι Αντερσον και στον Ελβις Κοστέλο. Η ιδέα, ότι δεν μπορείς να εξηγήσεις τη μουσική με λόγια, είναι πολύ παλιά. Είναι να αναρωτιέσαι, αν ισχύουν αυτές οι εκφράσεις, για ποιο λόγο εξακολουθούν να γράφονται βιβλία που αναλύουν και ερμηνεύουν τη μουσική.
Ο συγγραφέας Μάικλ Φέιμπερ έχει μια άλλη άποψη και στο ολοκαίνουργιο βιβλίο του με τίτλο Listen: on music, sound and Us δεν επιθυμεί να αλλάξει τη γνώμη μας για αυτά που αγαπάμε και για αυτά που μισούμε στη μουσική. Θέλει όμως να αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε για τη μουσική. Και το κάνει γιατί έχει μεγάλο πάθος και μια υπέροχη και πολύ μεγάλη δισκοθήκη.
Εύστοχες και με χιούμορ παρατηρήσεις όπως για παράδειγμα το σημείο στο οποίο μιλάει για τη φθορά που έρχεται στη φωνή ενός τραγουδιστή. Χρησιμοποιεί το υπέροχο παράδειγμα της Μάριαν Φέιθφουλ, της οποίας η βραχνή από τις καταχρήσεις φωνή έγινε το σήμα κατατεθέν που την ακολουθούσε σε όλη την καριέρα της. Είναι αυτή ακριβώς η φωνή που το τσιγάρο και ο χρόνος της έδωσαν τον χαρακτήρα και την αναγνωρισιμότητα σε αντίθεση για παράδειγμα με τα πρώτα χρόνια της. Τότε, οι ερμηνείες της ήταν λαμπερές μεν αλλά άχρωμες και χωρίς χαρακτήρα. Μέσα από τη δυνατή εμπειρία του από τον κόσμο της μουσικής και των ηχογραφήσεων, μέσα από αποσπάσματα νευροεπιστημών και συνεντεύξεις με σπουδαίους ανθρώπους της μουσικής φτιάχνει ένα αφήγημα ιδιαίτερο, πειστικό, ανάλαφρο και απολαυστικό. Ευτυχώς που δεν επέμεινε στην πρώτη άποψη ότι το να γράφεις για τη μουσική είναι σαν να τραγουδάς για την οικονομία.
Blender Spotify List
Ο ήχος της πόλης, μιας οποιασδήποτε πόλης σήμερα, είναι πολύ δύσκολο πια να περιγραφεί. Η πολιτισμική πανσπερμία που αναγνωρίζει κάνεις στους δρόμους, με τα πρόσωπα, τα στυλ αλλά και τις διαφορετικές κουλτούρες είναι κύριο χαρακτηριστικό των σημερινών μητροπόλεων του πλανήτη. Και αυτό καθρεφτίζεται και στη μουσική και τον ήχο που εκπέμπουν. Δεν ίσχυε παλιότερα αυτό, καθώς στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον χαρακτηριστικό ήχο μίας πόλης, π.χ. ο ήχος του Ντιτρόιτ, της Νέας Ορλεάνης, του Παρισιού. Ο ήχος του Λονδίνου σήμερα είναι ίσως ένας από τους πιο φρέσκους και συναρπαστικούς που μπορεί να ακούσει κανείς σε μια πόλη. Και συνδυάζει το ολοκαίνουργιο άκουσμα που κυκλοφόρησε χθες με αυτό που κυκλοφόρησε πριν από 50 χρόνια. Και αυτή που ακολουθεί είναι μια λίστα με τραγούδια που εγώ άκουσα τον ήχο της πόλης για τέσσερις μέρες.
