Σε συνεντεύξεις του τον χαρακτηρίζει «πατέρα» του. Ηταν ο προπονητής, άλλωστε, που του άνοιξε τις πόρτες της εθνικής Ισπανίας, με τη φανέλα της οποίας μέτρησε δώδεκα γκολ στις πρώτες 21 συμμετοχές του, τρία εκ των οποίων μάλιστα σε μια ιστορική νίκη επί της Γερμανίας με 6-0 για το Nations League.
Ο Λουίς Ενρίκε, όμως, λίγο έλειψε να γίνει και πραγματικός «πατέρας» του Φεράν Τόρες Γκαρθία, εξαιτίας της σχέσης του τελευταίου για περίπου μια διετία με τη μεγάλη κόρη του νυν προπονητή της Παρί Σεν Ζερμέν, Σίρα Μαρτίνεθ.
Δεν ήταν ζευγάρι με τη Σίρα όταν η οικογένεια θρήνησε τον πρόωρο και τόσο άδικο χαμό της μικρής κόρης Σάνα, η οποία έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2019, ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο των οστών.
Εξαιτίας αυτού του τραγικού γεγονότος, όμως, ο Φεράν θαύμασε από κοντά τη δύναμη ψυχής του τότε ομοσπονδιακού προπονητή της Ισπανίας, παίρνοντας πολύτιμα μαθήματα ζωής από τη στάση και τη μαχητικότητα του «Λούτσο».
Η μεταξύ τους «συγγενική» σχέση περισσότερο κακό έκανε παρά καλό στον Βαλενθιάνο εξτρέμ και επιθετικό, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με την κοινή γνώμη και σε μικρότερο βαθμό με τον Τύπο, οι οποίοι θεωρούσαν, άδικα, ότι έπαιζε με βύσμα και πως δεν άξιζε φανέλα βασικού στην εθνική ομάδα της χώρας.
Παρόμοια απαξιωτική αντιμετώπιση, αλλά για ποδοσφαιρικούς λόγους, έχει βρει κατά καιρούς μπροστά του στην Μπαρτσελόνα, η οποία τον Ιανουάριο του 2022, την περίοδο της ανακατασκευής της μετά από μερικά πολύ δύσκολα χρόνια, δεν δίστασε να δώσει 55 εκατ. ευρώ (που δεδομένα… δεν είχε) στη Μάντσεστερ Σίτι, για να αποκτήσει ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έβγαλε το φυτώριο της Βαλένθια τα τελευταία χρόνια.
Το καλοκαίρι του 2020, άλλωστε, και μετά από εισήγηση του Πεπ Γκουαρδιόλα, οι «πολίτες» είχαν σπεύσει να δώσουν 33,5 εκατ. ευρώ στις «νυχτερίδες» για τον 20χρονο τότε ποδοσφαιριστή που παίζει με την ίδια άνεση στην κορυφή και στα άκρα της επίθεσης και προέκυψε από ένα θαυματουργό φυτώριο που έχει αναδείξει παίκτες όπως ο Γαΐθκα Μεντιέτα, ο Νταβίντ Αλμπέλδα, ο Τζόρντι Αλμπα και, βεβαίως, ο Νταβίντ Σίλβα.
Ο θρύλος των «νυχτερίδων» και των «πολιτών», προς τιμήν του οποίου υπάρχει άγαλμα έξω από το «Ετιχαντ», έφυγε από την ομάδα του Μάντσεστερ το καλοκαίρι της άφιξης του Τόρες, ο οποίος τον είχε πάντα ως σημείο αναφοράς. Δεν φοβήθηκε, μάλιστα, να κληρονομήσει και την (πολύ βαριά) φανέλα με το «21» που φορούσε ο Σίλβα.
Πολλοί έβλεπαν στο πρόσωπό του και τον διάδοχο του Ισπανού μπαλαδόρου, αλλά στην πράξη δεν δικαιώθηκαν, έστω και αν οι αριθμοί (16 γκολ και τέσσερις ασίστ σε 43 συμμετοχές) είναι μάλλον αξιοπρεπείς για έναν νεαρό, ξένο ποδοσφαιριστή που άφηνε για πρώτη φορά τη χώρα του.
Οταν του δόθηκε η ευκαιρία να επιστρέψει στην Ισπανία, και δη για έναν τόσο μεγάλο σύλλογο, κόντρα στον οποίο κατά σύμπτωση είχε κατακτήσει τον πρώτο επαγγελματικό τίτλο της καριέρας του (το Κύπελλο με τη Βαλένθια το 2019), δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Στην Μπάρτσα, λόγω και του ύψους της μεταγραφής του, αντιμετώπισε πάντα την αμφισβήτηση, ακόμα και τη χλεύη επειδή έχει βαφτίσει εαυτόν «καρχαρία».
Δεν το έκανε γιατί είναι ψώνιο αλλά επειδή, όπως εξηγεί, «ο καρχαρίας είναι ένας τρόπος ζωής, είναι η συμπεριφορά με την οποία αγωνίζομαι, να μη θεωρώ τίποτα χαμένο δηλαδή, και το εφαρμόζω στα πάντα στη ζωή μου».
Το βράδυ της Τετάρτης (11/12), η Μπαρτσελόνα έδινε έναν κρίσιμο αγώνα για τη League Phase του Champions League σε μια από τις πιο δύσκολες έδρες της Ευρώπης, το «Ζιγκνάλ Ιντούνα Παρκ» της Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Στο φινάλε της αναμέτρησης, στο εντυπωσιακό «Κίτρινο Τείχος» των Βεστφαλών είχε απλωθεί σιωπή. Και γι’ αυτό είχε φροντίσει με δύο γκολ ο 24χρονος Τόρες, ο οποίος οδήγησε την ομάδα του Χάνζι Φλικ σε νίκη-μισή πρόκριση στους «16» με 3-2.
«Οταν σου ασκούν κριτική, μπαίνεις σε ένα πηγάδι δίχως πάτο, πρέπει να καταφέρεις να ξεφύγεις», λέει για την αμφισβήτηση, στην οποία παλεύει για να απαντάει εκεί όπου πραγματικά έχει σημασία: Μέσα στο γήπεδο.
Στο σώμα του έχει «χτυπήσει» ένα τατουάζ που γράφει «μην καταρρεύσεις». Και αυτό ακριβώς κάνει, απέναντι σε όσους έλεγαν ότι έπαιζε στην εθνική ομάδα επειδή είχε βύσμα τον Λουίς Ενρίκε, όταν έχει φτάσει αισίως τις 48 συμμετοχές (και τα 21 γκολ) με προπονητή πλέον τον Λουίς ντε λα Φουέντε, με τον οποίο το καλοκαίρι πανηγύρισε την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και σε επίπεδο Ανδρών, αφού τα έχει καταφέρει με τις εθνικές ομάδες Κ17 και Κ19.
Υπήρξε περίοδος, βεβαίως, που ο «καρχαρίας» ένιωθε να μην μπορεί να βγει από το πηγάδι. Δεν είχε καν όρεξη να παίξει μπάλα, έστω και αν ποτέ δεν σκέφτηκε να σταματήσει από το άθλημα που λατρεύει. Και εκείνη την εποχή, όπως έχει παραδεχθεί δημοσίως (και πολύ καλά έκανε), χρειάστηκε τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, ο οποίος τον καθοδήγησε όπως έπρεπε για να «ντριμπλάρει» τα σκοτάδια και να βγει ξανά στο φως.
Το φως που τον βρίσκει πλέον ως πολύτιμο 12ο παίκτη μιας ομάδας που χτίζεται και ενθουσιάζει, στηριζόμενη σε παιδιά της ακαδημίας της, όπως ο Πάου Κουμπαρσί, ο Μαρκ Κασαδό, ο Γκάβι ή ο Λαμίν Γιαμάλ.
Για το 17χρονο φαινόμενο λέει αστειευόμενος ότι «πρέπει να συλληφθεί γι’ αυτά που κάνει σε αυτή την ηλικία». Και ο Γιαμάλ ήταν αυτός που του σέρβιρε το γκολ της νίκης στη Βεστφαλία, πανηγυρίζοντας έξαλλα και αγκαλιασμένοι ένα τέρμα που μπορεί να αποδειχθεί κομβικό για τη μετέπειτα σεζόν της Μπάρτσα, τόσο στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση όσο και συνολικά.
«Είναι ο πιο δυνατός παίκτης που έχω γνωρίσει», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο για την ψυχική του δύναμη ο άλλοτε προπονητής του στην Μπαρτσελόνα, Τσάβι, για να τονίσει πόσα, κυρίως εσωτερικά, εμπόδια χρειάστηκε να ξεπεράσει ο «καρχαρίας» για να βουτήξει και πάλι στα νερά της ευτυχίας, την οποία πλέον απολαμβάνει περισσότερο από ποτέ.
